Ο Φράνκι Μασίν είναι ικανός ντίλερ του πόκερ, μουσικός και εξαρτημένος από τα ναρκωτικά. Βγαίνοντας από την φυλακή, προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή ως μουσικός, αλλά οι δύο άλλες του ιδιότητες δεν του αφήνουν περιθώρια.
Συγκλονιστικά «νυχτερινή» κοινωνική περιπέτεια της δεκαετίας του ’50 με ρεαλισμο και ατμοσφαιρική σκηνοθεσία από τον Otto Preminger που ειναι εκπληκτικα ευστοχη πανω στην καταστροφη της ζωης απο τον εθισμο (στα ναρκωτικα, στο ποτο, στα χαρτια και σε αλλους τομεις) παρουσιάζοντας με ανθρωπια ενα ατομο που ονειρευεται να ξεφυγει και να ζησει μια φυσιολογικη ζωη.
Αυτη η αναπαρασταση της αδυναμιας του ανθρωπου και η αμεσοτητα της αγωνιστικης της διαστασης της δινουν μια δυναμη και μια επικαιροτητα που συνεχιζει να γραφει επι της οθονης.
Ο Πρέμινγκερ ήταν ένας άνθρωπος μπροστά από την εποχή του. Αυτή ήταν κυριολεκτικά η πρώτη ταινία που υπογράμμισε τους κινδύνους της χρήσης ναρκωτικών, και το κάνει χωρίς φόβο. δείχνει απλώς τις ρεαλιστικές συνέπειες των σκληρών ναρκωτικών. Ο Sinatra είναι εξαιρετικός πρωταγωνιστής, εξαιρετικά κουλ και κομψός μέχρι που δεν είναι πια, και αυτό γίνεται μια μαχαιρία στην καρδιά του κοινού.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΧΕΡΙ (1955) The Man with the Golden Arm
Σκηνοθεσία: Otto Preminger Σενάριο: Walter Newman, Lewis Meltzer, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Nelson Algren Φωτογραφία: Sam Leavitt Μουσική: Elmer Bernstein
Πρωταγωνιστούν: Frank Sinatra, Eleanor Parker, Kim Novak, Arnold Stang, Darren McGavin, Robert Strauss
Χώρα/Έτος: USA, 1955 Διάρκεια: 119’
Trailer
Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ ΣΤΟΝ “ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕ ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΧΕΡΙ”
Η οπτική δύναμη
Ο «Ανθρωπος με το χρυσό χέρι», επιτομή του κοινωνικού μελοδράματος, έρχεται σε επαφή με το νουάρ. Ο Πρέμινγκερ ήταν από τους πρώτους που τίναξαν στον αέρα τον κώδικα Χέιζ και κατ’ επέκταση περιφρόνησαν τον μακαρθισμό. Στον «Ανθρωπο με το χρυσό χέρι» κατασκευάζει μέσα σε μια πολυκατοικία τον μικρόκοσμο της αμερικανικής κοινωνίας του ’50. Χωρίς όνειρα, με έλλειψη συναισθήματος, ναρκωτικά και αναπηρία (σήμανση ευνουχισμού). Ελπίδες χωρίς αύριο και αύριο με προσμονές. Ολοι ψάχνουν μια βοήθεια, ένα στήριγμα, ένα δεκανίκι. Οι περισσότεροι αποτυγχάνουν, ενώ αυτοί που τα ανακαλύπτουν είναι τυχεροί και πολύ λίγοι. Απαισιόδοξη αισιοδοξία (!), τι ακριβώς είναι αυτή η ομιχλώδης κατάσταση, η αναμονή μέσα στη δυστοπία; Ισως η ζωή, μας λέει ο μοναδικός Οτο, η ζωή και τίποτ’ άλλο. Ενα μεγαλειώδες έργο, ένα αυτοκρατορικό στιλ και ένας αξέχαστος δημιουργός συνθέτουν την εικόνα ενός μοναδικού καλλιτέχνη.
Η μουσική είναι του Ελμερ Μπερνστάιν (προτάθηκε για Οσκαρ), η έξοχη φωτογραφία του Σαμ Λίβιτ και τα μοναδικής αξίας ζενερίκ του Σολ Μπας, ενώ εντυπωσιάζει η καλλιτεχνική διεύθυνση, που επίσης προτάθηκε για Οσκαρ.
Είναι η πρώτη αμερικανική ταινία που με τόλμη και ειλικρίνεια αναφέρθηκε άκρως ρεαλιστικά στα ναρκωτικά και στην εξάρτηση, χάρη στη δύναμη του ευρωπαϊκής καταγωγής Πρέμινγκερ. Ενας εθισμένος στα ναρκωτικά άντρας, πρώην μουσικός, αποφυλακίζεται, αντιμετωπίζει πρόβλημα με την ανάπηρη γυναίκα του και έχει τη συμπαράσταση μιας γειτόνισσας. Υπάρχει κι ένα καλά κρυμμένο μυστικό.
Το μεγάλο μαστούρωμα
Πού να πρωτοσταθώ σ’ αυτό το εκ παρεκκλίσεων νουάρ; Στις βελόνες που τρυπάνε τα χέρια του Σινάτρα, στην εκπληκτική τζαζ μουσική που μετατρέπει την ταινία σε μουσικότροπη ή στο παραισθητικό στιλ με το οποίο είναι γυρισμένη, παραπέμποντας αισθητικά σε μαστούρωμα; Υπέροχη κολλώδης φωτογραφία και καλλιτεχνικά ζενερίκ επιτρέπουν στον Πρέμινγκερ για μια ακόμη φορά να περάσει σ’ ένα (κρυφό) νεκροφιλικό σχόλιο.
Σε αυτό το βασίλειο των ζωντανών νεκρών και των εκπεσόντων αγγέλων τι μετράει παραπάνω; Η παραίσθηση, η σκηνοθεσία του βλέμματος ή οι άψογοι ρόλοι σ’ ένα θέατρο εξαρτήσεων και εξαπατήσεων; Ο Πρέμινγκερ αναρωτιέται τι ακριβώς συμβαίνει. Είναι μια επίδειξη μέγιστης υποκριτικής τέχνης, ένας χώρος που αρνούμαστε να διερευνήσουμε ή μήπως το άβατο ενός λεηλατημένου τοπίου σχέσεων;
Κι ακόμη, τι σημαίνει η ακινησία; Ποιο ψυχαναλυτικό σύνδρομο εδρεύει εδώ; Τι θα έλεγε ο Μπουνιουέλ για τον «Ανθρωπο με το χρυσό χέρι»;
Και ξαφνικά το θαύμα, ο μέγας ρόλος, δηλαδή η αποκάλυψη του ομφάλιου λώρου. Ο άντρας πετάει, απογειώνεται. Το φιλμ έχει τη δομή και την ατμόσφαιρα του νουάρ, διαθέτει και ένα ισχυρό μυστικό, αλλά πάνω απ’ όλα ο Πρέμινγκερ σκηνοθετεί απόκοσμα, οριοθετώντας τη μαγική υπερβολή ως τα όριά της, το ανέφικτο ως το προσδοκώμενο, το απίθανο ως εφικτό, την (πολλαπλή) εξάρτηση ως το αναγκαίο για να αλλάξει η ματιά στον κόσμο.
Εκεί που είναι μπλεγμένος ο άντρας, μέσα στον πολύπλευρο εθισμό του, η εμφάνιση της μπρεσονικού τύπου Θείας Χάριτος (Κιμ Νόβακ) τον λυτρώνει οριστικά… ή άραγε μελλοντικά θα τον στείλει σε μια άλλη εξάρτηση; Εξοχος στοχασμός, αμφίσημος και εξωφιλμικός.
The Man with the Golden Arm
Δύο χρόνια μετά τη μάχη λογοκρισίας του για το The Moon is Blue (1953), ο Otto Preminger προκάλεσε ξανά τους λογοκριτές με την ταινία του 1955 “The Man with the Golden Arm”. Μια σημαντική ταινία από τον Πρέμινγκερ στα μέσα της καριέρας του “Ο Άνθρωπος με το Χρυσό Χέρι” είναι ταυτόχρονα συναισθηματικά και οπτικά συναρπαστική ταινία, αλλά και αποτελεσματική και συγκρατημένη.
Διαθέτει μια εξαιρετικά «σίγουρη» ερμηνεία από τον Frank Sinatra ως τον κεντρικό πρωταγωνιστή Frankie Machine, έναν πρόσφατα αναμορφωμένο εθισμένο στην ηρωίνη που αγωνίζεται να κρατηθεί καθαρός μετά την επιστροφή του από την απεξάρτηση στο σπίτι του σε μια βρώμικη παραγκούπολη του Σικάγο.
Ο Σινάτρα, του οποίου η προετοιμασία για τον ρόλο περιλάμβανε χρόνο με τοξικομανείς σε κλινικές απεξάρτησης, εντυπωσίασε τον Πρέμινγκερ και άλλα μέλη του συνεργείου με την ερμηνεία του.
Η ταινία σηματοδότησε επίσης, την πρώτη σημαντική συνεργασία του Preminger με τον Saul Bass, ο οποίος σχεδίασε τους εναρκτήριους κινούμενους τίτλους της ταινίας. Ο Bass συνέχισε δημιουργώντας πολλές ακόμη σκηνές τίτλων και έργα τέχνης για τον Preminger, συμπεριλαμβανομένου του Anatomy of a Murder (1959) και, διάσημο, για το Vertigo του Alfred Hitchcock (1958), North by Northwest (1959) και Psycho (1960). Ωστόσο, θυμάται το «The Man with the Golden Arm» ως μια από τις πρώτες ταινίες που απεικονίζουν τη χρήση παράνομων ναρκωτικών, σε πείσμα της απόφασης της Διοίκησης του Κώδικα Παραγωγής (PCA) ενάντια σε τέτοιες απεικονίσεις.
Η διαμάχη που προέκυψε εξασφάλισε ότι ο Πρέμινγκερ είχε σημαντική πρόσβαση στον Τύπο, συμβάλλοντας περαιτέρω στη κατανόηση του σκηνοθέτη προς το κοινό, ως πρωταθλητή στον αγώνα κατά της λογοκρισίας του Χόλιγουντ.
Όταν προτάθηκε για πρώτη φορά στον Πρέμινγκερ να διασκευάσει το μυθιστόρημα του Νέλσον Άλγκρεν “Ο Άνθρωπος με το Χρυσό Χέρι” για τη μεγάλη οθόνη, ο σκηνοθέτης φέρεται να μην ενθουσιάστηκε και τόσο . Ωστόσο, το ενδιαφέρον του κέντρισε η δυνατότητα χρήσης της ταινίας ως μέσου για την παραβίαση του περιορισμού της PCA στην αναπαράσταση της χρήσης ναρκωτικών. Ο Πρέμινγκερ έστειλε το σενάριο στον Τζέφρι Σάρλοκ, τότε διευθυντή του PCA, με την παράκληση να διαβάσει το σενάριο προσωπικά και να προτείνει τις δυνατότητές του για παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Τελικά, η ταινία δεν έλαβε τη σφραγίδα έγκρισης PCA. Σε μια κριτική την εποχή της κυκλοφορίας της ταινίας, ο V. F. Perkins έγραψε ότι αν και «Ο Άνθρωπός με το Χρυσό Χέρι» ήταν «κατώτερος» από το υπόλοιπο έργο του Preminger μέχρι εκείνο το σημείο, «θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως πρότυπο της καλοφτιαγμένης ταινίας στο ένα απαγορευμένο θέμα». Κέρδισε ένα αξιοσέβαστο ποσό στο box office και προτάθηκε για τρία βραβεία Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένου του Sinatra ως καλύτερου ηθοποιού σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Το 1956 τροποποιήθηκε το καταστατικό του Κώδικα Παραγωγής για τα ναρκωτικά, μια αλλαγή που αναμφίβολα οφείλει πολλά στην καμπάνια του Preminger.
Για την εποχή του, η ξεκάθαρη απεικόνιση της χρήσης ηρωίνης από το The Man with the Golden Arm ήταν αξιοσημείωτη, όπως και η σιωπηρή προσδοκία του ότι το κοινό συμπάσχει με τον χρήστη. Σε μια φανταστική σεκάνς, ο Louie αποπλανεί τον Frankie πίσω στη σκοτεινή πλευρά στο τοπικό μπαρ, και εμείς παρασυρόμαστε μαζί του.
Είναι μια κλειστοφοβική φούσκα στην οποία διαδραματίζεται ο εσωτερικευμένος πόλεμος του. Το οπτικό στυλ του «Man with the Golden Arm» χαρακτηρίζεται από τη χρήση κλειστών αλλά συνδεδεμένων χώρων, η δράση περιορίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στον κεντρικό δρόμο και τοποθεσίες ακριβώς έξω από το δρόμο, έτσι ώστε να μπορούμε να δημιουργήσουμε για τον εαυτό μας έναν χάρτη του τη γεωγραφία της ταινίας και να κατανοήσουν πώς συνδέονται οι χώροι, άρα και οι χαρακτήρες που τους κατοικούν. Το μικρό καστ των χαρακτήρων κινείται εύκολα από τη μια τοποθεσία στην άλλη: το μπαρ, το διαμέρισμα του Φράνκι, το διαμέρισμα του Λούι, το πίσω δωμάτιο της Σβιέφκα. Υπάρχει μια «σκηνική» αίσθηση στη δράση, μια τεχνητή ιδιότητα που ίσως διαψεύδει τις θεατρικές ρίζες του Πρέμινγκερ – εργάστηκε στο θέατρο για πάνω από μια δεκαετία στη γενέτειρά του, Βιέννη, πριν ακούσει το κάλεσμα του Χόλιγουντ.[…]
Otto Preminger: Ένας πνευματώδης στυλίστας
Του: Θόδωρου Σούμα
Ο Ότο Πρέμινγκερ συγκαταλέγεται στους πνευματώδεις, κυνικούς, σοφιστικέ κι ευαίσθητους, χολιγουντιανούς σκηνοθέτες που είχαν πλήρη κυριαρχία στα κινηματογραφικά εκφραστικά τους μέσα και προέρχονταν από τη γηραιά ήπειρο, έχοντας μεταφέρει στο χολιγουντιανό σινεμά τη διανοούμενη προσέγγιση του ευρωπαίου, καλλιτέχνη σκηνοθέτη. Ακόμη περισσότερο διότι ο Αυστριακός, εκλεπτυσμένος Πρέμιγκερ ερχόταν από το χώρο του ευρωπαϊκού θεάτρου και τη συνεργασία του με τον Μαξ Ράινχαρντ στο Βερολίνο. Ο Πρέμινγκερ ήταν, μαζί με τους Φριτς Λανγκ, Μπίλυ Γουάιλντερ και Ρόμπερτ Σιόντμακ, ένας από τους σημαντικούς Ευρωπαίους του Χόλιγουντ με γερμανική κουλτούρα, που συνεισέφεραν πολλά στο αμερικάνικο φιλμ νουάρ…
Ο Πρέμινγκερ δημιούργησε μια σειρά από σπουδαία, κλασικά φιλμ νουάρ που μάγεψαν το κοινό με τις περίτεχνες αντιθέσεις των μυθοπλασιών τους, με το σαγηνευτικό παιχνίδι του σκοτεινού και του φωτεινού (τόσο φωτογραφικά, όσο ηθικά και ψυχολογικά), τη διαλεκτική της ένοχης, μυστικής πλευράς και της καθαρής πλευράς των πραγμάτων. Ο Ότο Πρέμινγκερ υπήρξε ένας φινετσάτος μα και συνειδητοποιημένος σκηνοθέτης της ζοφερής, νουάρ σαγήνης και της διαπάλης της επιθυμίας, του πόθου, με το καθαρό, διαυγές αντικείμενό του. Προφανώς, η θεματική και η προβληματική του έχουν σχέση με τις μυστηριώδεις διαδρομές και αναζητήσεις του έρωτα και των επιθυμιών του. Οι εικόνες και οι κινηματογραφικές αναπαραστάσεις του περνούν, εκφράζονται μέσα από αντικατοπτρισμούς, αντανακλάσεις των ηρώων του εις διπλούν και από αναζητήσεις της αινιγματικής αλήθειας.
Ο Ότο Πρέμινγκερ (Otto Preminger, 5 Δεκεμβρίου 1905 – 23 Απριλίου 1986), επίσης αναφερόμενος ως Ότο Πρέμιντζερ, όπως ήταν γνωστός στις ΗΠΑ, ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, ηθοποιός και παραγωγός με καταγωγή από την Αυστροουγγαρία.
Γεννήθηκε το 1905 στην τότε Αυστροουγγαρία σε εβραϊκή οικογένεια. Το 1935 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, για να δουλέψει στο Μπρόντγουεϊ και το 1943 έγινε Αμερικανός πολίτης.
Ανάμεσα στις πιο γνωστές ταινίες του συγκαταλέγονται οι: Λάουρα (Laura, 1944), Ο Άνθρωπος με το Χρυσό Χέρι (The Man With the Golden Arm, 1955), Ανατομία ενός Εγκλήματος (Anatomy of a Murder, 1959), Έξοδος (Exodus, 1960) και Θύελλα στην Ουάσινγκτον (Advise & Consent, 1962).
Ο Πρέμινγκερ προτάθηκε τρεις φορές για Όσκαρ (1945, 1960, 1964), τρεις φορές για Χρυσή Σφαίρα και μία φορά για BAFTA. Επίσης, βραβεύθηκε με τη Χάλκινη Άρκτο στο φεστιβάλ του Βερολίνου για την ταινία Carmen Jones.
Απεβίωσε το 1986 στη Νέα Υόρκη από καρκίνο.
ΟΤΤΟ ΠΡΕΜΙΝΓΚΕΡ: Ο ΤΡΕΛΟΣ ΒΙΕΝΝΕΖΟΣ
Από τον Κώστα Τσιναρίδη
Αυτό το παρατσούκλι δόθηκε στον Πρέμινγκερ για την αφηγηματική του οξύτητα. Και δικαίως. Ο Πρέμινγκερ υπήρξε ιδανικός στην απεικόνιση χαρακτήρων μέσα σε εξαιρετικές καταστάσεις. Νεκροφιλία (Λάουρα), προικοθηρία (Άγγελοι στο βούρκο), ύπνωση (Ο γκρεμός), ναρκωεξάρτηση (Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι), βιασμός (Ανατομία ενός εγκλήματος), ομοφυλοφιλία (Θύελλα στην Ουάσινγκτον).Γεννήθηκε το 1905 στην πρώην Αυστροουγγαρία. Γνώρισε από νωρίς την περιπλοκότητα της εξουσίας, καθως και τις ανεπίστρεπτες συνέπειες των αποφάσεών της, μια και ο πατέρας του ήταν εισαγγελέας. Ο ίδιος σπούδασε νομική, αλλά δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα επειδή τον κέρδισε από νωρίς η αγάπη για το θέατρο. Μάλιστα, κινδύνευσε πολλές φορές να μείνει στην ίδια τάξη επειδή το έσκαγε από το σχολείο για να παρακολουθεί θεατρικές παραστάσεις! Έπειτα από μια πορεία ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, του δόθηκε η ευκαιρία να σκηνοθετήσει και στον κινηματογράφο. Με την άνοδο του Ναζισμού, αναγκάστηκε να φύγει από την κατεχόμενη Αυστρία για τις ΗΠΑ.
Ύστερα από μερικές ταινίες ρουτίνας, σκηνοθέτησε το 1944 την πρώτη του μεγάλη επιτυχία, τη Λάουρα, αποσπώντας την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ. Μ’ εκείνη την ταινία, που για πολλούς θεωρείται η καλύτερή του, καθώς και με την επόμενη, τους Αγγέλους στο βούρκο, καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ. Συνέχισε να σκηνοθετεί σπουδαία νουάρ (Ο γκρεμός, Κηλίδες στο πεζοδρόμιο, Δωσ’ μου τα χείλη σου), αλλά και μεγάλες εμπορικές επιτυχίες (Ποτάμι χωρίς επιστροφή, Κάρμεν Τζόουνς), αποσπώντας υποψηφιότητες για διάφορα βραβεία.
Με τον Άνθρωπο με το Χρυσό Χέρι (1955), ασχολήθηκε για πρώτη φορά με το θέμα-ταμπού των ναρκωτικών, ενώ η εμπειρία του μακαρθισμού τον ώθησε στην αναζήτηση περισσότερο πολιτικών θεμάτων. Η ανάμνηση του εισαγγελέα πατέρα του και οι σπουδές του τον βοήθησαν να ξεδιπλώσει έναν απαράμιλλο ρεαλισμό σε δικαστικά δραμάτα, ξεκινώντας από το Με καταδίκασαν να σιωπήσω, παραβολή για τον μακαρθισμό, μέχρι τη Θύελλα στην Ουάσινγκτον, με πιο σαφείς αιχμές πάνω στο ζήτημα. Φυσικά, καλύτερη όλων παραμένει η σπουδαία Ανατομία ενός εγκλήματος, μία ιστορία εξοργιστικής ανατροπής κάθε δικαστικού κανόνα. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην επική του Έξοδο, καθώς ήταν η πρώτη ταινία, μαζί με τον Σπάρτακο, που έσπασε επίσημα τη “μαύρη λίστα”.
Οι πολλές επιτυχίες των προηγούμενων χρόνων του έδωσαν τη δυνατότητα να σκηνοθετήσει παραγωγές μεγάλου προϋπολογισμού στη δεκαετία του ’60. Κοινό στοιχείο όλων η ανθρωποκεντρικότητα και ένας τόνος καταγγελίας των πλεγμάτων εξουσίας μέσα στις οποίες κινούνται οι ήρωές του. Καλύτερη όλων η υπέροχη Πρώτη Νίκη, με τον Τζον Γουέιν σε έναν ξεχασμένο ρόλο, ως ατιμασμένου αξιωματικού του αμερικανικού ναυτικού που προσπαθεί να αποκαταστήσει τη διαλυμένη του επαγγελματική και οικογενειακή ζωή, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τέτοια ήταν η επιρροή του Πρέμινγκερ στους κινηματογραφικούς κύκλους που συνέχισε να σκηνοθετεί αξιόλογες παραγωγές μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, με κύκνειο άσμα του τον Ανθρώπινο παράγοντα, καταγγελία των μεθόδων των μυστικών υπηρεσιών. Πέθανε το 1986, πριν ολοκληρώσει το τελευταίο του εγχείρημα, την Ανοιχτή εξέταση, πάνω στην περίπτωση του ζεύγους Ρόζενμπεργκ που χάθηκε στην περίοδο του μακαρθισμού, καταδικασμένοι άδικα για κατασκοπία υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης.
Ένας αληθινός καλλιτέχνης, αφοσιωμένος στο έργο του, που το υπηρέτησε με δύναμη και πάθος.
Επιλεγμένη φιλμογραφία:
1944 Λάουρα (Laura) Υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας
1954 Κάρμεν Τζόουνς (Carmen Jones) Υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα, Μπρούντζινη Άρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου, Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, Βραβείο Σκηνοθεσίας του Κύκλου Κριτικών Νέας Υόρκης
1955 Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι (Man with the golden arm) Βραβείο Σκηνοθεσίας του Κύκλου Κριτικών Νέας Υόρκης
1955 Με καταδίκασαν να σιωπήσω (The court-martial of Billy Mitchell) Βραβείο Σκηνοθεσίας του Κύκλου Κριτικών Νέας Υόρκης
1959 Ανατομία ενός εγκλήματος (Anatomy of a murder) Yποψηφιότητες για Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα Σκηνοθεσίας, Υποψηφιότητα για BAFTA Καλύτερης Ταινίας, Υποψηφιότητα για Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας, Υποψηφιότητα για Βραβείο Σκηνοθεσίας της Αμερικανικής Ένωσης Σκηνοθετών
1962 Θύελλα στην Ουάσινγκτον (Advise and Consent) Υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα
1963 Ο Καρδινάλιος (The Cardinal) Υποψηφιότητες για Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα Σκηνοθεσίας
1970 Πες μου πως μ’ αγαπάς, Τζούνι (Tell me that you love me, Junie Moon) Υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα
Nelson Algren (Συγγραφέας “The Man with the Golden Arm”)
Ο Νέλσον Όλγκρεν (Ντιτρόιτ, 1909 – Λονγκ Άιλαντ, Ν. Υόρκη, 1981) ήταν αμερικανός συγγραφέας εβραϊκής καταγωγής από την πλευρά και των δύο γονιών του (ο πατέρας του ήταν Σουηδός και η μητέρα του Γερμανίδα μετανάστρια εβραϊκής καταγωγής). Σε ηλικία τριών ετών η οικογένειά του μετακόμισε στο Σικάγο, όπου ο Όλγκρεν μεγάλωσε σε εργατική συνοικία μεταναστών. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, αποφοιτώντας το 1931 την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με διηγήματα όπως το “So Help Me”, του 1933 (που έγραψε ενώ εργαζόταν σ΄ ένα βενζινάδικο στο Τέξας) και “The Brother΄s House” που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Story Magazine”, το 1935, και διακρίθηκε με τα O. Henry Awards εκείνης της χρονιάς. Το πρώτο του μυθιστόρημα, “Somebody in Boots”, 1935, αποκηρύχθηκε στη συνέχεια από τον συγγραφέα ως υπερβολικά πρωτόγονο και γεμάτο αφελείς, μαρξιστικές ιδέες, που το ξαναδούλεψε στο μυθιστόρημά του “A Walk on the Wild Side”, του 1956. Το δεύτερο βιβλίο του, “Never Come Morning”, 1942, είχε πρωταγωνιστή έναν καταδικασμένο Πολωνοαμερικανό εγκληματία. Το βιβλίο επαινέθηκε από τον Έ. Χέμινγουεϊ αλλά δέχτηκε επιθέσεις από την Πολωνοαμερικανική κοινότητα του Σικάγο και κατηγορήθηκε άδικα για φιλοναζιστική στάση, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι εβραϊκές ρίζες του Όλγκρεν. Ακολούθησε η συλλογή διηγημάτων “The Neon Wilderness”, 1947, και η βράβευσή του, την ίδια χρονιά, από την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων. Ο Όλγκρεν απέκτησε τη φήμη του κυρίως με το μυθιστόρημα “Ο άνθρωπος με το χρυσό χέρι” (“The Man with the Golden Arm”, 1949), το οποίο περιγράφει με αδρό και ρεαλιστικό τρόπο τις συνθήκες ζωής του υποκόσμου στο Σικάγο. Το βιβλίο τιμήθηκε με National Book Award το 1950 και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, το 1955, στην ταινία του Ότο Πρέμινγκερ με πρωταγωνιστές τον Φρανκ Σινάτρα, την Έλεανορ Πάρκερ και την Κιμ Νόβακ (ταινία που αντιπάθησε, ωστόσο, ο Όλγκρεν, παρά τη φήμη που του προσέφερε). Την ίδια εποχή, γοήτευσε τη σύντροφο του Σαρτρ, Σιμόν Ντε Μπωβουάρ, με την οποία πέρασαν μαζί ένα καλοκαίρι στο εξοχικό του, στο Miller Beach της Ιντιάνα, και το 1949 ταξίδεψαν μαζί στη Λ. Αμερική. Το ειδύλλιο αποτυπώνεται στο μυθιστόρημα της Μπωβουάρ “Οι Μανδαρίνοι”, του 1954, μέσα από τον χαρακτήρα του “αυτοδημιούργητου, αριστεριστή αμερικανού συγγραφέα Λούις Μπρόγκαν”. Το 1962 το “A Walk on the Wild Side” μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Έντουαρντ Ντμίτρικ, με σεναριογράφο τον Τζον Φάντε. Άλλα βιβλία του Όλγκρεν είναι το διάσημο χρονικό, “Chicago, City on the Make”, του 1951, οι συλλογές διηγημάτων του, οι συνεντεύξεις του με τον H. E. F. Donohue με τίτλο “Conversations with Nelson Algren”, του 1964, το τελευταίο του μυθιστόρημα, “The Devil΄s Stocking”, 1983, και τα δοκίμιά του που εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, το 1996, με τίτλο “Nonconformity: Writing on Writing”. Πέθανε από ανακοπή στις 9 Μαΐου του 1981, στο Λόνγκ Άιλαντ της Ν. Υόρκης, σε ηλικία 72 ετών. Τρεις μήνες πριν είχε εκλεγεί τακτικό μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων. Τιμήθηκε, επίσης, εν ζωή, με το Award of Merit Medal for Novel, το 1974. Το 2010 το όνομά του αναρτήθηκε στο Chicago Literary Hall of Fame, ενώ η εφημερίδα “Chicago Tribune” (στην αξιοπιστία της οποίας είχε επιτεθεί εν ζωή), έχει καθιερώσει το ετήσιο βραβείο Nelson Algren Award για το καλύτερο διήγημα, προς τιμήν του.