* Σε όλα τα θέματα, είναι υγιές, πότε-πότε, να κρεμάς ένα ερωτηματικό στα πράγματα που θεωρείς από καιρό δεδομένα.
ΝΤΡΟΠΙΑΣΜΕΝΗ ΕΝΤΡΟΠΙΑ: Να μαθαίνεις Χ Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά
2ος κύκλος, σημείο 1ο
* Να μαθαίνεις
Προς κατεδάφιση
οι σπασμένοι καθρέφτες είναι γκαντεμιά
δείχνουν τα πράγματα όπως πραγματικά είναι
στις ρωγμές τους στριμώχνεται η άβολη πραγματικότητα
τα ψιμύθια δεν κάνουν- το δέρμα αιμορραγεί αλήθεια
η ελπίδα για δάκρυα η μόνη ελπίδα ότι κάτι μπορεί ίσως να γεννηθεί
οι αυταπάτες επιδίδονται σε ξέφρενη παλλακεία κάνοντας τα πιο βολικά οικεία
μα είν’ ακριβές, σπάταλες κι αχόρταγες ποτέ δεν ήξερες ούτε κι αν ρώταγες
πίστευε πίστευε πίστευε πίστευε πίστευε πίστευε
ερεύνα ή και μη
τόση βαριά, τυφλή πίστη, τη γέμισες τη ζωή σου, δε χωράνε άλλα, ασφυκτιά ό,τι δεν κραυγάζει
φτάνεις να ηχογραφείς τον εαυτό σου μήπως κι αναγνωρίσεις τη φωνή σου
πού τελειώνει η χροιά πού αρχίζει η παράσταση
πού να πιαστείς, σπάσαν τα δεκανίκια, έπεσες, σέρνεσαι
η γη έχει τελικά χαμηλότερα απ’ όσο νόμιζες και η θέα απ’ τα σκουλήκια δε θα σε σώσει απ’ αυτά που είναι μέσα σου
άπιστα είδωλα, αγνώμονα, που τα δημιούργησες προσεκτικά να σε προσέχουν
κι αυτά σε ξεγύμνωσαν από σιγουριά και σταθερότητα
πώς τολμάνε να σ’ εγκαταλείπουν τώρα που τα ‘χεις ανάγκη
τώρα που θες από κάπου να κρεμαστείς
έπεσαν όλα, έπεσαν και σε πλάκωσαν και παραείσαι αδύναμος πια να σηκώσεις το παραμικρό
κάποτε δε σήκωνες μύγα στο σπαθί σου, τώρα δε σηκώνεσαι απ’ τα κατάβαθα της κατάντιας σου
μη φοβού- όλα faux ήταν και τότε
απ’ τις ρίζες μέχρι τ’ “άνθη” όλα ήταν λουσμένα θειάφι κι άρνηση
τα τραπουλόχαρτα με πιο μεγάλη χάρη πέφτουν
η τάξη ήταν τόσο ισχυρή όσο η κανονικότητα και στην πρώτη αναποδιά σκόρπιος βρίσκεσαι στη δίνη του μυαλού σου να μετράς δίκια κι άδικα
* Μπορεί κανείς να φυλακιστεί σ’ ένα δωμάτιο με ξεκλείδωτη πόρτα, αν τυχόν η πόρτα ανοίγει προς τα μέσα και δεν του περάσει απ’ το μυαλό να τραβήξει αντί να σπρώξει.
*Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά
Απ’ την αρχή
ο παράδεισος είναι επίγειος, προσωπικός, άρρητος και περιορισμένης χωρητικότητας
επίγειος, γιατί αλλού δεν έχει
προσωπικός, γιατί τα σχέδια από ξένο χέρι δε γίνονται, όσο μελετημένα, γοητευτικά και δοκιμασμένα
άρρητος, για να επικοινωνεί και με το αλλού που συγγενεύει (αν έχεις τύχη, και με του άλλου)
και περιορισμένης χωρητικότητας, για να μη χαραμίζεται, σαν resort ανάξιων παραθεριστών
τα λόγια πάντα μουντζουρώνουν, κανένας δεν έζησε μιλώντας, κανείς δε μίλησε για να φτάσει κάπου
φοβερή η καταδίκη στη γλώσσα, απαίσιο το να σκέφτεσαι με λέξεις (δη λέξεις που ‘χεις μάθει)
καταπίνουν μυριάδες άκακοι τσαρλατάνοι κομπάζοντας γλοιωδώς παχιά λεξικά με λήμματα αξεπέραστα
σ’ εκθέσεις μάθανε να ζουν, σε οργανωμένες παραγράφους
τακτοποιημένα γραπτά, σε γραμμές και περιθώρια χαραμισμένοι
με επιμέλεια και φειδώ για μια τελειότητα κενή προικισμένοι
το τίποτα ιδανική αρχή να χτίσεις ένα φτωχικό στου πουθενά την αντιπαροχή
τ’ αυθαίρετα της φαντασίας είναι αυτά που αξίζει να φτιάξει κανείς κι ας γκρεμιστούν απ’ τον τυφώνα της πραγματικότητας, κι ας καούν απ’ τη λαίλαπα του συνηθισμένου
κάπου υπάρχει η ισορροπία- το θράσος της αποφασιστικότητας για ζωή και η συστολή του συνειδητά επιλεγμένου βίου
κάπου πριν τους δρόμους και τα μονοπάτια, τις συνταγές και τους οδηγούς, τις υποσχέσεις και τα προγράμματα, υπάρχει ένας χώρος με περίεργα λουλούδια που ίσως ποτέ να μην ανθίσουν
αλλά υπάρχουν
θυμίζοντας στους εξ επιλογής αλλιώτικους ότι υπάρχει κάτι άλλο απ’ τα εμπορικά παρτέρια
ΠΗΓΕΣ:
* Russell, Bertrand.
* Wittgenstein, Ludwig.
* Πατρίκιος, Τίτος. “Να μαθαίνεις” Ποιήματα ΙΙΙ: 1959-1973, 1973.
* Ελύτης, Οδυσσέας. Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά, 1971.
* Matisse, Henri. Goldfish. 1912.
* Klimt, Edvard. The Virgin. 1913.