* Σε όλα τα θέματα, είναι υγιές, πότε-πότε, να κρεμάς ένα ερωτηματικό στα πράγματα που θεωρείς από καιρό δεδομένα.
ΝΤΡΟΠΙΑΣΜΕΝΗ ΕΝΤΡΟΠΙΑ: Τείχη Χ Αμοργός
2ος κύκλος, σημείο 3ο
το μεγαλύτερό μου έργο, το πιο προσεγμένο, λεπτοδουλεμένο όσο ασυνείδητο
μια άδοξη απόσυρση σε μορφή δόγματος
θαύμα της αρχιτεκτονικής, απότοκο μιας υπερβατικής αποφασιστικότητας
τα τείχη μου δυναστεύουν μεγαλειώδη και απόρθητα τον κόσμο μου
μακριά απ’ τον κακόγουστο πολεοδομικό όλεθρο των συνηθισμένων κανονικών (ο χύδην όχλος ποτέ δε μου έκανε)
φαίνονται από μακριά αδιαπέραστες, τσιμεντένιες ασπίδες που κρύβουν κάθε φως ή εναλλακτική (ονειρεμένοι αντίλαλοι πού πήγατε;)
κάθε μεσημέρι έκανα ότι δεν έβλεπα
το βράδυ, με τα καλά μου, άπλωνα τούβλα
η πλάτη μου μόνο σ’ αυτά δεν παραπονιόταν, σ’ αυτά έβρισκε κάπου συγγενείς
υπερωρίες με πρόθυμο υποτακτικό εργολάβο, εργάτη κι αρχιτέκτονα
να προστατευτώ πήγα, και κατέληξα φυλακισμένος
συντροφιά η μελωδία δικαιολογημένης πλην αρειμάνιας αυταρέσκειας και ειλικρινών συν απατηλών ονείρων
παραφωνίες παλιά, τώρα μόνο ερινύες
η αιδήμων σιγή με κορυβαντισμό αρπάζει τώρα το ελάχιστο οξυγόνο που στριμώχνεται να περάσει
ένιωσα κάτι αληθινό, δέος, κοιτώντας το περιφραγμένο της αζωής μου
τι λεπτοδουλειά, τι στυλ!
αριστουργηματική εκτέλεση
όλων των προοπτικών που μπορεί να είχα
ο καιρός δεν είναι εχθρικός, είναι χειρότερο, Α δ ι ά φ ο ρ ο ς
και πώς να ζήσω χωρίς τα τείχη μου, αφού τύχη δεν έχω να διαβώ
τ’ αχούρια, οι τρώγλες τους καλύτερη λύση είναι;
βουλιάζω όσο κάθομαι, κάθομαι και περιμένω, μέχρι τρυγός θα ρίχνω κλεφτές ματιές
μπορεί κανείς να θελήσει να ξαποστάσει
πόσα σύμπαντα, σε κάποιον κόσμο θα ‘μαι κι εγώ ευτυχισμένος σ’ αυτόν;
ξέχασα τι είχα να κάνω Έξω αλλά θυμάμαι ότι κάτι είχα γιατί να το θυμάμαι
τώρα κλεισμένος στο αέναο κάτι, φαντάζομαι κάπου πιο πράσινο γρασίδι, ανθισμένο έξω απ’ την καταραμένη δεσποτεία μου
φρόντισα να μην μπορώ να επιστρέψω, η σκιά των επιλογών μου ορθώνεται σαν τοξικό ουράνιο πέπλο
το κατεβάζω, το τυλίγομαι, γιατί με κούρασε η αδαμιαία περιβολή των παθών μου
δεν πήρα είδηση, με ή χωρίς συνείδηση, ασφαλής και ξεχασμένος στο
οχυρό μου
“χρόνου φείδου” μου λέω
λες και μετράει ο χρόνος για αυτοανακηρυγμένους Ροβινσώνες
* Μπορεί κανείς να φυλακιστεί σ’ ένα δωμάτιο με ξεκλείδωτη πόρτα, αν τυχόν η πόρτα ανοίγει προς τα μέσα και δεν του περάσει απ’ το μυαλό να τραβήξει αντί να σπρώξει.
όλα μαραμένα, περασμένα κι αγύριστα
δυστυχώς όχι ξεχασμένα (τουλάχιστον αυτά που δεν έζησα)
ό,τι έρπεται μάλλον είναι πιο κατανοητό σε μένα μα επιμένω να κοιτάζω προς τα πάνω
δε σέβομαι τα ψεύτικα, άσχημα σκηνοθετημένα δάκρυα αλλά είναι κι αυτά μια ευχαρίστηση
η εναλλακτική, σάπιες καλημέρες κι εμπόρια, που από καιρό έχω ξεχάσει
η αποκάλυψη δεν είναι ένα χαώδες, δυστοπικό σκηνικό, είναι η καθημερινή αποσύνθεση της ωμά μαγειρεμένης σάρκας
ο τρόμος βασιλεύει σε βομβαρδισμένα από ενδοσκόπηση τοπία
ποιος χρόνος υπάρχει σε έναν κόσμο με μόνη εποχή τη φαντασία
ποιος να ζήσει σε μια ατμόσφαιρα που ρουφάει κάθε ίχνος ζωής
υπερασπίζομαι διαρρήδην την επίγεια κόλαση που κυοφόρησα, γιατί τα δάκρυα, τα αίματα, τα κουφάρια κι οι αγέρηδες υπάρχουν με ειλικρίνεια
ποιος να κρύψει το παράπονο κι από ποιον
αλλά τουλάχιστον την αυλή μου, τα τείχη μου, τα ‘χτισα για να φυτρώσω κάτι άλλο από ματαιότητα
έστω κάπως προσπάθησα, η αγοραστή βολή καλύτερη δεν είναι
ΠΗΓΕΣ:
* Russell, Bertrand. * Wittgenstein, Ludwig. * Καβάφης, Κωνσταντίνος Π. “ΤΕΙΧΗ” Ποιήματα, 1984. * Γκάτσος, Νίκος. Αμοργός (μέρος), 1987. * Claesz, Pieter. Still Life with a Skull and a Writing Quill. 1628. * Fyt, Jan. A Partridge and Small Game Birds. Δεκαετία 1650.
1ος κύκλος σημείο 1, 2ο, 3ο, 4ο, 5o, 6o…