.
«Εικόνων Λέξεις» – Κάθε Κυριακή στην «Κ»
.
Μια ιστορία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από μια φωτογραφία που απέστειλε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Άγγελος Κολοκοτρώνης και ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της στήλης «Εικόνων Λέξεις».
.
Επεισόδιο έκτο: «Το στρώμα της ελευθερίας»…
Στεκόταν συχνά στην άκρη της προβλήτας και μετρούσε τα κύματα. Μύριζε το άρωμά της. Όταν τον τρέλαιναν οι σκέψεις, τις φώναζε δυνατά για να τις ακούσουν τα κύματά και να τις πάρουν μακριά. Δεν έπιανε πάντα το «κόλπο», όπως χαρακτήριζε ο ίδιος αυτήν του την συνήθεια. Μετά έκανε μια μικρή βόλτα, άφηνε λίγο φαγητό, ψωμί και δυο τρία είδη πρώτης ανάγκης, κρεμασμένα σε ένα κλαδί δέντρου, αρκετά ψηλά για να μην τα φτάνουν τα αδέσποτα και πολύ χαμηλά για να τα φτάνει ένας άνθρωπος. Την επόμενη η σακούλα δεν ήταν εκεί, έτσι ήταν βέβαιος πως τα πράγματα έπιαναν τόπο. Δεν είχε σημασία ποιος τα έπαιρνε. Σημασία είχε πως κάποιος τα χρειαζόταν. Όπως χρειαζόταν και αυτός την θάλασσα με τα κύματά της. Μέσα στη σακούλα που κρεμούσε στο κλαδί, έβαζε και ένα χαρτί με μια ερώτηση και την άλλη μέρα έπαιρνε μια απάντηση σε ένα κομμάτι χαρτί που το έβρισκε «καρφιτσωμένο» στο κλαδί.
Την τελευταία φορά είχε γράψει στο χαρτάκι του μια ερώτηση «Τι είναι για εσένα ‘’Ελευθερία’’;» Την επόμενη η σακούλα έλειπε αλλά στο κλαδί δεν υπήρχε το αντίστοιχο χαρτάκι με την απάντηση. Έγραψε την ίδια ερώτηση και την επόμενη και την μεθ’ επόμενη μέρα, αλλά και πάλι δεν πήρε απάντηση. Σκέφτηκε πως αυτός που έπαιρνε ότι εκείνος άφηνε δεν ήθελε να συνεχίσει την ιδιόρρυθμη αυτή επικοινωνία έτσι δεν ξαναέβαλε ποτέ χαρτί. Εκτός από μία τελευταία που έγραψε «σε ευχαριστώ που δέχεσαι την βοήθειά μου, με κάνεις να νοιώθω λίγο καλύτερος άνθρωπος και αυτό δεν μπορώ να στο ξεπληρώσω.»
Για μερικές μέρες δεν πήγε να σταθεί στην προβλήτα που αγνάντευε την θάλασσα. Ένοιωθε πως δεν είχε τίποτα να μοιραστεί με τα κύματα, ούτε με τους αφρούς, ούτε με τον άνθρωπο που καθρεπτιζόταν στα νερά της, όταν ήταν ήρεμη. Δεν παρέλειπε όμως να αφήνει την σακούλα με τα πράγματα στο κλαδί, που ήταν αρκετά ψηλό για να μην την φτάνουν τα αδέσποτα και αρκετά χαμηλό για έναν άνθρωπο. Ασυναίσθητα κάθε φορά που έφευγε το βλέμμα του έπεφτε στο άδειο κλαδί, που έπαιζε για κάποιο καιρό τον ρόλο του γραμματοκιβωτίου….

Έκανε κρύο εκείνο το πρωί. Η προβλήτα ήταν εντελώς άδεια. Περιέργως κανείς δεν έβγαλε το τετράποδό του βόλτα, κανείς δεν έκανε την πρωινή του άθληση, κανείς δεν καθόταν βαριεστημένος, σε ένα από τα πολλά παγκάκια πίνοντας τον καφέ του. Μόνο μια γυναίκα στεκόταν όρθια, με την πλάτη γυρισμένη προς αυτόν και το πρόσωπο στραμμένο στην θάλασσα . Όσο και να προσπαθούσε κανείς να μαντέψει την ηλικία της από πίσω, ήταν σχεδόν αδύνατο. Παρότι έκανε πολύ κρύο, ήταν ντυμένη με ένα όχι και τόσο ζεστό ρούχο. Στεκόταν ακίνητη αρκετή ώρα και για έναν περίεργο λόγο, από ολόκληρη την προβλήτα αυτή στάθηκε στο ίδιο σημείο που συνήθως στεκόταν εκείνος.
«Πλησίασε» είπε. Η φωνή της ήταν καθαρή και νεανική, παρόλο που το πρόσωπό της ήταν αρκετά κουρασμένο. Όταν ο άντρας πλησίασε στάθηκε δίπλα της, αρκετά μακριά όμως για να μην την κάνει να νοιώσει άβολα. «Έλα πιο κοντά» είπε τότε εκείνη ενώ δεν πήρε ούτε ένα λεπτό το βλέμμα της από εκεί που κοίταζε. «Σας γνωρίζω;» Ρώτησε ο άντρας.
«Όχι. Και αυτό είναι το ευχάριστο, δεν με γνωρίζεις αλλά με φροντίζεις» .
«Σας φροντίζω; Με ποιον τρόπο;»
«Ρωτάς για μένα.»
«θα έγινε κάποια παρεξήγηση, νομίζω πως δεν σας γνωρίζω, σας βλέπω πρώτη φορά .»
«Αυτό είναι αλήθεια, όπως και να χει ήρθα εδώ σήμερα για να απαντήσω στο ερώτημά σου, σκέφτηκα πολύ αν έπρεπε να το κάνω αλλά στο τέλος θεώρησα πως αξίζει να προσπαθήσω. Μπορείς να με ρωτήσεις, ή μπορείς να ψάξεις να βρεις ο ίδιος την απάντηση. Όλα είναι θέμα χαρακτήρα».
Ο άντρας έσκυψε το κεφάλι να σκεφτεί, όταν όμως το σήκωσε η γυναίκα είχε απομακρυνθεί. Είχε φτάσει αρκετά μακριά και όσο ο ίδιος προσπαθούσε να την προλάβει τόσο πιο πολύ εκείνη απομακρυνόταν, στην ράχη της θάλασσας. Γύριζε και τον κοιτούσε. Πότε το πρόσωπό της ήταν γερασμένο και πότε εφηβικό.
Τον ξύπνησε ο άθλιος ήχος από το ηλεκτρονικό ξυπνητήρι. Σηκώθηκε και ένοιωθε κατάκοπος, ετοιμάστηκε, έβαλε αρκετό από το φαγητό που μαγείρεψε το προηγούμενο βράδυ, σε κάποια συσκευασία μιας χρήσης. Έβαλε μια οδοντόβουρτσα, μια οδοντόπαστα και ένα σημείωμα που έγραφε «Γιατί χάθηκες;» στην σακούλα που θα κρεμούσε στο κλαδί και όπως έκανε κάθε μέρα πήγε να συναντήσει την θάλασσα που τόσο αγαπούσε. Μόνο που σήμερα πρώτα πέρασε και κρέμασε την σακούλα στο ίδιο δέντρο, στο ίδιο κλαδί που ήταν αρκετά ψηλά για να μην το φτάνουν τα αδέσποτα και αρκετά χαμηλά για να το φτάνει ένας άνθρωπος.
Καθώς πλησίαζε στην θέση που πάντα στεκόταν θυμήθηκε το όνειρο που είδε. Δεν πίστευε στα όνειρα, άλλα αυτό τον είχε επηρεάσει.
«Τα μισά της χιλιάδας πεντακόσια.» άκουσε μια φωνή δίπλα του γύρισε και κοίταξε, ήταν μια γυναίκα πάνω από τα εξήντα, έφτανε δεν έφτανε στον ώμο του, φορούσε ένα πλεκτό κόκκινο σκούφο. Το πρόσωπό της ήταν «σκαμμένο» από τις ρυτίδες, αλλά φωτεινό και χαμογελαστό. Τα ρούχα της πολύχρωμα και αταίριαστα μεταξύ τους, και τα πόδια της προστάτευαν από το κρύο δυο μάλλινες κάλτσες διαφορετικού χρώματος και ένα ζευγάρι κόκκινες γαλότσες. «Σε ευχαριστώ που με φροντίζεις.» είπε και σηκώνοντας το χέρι έδειξε στον άντρα την σακούλα, που πριν λίγο είχε κρεμάσει στο κλαδί. Ο συνομιλητής της ένιωσε αμήχανα, δεν πίστευε πως θα γνωρίσει ποτέ τον άνθρωπο που άφηνε τα μηνύματα στο κλαδί. Δεν του ήταν εύκολο να αντικρίσει το έντονο βλέμμα της και έσκυψε το κεφάλι.
«Τα ίδια έκανες και σε ‘’αυτήν’’, έσκυψες το κεφάλι και δεν της αρέσει να σκύβεις το κεφάλι, έστω και από σεμνότητα. Πως σε λένε;». «Λευτέρη» απάντησε ο άντρας που ένοιωθε πως το μυαλό του, του παίζει άσχημα παιχνίδια. «Λοιπόν Λευτέρη, τι θα έλεγες να σου απαντήσω στην ερώτησή σου με μια σύντομη ξενάγηση.»
Για λίγη ώρα περπάτησαν στην προβλήτα. Ύστερα χώθηκαν μέσα στο πάρκο και σε λίγο έφτασαν σε ένα από τα αναψυκτήρια, που τώρα δεν προσέφερε τις υπηρεσίες του στους πλανόδιους πελάτες του. «Εδώ είναι η τραπεζαρία μου.» είπε η γυναίκα και έδειξε ένα πεζούλι που με άνεση μπορούσε να κάτσει κανείς και να φάει κάτι που θα κρατά όμως στο χέρι. «Εδώ είναι ο νιπτήρας μου.» συνέχισε η γυναίκα και έδειξε μια εξωτερική βρύση που ο καθένας θα μπορούσε να την χρησιμοποιήσει. «Και τέλος εδώ είναι η κρεβατοκάμαρά μου και αυτό είναι το κρεβάτι μου» είπε κλείνοντας την ιδιότυπη ξενάγηση και του έδειξε σε μια γωνιά μπροστά από δυο τρία σκαλοπάτια, ένα χαρτόνι που χώριζε τα βράδια το κορμί της γυναίκας, από το παγωμένο τσιμέντο. Επάνω ήταν απλωμένη μια κουβέρτα. Αυτό ήταν όλο. «Δεν είναι δύσκολο να ζεις έτσι;» ρώτησε ο Λευτέρης. «Καθόλου δύσκολο». Απάντησε για αρχή η γυναίκα με το κόκκινο πλεκτό σκουφί και καθαρίζοντας ένα μήλο συνέχισε. «Δεν είναι καθόλου δύσκολο, γιατί δεν σκύβω ούτε από αιδώ το κεφάλι μου. Δεν μου λέει κανένας τι ώρα να κοιμηθώ, ή τι ώρα να ξυπνήσω. Δεν μπορεί κανένας να με απειλήσει πως θα μου κόψει το ρεύμα, εάν δεν το πληρώσω στερώντας το φαγητό στα παιδιά μου. Μιλάω μόνο με αυτούς που θέλω και όχι με αυτούς που πρέπει ή επιβάλλεται να μιλήσω. Τα βράδια που η παγωνιά κάνει παρέλαση στην γειτονιά, σκέφτομαι πως το ζεστό κρεβάτι που θα είχα, θα πάγωνε από τις σκέψεις για το πως θα τα καταφέρω με τις δόσεις του δανείου. Όταν πέφτω να ξαπλώσω δεν λέω θεέ μου τι με περιμένει αύριο, λέω ωραία που ήταν η μέρα σήμερα. Δεν διαβάζω τα βιβλία για να κερδίσω κάτι, τα διαβάζω γιατί μου αρέσει. Δεν ψιθυρίζω τα βράδια τα τραγούδια που μου αρέσουν, για να μην ενοχλήσω τους γείτονες, τα τραγουδάω δυνατά και με σεκοντάρουν ουρλιάζοντας τα αδέσποτα. Δεν με διώχνουν από πουθενά γιατί φεύγω μόνη μου. Όταν πεινάω, ευχαριστώ την κοιλιά μου που κάνει υπομονή και δεν βάζει φιτίλια στο μυαλό μου, να πάει με σκυμμένο το κεφάλι στην υπηρεσία κάποιου, που ποτέ δεν θα μου δώσει αυτά που αξίζω. Δεν έχω κανέναν να με κυβερνά και δεν κυβερνώ κανέναν. Όταν με παίρνει το παράπονο καμιά φορά που δεν έχω τίποτα, γιατί με πιάνει, σκέφτομαι πως το τίποτα είναι ίσως καλύτερο από τα πολλά, που μπορεί να τα έχεις αλλά ανά πάσα ώρα και στιγμή, μπορεί με ένα φύσημα του ανέμου να τα χάσεις. Εγώ, δεν έχω τίποτα να χάσω και αυτό κάνει όσους έχουν, να με φοβούνται. Δεν έχω τίποτα, αλλά μπορώ να κοιτάζω τους ανθρώπους χωρίς να φοβάμαι, πως θέλει κάποιος κάτι να μου πάρει. Σέβομαι την κάθε μπουκιά που τρώω και έχω όσα μου δώσουν αυτοί που νομίζουν πως αξίζω να υπάρχω. Δεν λέω σε κανέναν τι να κάνει , αλλά ότι κάνει να το κάνει επειδή το θέλει όχι επειδή του το είπαν ή γιατί έτσι πρέπει.»

Δεν είπε κανένας τους άλλη κουβέντα. Καθώς ο Λευτέρης απομακρυνόταν γύρισε και την ρώτησε «Πως σε λένε;» Η γυναίκα χαμογέλασε «Είμαστε συνονόματοι, Ελευθερία με λένε.»
Την άλλη μέρα ο άντρας άφησε την σακούλα με το φαγητό στο κλαδί δεν πρόλαβε να κάνει μερικά βήματα και είδε έναν ρακένδυτο άντρα που τραγουδούσε δυνατά να ξεσκαλώνει την σακούλα από το κλαδί. Τον παραξένεψε το γεγονός και τον παρακολούθησε να δει που θα πάει. Ο άντρας πήγε και κουκουλώθηκε στο κρεβάτι της Ελευθερίας. Άνοιξε την σακούλα και αφού την ψαχούλεψε βρήκε το χαρτί που είχε βάλει μέσα ο Λευτέρης το διάβασε, έβγαλε από την τσέπη του μπουφάν του, ένα χαρτί και στυλό. Έγραψε κάτι μετά επέστρεψε στο δέντρο από όπου πήρε την σακούλα και κάρφωσε το χαρτί στο κλαδί, εκεί που έβρισκε την «αλληλογραφία» του ο Λευτέρης. Μετά επέστρεψε στο «κρεβάτι» του.
Ο Λευτέρης πήρε το θάρρος και τον πλησίασε. «Συγνώμη που σας ενοχλώ, αλλά εδώ δεν μένει η Ελευθερία;» ο άντρας τον κοίταξε και ξέσπασε σε γέλια μετά του είπε «Η ελευθερία μένει παντού, γύρω σου και μέσα σου. Τώρα αν την ψάχνεις εδώ, τι να σου πω, ίσως να έχεις δίκιο, ίσως αυτό είναι το σπίτι της και εδώ που κάθομαι το στρώμα της .»
Ο Λευτέρης του χαμογέλασε και έφυγε. Πήγε και στάθηκε στο αγαπημένο του σημείο στην προβλήτα, ψιθύρισε τα παράξενα όνειρά του στα κύματα αποφασίζοντας να μην σκύψει ποτέ ξανά το κεφάλι του, ούτε καν από σεμνότητα. Γιατί τώρα για ένα πράγμα ήταν σίγουρος, πως αυτό δεν αρέσει καθόλου μα καθόλου στην Ελευθερία.
Σταύρος Παρχαρίδης. 16-1-2021.
Άγγελε Κολοκοτρώνη σε ευχαριστώ για την φωτογραφία και την εμπιστοσύνη.
—
Δείτε όλες τις δημοσιευμένες ιστορίες των «Εικόνων Λέξεις» με μια ματιά, εδώ
—
«Εικόνων Λέξεις»:
Η νέα εβδομαδιαία (κάθε Κυριακή) στήλη του Kulturosupa.gr και Σταύρου Παρχαρίδη προκαλεί και προσκαλεί καλλιτέχνες & αναγνώστες.

.
Απαθανατίστε στέλνοντας μας μια εικόνα και με αφορμή την φωτογραφία σας θα γραφτεί μια ιστορία στην “Κ” από τον Σταύρο Παρχαρίδη που αργότερα θα εκδοθεί σε ένα βιβλίο, έτσι οι «κρυφές ιστορίες αδάμαστων εικόνων» θα γίνουν ο σιωπηλός μάρτυς των λέξεων που κρύβουν οι εικόνες. Δείτε σχετικά εδώ.
*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.
Φωτογραφικό υλικό