Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Σε προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στη συμπεριφορά των εταιρειών παραγωγής ταινιών και στη λογική φόρμα που ακολουθούν. Δώσαμε ιδιαίτερη βάση στην απουσία καινούργιων ιστοριών και στην ανακύκλωση των υπαρχουσών. Αυτό το άρθρο αναφέρεται σε μία επανέκδοση δοκιμασμένης ιστορίας, η οποία όμως διαχωρίζει τον εαυτό της από τις υπόλοιπες.
Ο λόγος της απόστασης είναι άκρως τραγικός και υπογραμμίστηκε από τον θάνατο του πρωταγωνιστή της, Μπράντον Λι. Ο λόγος για μία από τις πρώτες υπερηρωικές ταινίες με τίτλο: «Το Κοράκι» (1994). Η ταινία εντούτοις που θα αναλυθεί και συζητηθεί είναι το ομώνυμο «ριμέικ» της, το οποίο κυκλοφόρησε στην επέτειο των τριάντα χρόνων από την κυκλοφορία της πρώτης ταινίας. Πάμε να δούμε, όχι αν ξεπέρασε τον προκάτοχο του, αυτό είναι δεδομένα αδύνατον, αν κατάφερε να σταθεί τουλάχιστον επάξια ως νέα προσθήκη στο κινηματογραφικό σύμπαν του πρωταγωνιστή της.
Υπόσχεση:
Η πρώτη ταινία συνεπήρε το κοινό της και δημιούργησε προσδοκίες για συνέχεια με εκ νέου περιπέτειες του απέθαντου ήρωα. Η τραγική εμπειρία όμως που αποκομίστηκε από αυτή, απέτρεψε συντελεστές εμπρός και πίσω από την κάμερα να ασχοληθούν ξανά με αυτή την ιστορία. Οι παραγωγοί από την άλλη δεν διαθέτουν τέτοιες ευαισθησίες και κυκλοφόρησαν μία τριλογία με νέους χαρακτήρες, αλλά κοινή ιστορία. Οι ταινίες ακολούθησαν φθίνουσα ποιοτική και οικονομική πορεία με αποτέλεσμα ο κόσμος του «Κορακιού» να αφεθεί στην ησυχία του και να κρατήσουμε τα καλά στοιχεία. Η ακμή όμως του υπερηρωικού είδους έδωσε πάλι το έναυσμα ή καλύτερα το πρόσχημα για να ξεθαφτεί το συγκεκριμένο σύμπαν και να ζητηθεί μερίδιο της επιτυχίας διά του διαμοιρασμού. Η κούρσα για εύρεση σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή άρχισε και οι παραγωγοί ήθελαν να πλησιάσουν τους «καλύτερους» και με τονόρο αυτόν νοούνται δημιουργοί και καλλιτέχνες με εμπορικό εύρος. Για σκηνοθέτες προτάθηκαν και είχαν τις περισσότερες πιθανότητες για τη διαδοχή οι Χαβιέ Γκουτιέρεζ και Κόριν Χάρντυ, ενώ οι ηθοποιοί Λιούκ Έβανς και Τζέισον Μομόα βρέθηκαν πολύ κοντά στο να πρωταγωνιστήσουν.
Πλοκή:
Η Σέλι, μάρτυρας ενός αποτρόπαιου εγκλήματος, εισέρχεται στη φυλακή εκούσια για να προστατευτεί. Εκεί γνωρίζει έναν τρόφιμο, τον Έρικ, με τον οποίο αρχίζει να διαμορφώνει μία σχέση συμπάθειας και πάθους. Όταν οι διώκτες της βρουν τα ίχνη της στη φυλακή, ο Έρικ θα την παροτρύνει να αποδράσουν και να ζήσουν ελεύθεροι και ξέγνοιαστοι. Θα το καταφέρουν για ένα σύντομο διάστημα, αλλά η συνάντηση με τη μοίρα δε θα αργήσει. Ο Βίνσεντ Ρόγκ, ένας αδίστακτος κακοποιός με μεταφυσική διάσταση θα τους βρει και θα διατάξει τη θανάτωση τους. Πράγματι, ο Έρικ και η Σέλι θα εκτελεστούν, αλλά ο Έρικ θα επιστρέψει από τον θάνατο με τη βοήθεια του «Κορακιού» που μεταφέρει τις ψυχές στον άλλον κόσμο. Ο Έρικ δε θα σταματήσει σε κανέναν και πουθενά μέχρι να λάβει την εκδίκηση του και να επαναφέρει την αγαπημένη του στη ζωή. Ένα μονοπάτι απονομής της δικαιοσύνης και λουτρού αίματος θα σχηματιστεί από τα ίχνη του «Κορακιού» με τον Έρικ να είναι διατεθειμένος να προκαλέσει την ίδια τη διάσταση ζωής και θανάτου.
Σκηνοθεσία:
Σκηνοθέτης της ταινίας επιλέχθηκε να είναι ο Ρούπερτ Σάντερς, ένας δημιουργός που δεν έχει καταπιαστεί αποκλειστικά με τις ταινίες τρόμου, όχι στον βαθμό τουλάχιστον των προηγούμενων ονομάτων που προτάθηκαν. Γνωρίζουμε τον καλλιτέχνη από ταινίες όπως «Η Χιονάτη Και Ο Κυνηγός »(Snow hit eand the Huntsman, 2012), «Το Φάντασμα Στο Κέλυφος» (Ghost In The Shell, 2017) και την τηλεοπτική σειρά «Το Θεμέλιο» (The Foundation, 2021-). Οι μεταφορές του δεν ορίζονται από πλήρη επιτυχία, αν και λαμβάνει πόντους για την προσπάθεια του, πετυχημένη και μη.
Πρόκειται για καλλιτέχνη της γενιάς και εποχής του. Δε ξεχωρίζει από το σύνολο, αλλά οι ταινίες του βλέπονται για αυτό που είναι. Αυτό ακριβώς κάνει και στο νέο πρότζεκτ που αναλαμβάνει. Φέρνει πολλά στοιχεία της σύγχρονης εποχής στη γενικότερη αισθητική και συνολική εικόνα της ταινίας του, ενώ σκηνοθετεί τους ηθοποιούς του με τρόπο συμπεριφοράς όμοιο με τους όμοιους τους. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης ακυρώνει τόσο την πρωτογενή πηγή, το κόμικ, όσο και την «προσέγγιση Πρόγια». Σε συνεντεύξεις του σκηνοθέτη, η επιλογή αυτή φαίνεται να είναι πλήρως συνειδητοποιημένη, δεδομένης της κατακραυγής των αναγνωστών και οπαδών της ταινίας με τον ΜπράντονΛι.
Ο Σάντερς αναγκάστηκε να αλλάξει τελείως την ταινία που δυνητικά θα απέδιδε αποτίνοντας τους δικούς του φόρους τιμής για να ελαχιστοποιήσει την πιθανή εισπρακτική αποτυχία. Η επιλογή του αυτή είναι ακόμα πιο αμφίβολης επιτυχίας και επίφοβη από το να ακολουθήσει την πεπατημένη. Αυτός είναι ο λόγος, εξάλλου που κατευθύνει την ιστορία του στην ανάδειξη της σχέσης των πρωταγωνιστών. Στις προηγούμενες ταινίες αντιλαμβάνεται ο/η θεατής το βάθος της αγάπης τους. Σε αυτή την εκδοχή έχει την ευκαιρία να γνωρίσει τον λόγο του βάθους αυτού, αν βέβαια τον ενδιαφέρει. Δεν είναι λίγες οι φορές που η διατήρηση του απλού συμβάλλει στην επιτυχία. Σκηνοθέτης και σεναριογράφοι όμως γυρνούν την πλάτη σε αυτό και κατευθύνονται απευθείας προς την περιπλοκότητα και όχι αυτή του δόκιμου είδους. Συνεπώς, χάνεται το «φυσικό» διάβημα των χαρακτήρων και αρχίζουν να διαφαίνεται η συγγραφή πίσω από αυτούς. Αυτό είναι πρόβλημα και επιφέρει απώλεια ενδιαφέροντος για τους χαρακτήρες και τις πράξεις τους. Άρα, η κλιμάκωση που σημαδεύεται με εξωφρενική και ωμή βία δεν μπορεί να αγγίξει το κοινό, καθώς δεν ενδιαφέρεται πια.
Ο ρυθμός της ταινίας είναι σταθερός μέχρι το τέλος της δεύτερης πράξης. Ανεβάζει στροφές προς το τέλος, αλλά δε διασώζει κάποιο εμφανές σφάλμα. Η επιτηδευμένη ταχύτητα επιφέρει τη συνέπεια της πλήξης, αφού στο σημείο που έχουμε φθάσει, τα πράγματα και τα συναισθήματα είναι ήδη πολύ μπερδεμένα. Η σταθερότητα του ρυθμού σε βαθμό ενισχύεται και από τη διαρκή χρήση τραγουδιών. Δεν ακούγεται κάτι αξιοσημείωτο εκτός από το τραγούδιτων «Joy Division» με τίτλο: «Disorder», το οποίο ντύνει ηχητικά την σκηνή της απόδρασης. Ο τόνος δεν μπορεί παρά σοβαρός να είναι, αλλά έρχεται σε άμεση αντίθεση με τις αποφάσεις των χαρακτήρων, γεγονός που δημιουργεί άνευ λόγου σύγχυση.
Ερμηνείες:
Πρωταγωνιστής της ταινίας θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, αρκεί να είναι νέος και ωραίος, η μισή σχεδόν βιομηχανία δηλαδή! Ο ρόλος δόθηκε ωστόσο σε έναν ηθοποιό που έχει αποδείξει την αξία του, αλλά και την ποιότητα της ερμηνευτικής του ικανότητας. Αυτό δεν είναι άλλος από μέλος της παραδοσιακής οικογένειας ηθοποιών, Σκάρσγκαρντ, Μπίλ. Αυτός ο ηθοποιός έχει καταφέρει σε σύντομο χρονικό διάστημα να βρίσκεται σε όλες τις εμπορικές παραγωγές της βιομηχανίας. Αυτό δεν είναι απολύτως θετικό, δεδομένης της ποιότητας των τωρινών εμπορικών αμερικάνικων ταινιών. Θα έλεγε κανείς ότι τις βελτιώνει με την παρουσία του, αλλά δε τις διασώζει. Αυτό συμβαίνει και σε αυτή την ταινία, στην οποία είναι πρωταγωνιστής. Εν των μεταξύ τον «ρόλο» του πρωταγωνιστή τον λαμβάνει από τη μέση της ταινίας. Βελτιώνει αυτό που του δίνεται στο χαρτί και πείθει για την αλήθεια και την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του. Το άκρως χαρακτηριστικό του πρόσωπο δικαιώνει την επιλογή του, αλλά και τις συναισθηματικές του διακυμάνσεις. Σε σημεία, θυμίζει τον Χέιντεν Κρίστιανσεν, ο οποίος δε θεωρείται «ερμηνευτική επιτομή» για το ευρύ κοινό, αλλά μέσα από την ομοιότητα τους μπορεί να τον δούμε σε ρόλους έκπληξη σε άλλες ταινίες!
Συμπρωταγωνίστρια του είναι η Εφ Κεϊ Αϊ Τουίγκς, η οποία αν λάβει κανείς υπόψη του ότι δεν είναι ηθοποιός, αλλά μουσική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια, μπορεί να πει πως απέδωσε μία μέτρια μεταφορά του χαρακτήρα της. Το πλεονέκτημα των σεναριογράφων που λειτουργεί υπέρ της Τουίγκς είναι ότι στην προηγούμενη ταινία δεν γνωρίζουμε καθόλου σχεδόν τον χαρακτήρα της Σέλι. Επομένως, η πολυδιάστατη καλλιτέχνιδα δεν υπόκειται σε σύγκριση, όπως ο συμπρωταγωνιστής της και στην αρχή της ταινίας αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο. Η ερμηνεία της μπορεί να θεωρηθεί κάπως αμήχανη, όχι εξαιτίας της παρουσίας των καμερών, καθώς διαθέτει περίσσια εμπειρία μέσα από την εμφάνιση της σε πλήθος βίντεο κλιπ. Το θέμα προκύπτει στη δραστήρια αλληλεπίδραση με τον Σκάρσκαρντ. Αν δεν είχε απέναντι της έναν συναισθηματικά εκφραστικό ηθοποιό, θα μπορούσε να βρεθεί στο ίδιο ερμηνευτικό επίπεδο. Έχει όμως, και αυτό λειτουργεί με διττό τρόπο, αφού την βοηθάει στις αβοήθητες της σκηνές, αλλά εντείνει και την τρόπον τινά αδυναμία της.
Ανταγωνιστής της ταινίας είναι ο Ντάνι Χιούστον, για τον οποίον έχουμε μιλήσει σε άλλο άρθρο. Ο ηθοποιός είναι από τις περιπτώσεις ερμηνευτών που μεταφέρουν τον ίδιο χαρακτήρα σε κάθε τους εμφάνιση. Στην επιφάνεια είναι ένας εύπορος και ευυπόληπτος άνδρας της μεγαλοαστικής τάξης, στην πραγματικότητα ευθύνεται για τα χειρότερα εγκλήματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτά είναι δόλιες συμφωνίες με τους διαχειριστές του «κάτω κόσμου» και δε συμμαζεύεται! Ο χαρακτήρας του στην προσπάθεια του να φέρει έναν ανταγωνιστή αντάξιο του «Κορακιού» προσδίδει στην περιπλοκότητα του σεναρίου και δημιουργεί μία αλυσίδα με κόμπους που πνίγουν την ιστορία. Βέβαια, για τον ρόλο του «Έρικ» είχε προταθεί ο ανιψιός του, Τζάκ Χιούστον και θα ήταν ωραίο να τους δούμε να πρωταγωνιστούν αντικριστά.
Τεχνικό Κομμάτι:
Σε αυτό τον τομέα τα πράγματα είναι κάπως αδιάφορα. Δεν είναι ότι δεν λειτουργούν, είναι ότι περνούν απαρατήρητα. Εκεί που η φωτογραφία με τα διάφορα φίλτρα «Sepia» και τις σκούρες αποχρώσεις της ταινίας διαμόρφωνε κάδρα αξίας και σημασίας σε κινηματογραφικό και σχεδιαστικό επίπεδο, εδώ η εικόνα είναι καθαρή και φωτεινή. Θυμίζει την περίπτωση των ταινιών «Matrix», που η τριλογία διαθέτει μία πράσινη απόχρωση, ενώ η τέταρτη ταινία έχει ξεφορτωθεί το κατ’ εξοχήν χρώμα της. Μπορούμε όμως να σταθούμε στο ενδυματολογικό κομμάτι. Μέσα σε όλες τις αποφάσεις που λήφθηκαν για απομάκρυνση από τις προηγούμενες παραγωγές, το ζήτημα του κουστουμιού του πρωταγωνιστή έπεσε με κρότο στο τραπέζι. Διατηρήθηκε το μακρύ πανωφόρι τύπου καμπαρντίνας, αλλά μόνο αυτό. Προτιμούν να ντύσουν τον ηθοποιό με δερματοστιξίες, μοτίβα και σχέδια τατουάζ παρά να του δώσουν μία «στολή». Ο ηθοποιός υποστηρίζει την στυλιστική επιλογή με το ίδιο του το γυμνασμένο και καλλίγραμμο κορμί, αλλά η εικόνα απομένει βιαστική και φτωχή, ενώ το μακιγιάζ θυμίζει τον χαρακτήρα του «Τζόκερ», παρά το πρόσωπο που έφερε ο ΜπράντονΛι.
Αποτίμηση:
Το «Κοράκι» του 21ου αιώνα -για να απαντηθεί και το αρχικό ερώτημα- δεν κρώζει με τον ίδιο τρόπο, ίσως το κρώξιμο του να μη φθάνει πέρα από τα πλαίσια της ταινίας. Έχει θέματα που ξεκινούν από την ίδια την απόφαση για επιστροφή σε αυτό τον κόσμο και φθάνουν μέχρι την ολοκλήρωση της παραγωγής και την κυκλοφορία της. Δεν είναι ότι δεν προσπαθούν για το κάτι διαφορετικό, ενδεχομένως το κάτι παραπάνω, αλλά αποτυγχάνουν σε κάθε επίπεδο να αναπτυχθεί μία σχέση με τους ηθοποιούς, με το ταξίδι τους και στο τέλος την ιστορίας τους. Κάθε ταινία είναι ένα προϊόν, το οποίο ενίοτε φέρει καλλιτεχνικές προεκτάσεις. Αυτή δε φέρνει, και οι ηθοποιοί με την όποια εμπειρία που διαθέτουν, δεν καταφέρνουν να σηκώσουν το βάρος της κληρονομιάς.Η δική μας πρόταση είναι να αφήσουν τις υπάρχουσες ιστορίες και να «μαγειρέψουν» νέες γεύσεις με τις ίδιες συνταγές.
Θα έβαζα όπως πάντα με ταπεινότητα ένα 4,5/10 για όλα αυτά τα ζητήματα που δεν επέτρεψαν για την απόδοση μίας ευχάριστης εμπειρίας.
«Το Κοράκι» (TheCrow, 2024) εγχρ.
Διάρκεια: 1 ώρα και 51 λεπτά Είδος: Δράσης-Εγκλήματος Σκηνοθεσία: Ρούπερτ Σάντερς Πρωταγωνιστές: Μπίλ Σκάρσγκαρντ, Εφ Κεϊ Αϊ Τουίγκς, Ντάνυ Χιούστον.