Γράφει ο Μανώλης Ιωαννίδης.
Το Panic Attack είναι μια ταινία του 2017 (τα πιο φρέσκα σας έχω πάντα!) που έχει να κάνει με τον τρόπο που ο πανικός εισβάλλει κι επιτίθεται στα διαφορετικά άτομα με τις διαφορετικές ιστορίες και τις διαφορετικές ζωές. Tι ωραία που μας ταπεινώνει όλους δίχως διακρίσεις, χτυπώντας αλύπητα καθώς πέφτουμε. Κοφτές αναπνοές, τρέμουλο, ιδρώτας και τρόμος, το κοκτέιλ που περιοδικά κερνά η ζωή, στις πιο ακατάλληλες συνθήκες.
Η πρώτη σκηνή έχει έναν τύπο να ηχογραφεί ένα podcast ή οτιδήποτε, σε σχέση με το διάστημα και την ύλη και την απόσταση. Μετά από λίγο τινάζει τα μυαλά του στον αέρα. Και καθώς το αίμα στεγνώνει στον τοίχο, η ταινία αρχίζει με χαρωπή μουσικούλα, δηλώνοντας μάλλον “Έγινε κι αυτό, ας συνεχίσουμε”. Θα την καμαρώσει υπέρ του δέοντος την έναρξη αλλά και το πνεύμα του φίλμ όποιος δεν είναι ρατσιστής, i.e. δεν είναι προκατειλημμένος εναντίον του χιούμορ με μαύρη επιδερμίδα.
Του ενός ο κόσμος καταρρέει επειδή ο κόσμος του βιντεοπαιχνίδι του απειλείται από έναν άγνωστο που του κρατάει μανιάτικο κάτι που έγινε πριν καιρό (στο παιχνίδι, ναι). Η άλλη εκεί που είναι έτοιμη για τη σχέση τη σοβαρή, σερβίρεται με μια καυτή αίτηση διαζυγίου ενώ οι κόκκοι της άμμου πληθαίνουν στον πάτο της κλεψύδρας με ετικέτα “Τεκνοποίηση”. Η παράλλη είναι cam-girl και στο μεταίχμιο του να τα χάσει τελείως όταν την επισκέπτονται οι φίλες της, φίλες που μάλλον ξέμειναν απ’ τα χρόνια του λυκείου.
Υποσημείωση για τους κατοικούντες σε άλλους αιώνες: cam-girl είναι μερική/πλήρης (αυτο)απασχόληση κατά την οποία παρέχονται παντός είδους ικανοποίησης σεξουαλικών επιθυμιών από μία κοπέλα (girl) μέσω κάμερας (cam).

(Καρέ απ’ την ταινία, ocdn.eu)
Έχουμε ένα ζευγάρι το οποίο έχει την κακή τύχη να του πεθάνει ο συνεπιβάτης την ώρα της πτήσης και τέλος ένα παιδί που δοκιμάζει για πρώτη φορά γρασίδι του Θεού. Α, ξέχασα και την έγκυο που στο γλέντι της δε μπορεί να βρει τον γαμπρό κι υπάρχει πιθανότητα το έμβρυο να ξεπορτίσει νωρίτερα. Γιατί είπαμε η ζωή τελειώνει κι η ζωή συνεχίζεται, τόσο απλά.
Μέσα από όλες αυτές τις φαινομενικά άσχετες ιστορίες βλέπουμε ανθρώπους να ‘ρχονται με εκφάνσεις τις ζωής που πολύ θα θέλανε να υπάρχουν σ’ ένα εγχειρίδιο, μαζί με τους τρόπους αντιμετώπισής τους. Φυγή θα διαλέξει κάποιος- λες κι αν αφήσεις το σπίτι σου να καίγεται, όταν επιστρέψεις δε θα το βρεις στάχτη… Οργή διαλέγει ο άλλος- γιατί ως γνωστόν αν αρχίζεις να ωρύεσαι στην θύρα του κουφού εκείνος θα τρέξει ν’ ανοίξει. Μήπως διαπραγμάτευση; Ή άρνηση; Στην πρώτη περίπτωση είναι λες και παρουσιάζεις σ’ ένα λιοντάρι μία φρέσκια μπριζόλα ενώ έχει ήδη το μισό σου πόδι στο σαγόνι του. Καλά η δεύτερη νομίζω είναι εξόχως κωμική γιατί είναι και η πιο συνήθης. Όταν βουλιάζει το καράβι, όλοι πανικόβλητοι τρέχουν να σωθούν κι εσύ περιφρονείς την ηλιθιότητά τους καθώς πίνεις αμέριμνος το τσαγάκι σου.

(Καρέ απ’ την ταινία, media.interactive.netuse.gr)
Αυτός ο γνήσιος πανικός όταν η ζωή φαντάζει τόσο βάρβαρη που παύει να φαίνεται αστεία, ενώ ίσως τότε να δίνει αφορμή για ένα ειλικρινέστατο μειδίαμα, είναι και το ενδιαφέρον. Αν πρόκειται για σατυρική ματιά του σκηνοθέτη (Pawel Maslona) στις προσταγές της μεσοαστικής ζωής του αιώνα μας ή μία βαθύτερη φιλοσοφική δήλωση γύρω από τις επιθυμίες και την ανάγκη για τάξη στα πράγματα, δε μπορώ να διακρίνω. Η αλήθεια είναι πως πιο γοητευτική βρήκα τη πνευματώδη ματιά της ταινίας γύρω απ’ τις καταστάσεις που καθένας καλείται να αντιμετωπίσει παρά την όποια εκβάθυνση σε κάποιον από τους χτυπημένους απ’ τη μοίρα, χαρακτήρες. Ίσως κι εκεί να έγκειται το point- η παρουσίαση της κατάστασης σε ανθρώπους τόσο συνηθισμένους που δεν έχει και πολλή σημασία να εντρυφήσουμε στον βαθύτερο ψυχισμό τους παρά στο να εστιάσουμε πως αυτός φανερώνεται στις δύσκολες ώρες.
Εγώ στέκομαι στην αντιμετώπιση του εισβολέα αυτού, του ταραχοποιού που δεν αφήνει τα πράγματα να κυλήσουν όπως εμείς γουστάρουμε και μας φέρνει αντιμέτωπους όχι με την πραγματικότητα αλλά με τον εαυτό μας και την πραγματικότητα.

(Καρέ απ’ την ταινία, behance.net)
Κι έχει όντως ενδιαφέρον, να δει κανείς τον εαυτό του και τον τρόπο αντί-δρασης στη δράση της ζωής όταν αυτή γίνεται δυσάρεστη και άτακτη. Τελικά τι είναι αυτός ο πανικός, αυτό το άγχος, αυτή η συμφορά κι από που γεννάται;
Μα ευνόητο είναι ότι η επιθυμία είναι η μαμά της συμφοράς. Όλοι κάτι θέλουν και μάλιστα τίποτα έξω απ’ τα συνηθισμένα. Μία ασφαλή πτήση, έναν ευχάριστο γάμο, μια καλή βιντεοζωή…“Μας τα ‘παν κι άλλοι και καλύτερα”. Καθόλου δε διαφωνώ. Μα αν βρήκαμε τη μαμά της συμφοράς, ας χαιρετήσουμε και τη μαμά της μάθησης, που είναι η επανάληψη. Όταν λοιπόν κατανοήσουμε, ή μάλλον κατανοούμε (γιατί διαδικασία είναι μάλλον κι όχι στιγμή αποκάλυψης) ότι ο Ήλιος δε φωτίζει κάθε μέρα τον κόσμο επειδή και μόνο υπάρχουμε, ότι ο κόσμος θα εξακολουθεί να υπάρχει είτε υπάρχουμε είτε δεν υπάρχουμε μαζί του κι ότι είμαστε ένα απειροελάχιστο, ανάξιο λόγου αλλά υπάρχον πετραδάκι, τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι οι μνημειώδεις συμφορές και αναταράξεις στην ομαλή πορεία μας προς κάποια βερσιόν ευτυχίας/ηρεμίας αποκτούν αστείο νόημα. Δε παύει η απογοήτευση να πονάει αλλά η επίγνωσή της βαράει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Και τι μ’ αυτό; Γίνεται να μην έχουμε επιθυμίες; Γίνεται να τη βρίσκουμε όταν πάνε όλα ανάποδα και νιώθουμε πειστικότατα ότι καταρρέουμε; Όχι, βέβαια. Του καθενός η ατυχία ηράκλεια φαίνεται γι’ αυτό και συνήθως παρουσιάζεται ως άλλος Ηρακλής που καταφέρνει και τα φέρνει στο τέλος βόλτα. Αλλά όσο κι αν έχει πλησιάσει η καταστροφή, όσες κλωτσιές κι αν σου ‘χει πατήσει σε σκοτεινά σοκάκια απ’ τα οποία απλώς περνούσες για να φτάσεις εκεί που ήθελες, η συνθηκολόγηση ή η άρνηση μάλλον δε βοηθάνε.

(Καρέ απ’ την ταινία, aksonstudio.pl)
Δεν πρόκειται αυτό που δε θες να βλέπεις να περάσει, μόνο και μόνο επειδή δε θες να το βλέπεις. Δηλαδή αυτό γνωρίζω εγώ- αν κάποιος το καταφέρνει, μπορεί να με διδάξει. Αλλά οι απρόσκλητοι επισκέτες που όχι απλά παλουκώνονται αλλά και σκίζουν τους καναπέδες και κατουράνε στους τοίχους της ύπαρξής μας μάλλον μας κάνουν να καταλάβουμε ότι α) οποιαδήποτε έννοια πρόσκλησης ή μη πρόσκλησης σε αυτό το πράμα που λέγεται ζωή, είναι αστεία- καθείς κάνει ό,τι γουστάρει και β) αν αρχίσουμε να σκίζουμε και ‘μεις καναπέδες και να τα κάνουμε όπου βρούμε, διπλή δουλειά θα ‘χουμε γι’ αργότερα. Γιατί αν κάνουμε αυτά, μάλλον σημαίνει ότι δεν είμαστε (ως ανθρώπινη συμμορία) το πεφωτισμένο ον, το πολιτισμένο κι έλλογο πλάσμα, που επιβάλλεται στη πλάση με τη δύναμη του πνεύματος και του μυαλού του, σωστά; Γιατί αν κρίνουμε τους ανθρώπους απ’ τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα καλά θα ‘ταν δίκαιο να τους κρίνουμε και για την αντίστοιχη στάση στα κακά, υποθέτω…
Κι έτσι αντί να γίνει απλά ένα επεισόδιο που περνάει, ένα επεισόδιο που ο παραγωγός το έβαλε για να τεστάρει της αντοχές του ακροατηρίου, γίνεται μία ολόκληρη σεζόν όπου κάθεσαι ανήμπορος και παρακολουθείς, χωρίς να ξες το γιατί. Γιατί ένα επεισόδιο έχει αρχή και τέλος. Αλλά μια λάθος κίνηση γίνεται ολόκληρη σεζόν.
Και τελικά όταν νιώθεις πραγματικά ανήμπορος μια παρήγορη σκέψη είναι ότι η δυσκολία, το άγχος, η καταστροφή κι όλα τα συναφή είναι σαν την ευτυχία, την τάξη και την χαρά. Περαστικά.
Ετοιμόρροπες στάσεις απ’ τις οποίες μάλλον πρέπει να μετακινείσαι συνεχώς κι ας την έχεις καταβρεί.
Η κατάσταση, εν τέλει, από σκατά δε θα γίνει όχι-σκατά μ’ ένα χαμόγελο. Μακριά από ‘μας τέτοιες λήγμενες καραμέλες. Η κατάσταση θα μας φέρει σε δύσκολη θέση τεστάροντας την υπομονή, την αντοχή και ό,τι άλλο μπορεί χωρίς να ‘χουμε τον παραμικρό λόγο για αυτή. Θα είναι δύσκολα και θα πρέπει να το καταλάβουμε ότι είναι δύσκολα. Αλλά κάπως και τα δύσκολα πρέπει να αντιμετωπιστούν. Κι αν η επίγνωση και το χιούμορ παρουσιάζονται ως εν δυνάμει συστατικά για μια συνταγή που να ομοιάζει με αντίδοτο απέναντι στις ατσούμπαλες χορευτικές κινήσεις της ζωής τότε εμένα μου φαίνεται, ότι ένα μικρό βηματάκι, μία λιγότερο ισχνή ελπίδα κάπου φαίνεται.

(pinterest.com)
Φωτογραφικό υλικό