Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου
Είναι από τη μια τα μοντέρνα διακοσμητικά αξεσουάρ, με την αφαιρετική γραμμή, το σύγχρονο ψυχρό ντιζάιν, την πρωτοπορία τους, ίσως την ευρηματική φαντασία… Είναι κι από την άλλη τα παλιά κεντήματα. Τα φτιαγμένα στο χέρι. Πιθανόν με ατέλειες, χωρίς τίποτα «πρωτοπόρο» ή «ευρηματικό», προσκολλημένα στην παράδοση, μα ποτισμένα συναίσθημα μέχρι την τελευταία βελονιά… τα αγγίζεις και νιώθεις να σε διαπερνά η ενέργεια του επιδέξιου χεριού που κέντησε με μεράκι πάνω τους έναν κόσμο αλλοτινό γεμάτο γλυκόπικρες μνήμες… Η δύναμη και αναλλοίωτη αξία του χειροποίητου. Έτσι όπως μας τα θύμισε η παράσταση «Η Προίκα» σε κείμενο της Μπέτυς Μαγρίζου και σκηνοθεσία Φώτη Μακρή, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αυλαία.
Ο μονόλογος μιας ώριμης μοναχικής γυναίκας, της Αρετής… που την ημέρα των γενεθλίων της- συμπτωματικά την σημαδιακή ημερομηνία «8 Μαρτίου», νιώθει την ανάγκη να εξομολογηθεί… να ανοίξει το μπαούλο με τα προικιά που για χρόνια αποθήκευε με λαχτάρα και προσδοκίες, και μαζί του να ανοίξει διάπλατα την ψυχή της, καθώς οι μνήμες ξεπηδούν αθέλητα μέσα από λουλουδάτα τραπεζομάντηλα, κεντημένα μπουρνούζια, κιτρινισμένες φωτογραφίες… και στη μέση η Αρετή να αναθυμάται άλλοτε με πίκρα και καημό κι άλλοτε με σαρκασμό και γέλιο, τους νεανικούς έρωτες που τη σημάδεψαν, τα φαιδρά προξενιά στη «μεγαλοκοπέλα», τη μάνα και την κακοπαντρεμένη αδελφή με το «κουσούρι», τον άρρωστο πατέρα που γηροκόμησε, τη στερημένη από χαρά ζωή της μέσα σε ασφυκτικό κλοιό… μένοντας ολομόναχη στα 58 της, αποξεχασμένη, να περιμένει με λαχτάρα να χτυπήσει το τηλέφωνο ή να της φέρει ο ταχυδρόμος ένα πολυπόθητο μήνυμα… Γιατί παρ όλα αυτά, επιμένει να «ζήσει»!

.
Ξεχείλιζε από συναίσθημα και αλήθεια (+) το καλογραμμένο, φροντισμένο στη δομή του, κείμενο της Μπέτυς Μαγρίζου. Χωρίς να διαθέτει κάτι εντυπωσιακό στη φόρμα ή το περιεχόμενο, κατάφερε με την ειλικρίνεια και την απλότητά του να αγγίξει ουσιαστικά, να μεταδώσει αυθεντική συγκίνηση, μέσα από γυναικεία βιώματα μιας γενιάς, αφοπλιστικά οικεία… Στερεότυπα που σημάδεψαν μια εποχή – με κατάλοιπα μέχρι σήμερα σε κλειστές κοινωνίες- όπου ο έρωτας «πλήρωσε» βαρύ τίμημα, θυσιασμένος σε καθωσπρεπισμούς, άγραφους νόμους απαγορεύσεων, σκληρές κοινωνικές συμβάσεις, αφήνοντας πίσω θύματα του «ανεκπλήρωτου»… κι ο τίτλος της γεροντοκόρης που δεν ευτύχησε στα προξενιά και χρόνια ολόκληρα «αερίζει» άδικα τα προικιά της στο μπαούλο, να σφραγίζει σαν ρετσινιά τη βαριά μοναξιά και τα ματαιωμένα όνειρα… Και ενώ η ουσία του κειμένου ήταν βαθιά τραγική κι ανθρώπινη, η συγγραφέας απέφυγε επιμελώς την παγίδα του μελοδραματισμού, διατηρώντας την ισορροπία με ανάλαφρες χιουμοριστικές πινελιές και αέρα αισιοδοξίας ιδιαίτερα στο φινάλε, ενώ επιπλέον δεν περιορίστηκε σε μια επίπεδη γραμμική αφήγηση, αλλά έστησε μια ενδιαφέρουσα πλοκή, ελκυστική για τον θεατή, με εμβόλιμες στιγμές «μυστηρίου- αγωνίας»…
Η σκηνοθεσία από τον Φώτη Μακρή, ακολούθησε το πνεύμα απλότητας του συναισθηματικού κειμένου, προσεγγίζοντάς το με λιτότητα, ευαισθησία, ειλικρίνεια, σεβόμενος τις «συμβάσεις» που υπαγόρευαν η νοσταλγία μιας συγκεκριμένης εποχής, αλλά και ο χαρακτήρας μιας συγκεκριμένης ηρωίδας. Με δεδομένη τη δυσκολία στη σκηνική απόδοση ενός αφηγηματικού μονολόγου ώστε να αποκτήσει θεατρικότητα με ενδιαφέρον, εν προκειμένω το εγχείρημα υπήρξε επιτυχημένο, καθώς για μία ώρα τα μάτια μας δεν ξεστράτισαν από τη σκηνή, ενώ το πληθωρικό συναίσθημα εύρισκε καίριο στόχο, μέσω της ερμηνείας και σωστής καθοδήγησης της ηθοποιού…. Σε μια αφήγηση με θεατρικό όγκο, ισορροπημένη κινητικότητα, σωστές κορυφώσεις, συχνές εναλλαγές ανάμεσα σε χιούμορ, εντάσεις ή στιγμές «αγωνίας», σε μια ατμόσφαιρα που απέπνεε νοσταλγία, τρυφερότητα, άρωμα οικείας καθημερινότητας… κι όπου όλα κυλούσαν φυσικά, πειστικά κι αβίαστα, αναδεικνύοντας σε πρώτο πλάνο τον τραυματισμένο ψυχισμό και την αλήθεια μιας ηρωίδας με αυθεντικότητα. Κι όσο για το φινάλε, η «αμφισημία» του γέλιου οδήγησε σε κατάληξη απροσδόκητη, ανοιχτή σε ποικίλες ερμηνείες…
Την «γεροντοκόρη» Αρετή υποδύθηκε η Στέλλα Παπαδημητρίου και όντως η λέξη αυθεντικότητα για την ερμηνεία της, είναι ό,τι πιο ταιριαστό, καταφέρνοντας χάρη σε αυτήν να αγγίξει βαθιά…Μια ερμηνεία που συνδύασε ανάλαφρο, χαριτωμένο χιούμορ με αμεσότητα και απεύθυνση στο κοινό, αφήνοντας ωστόσο να διαφανεί στο βάθος η κρυμμένη πίκρα, ταυτόχρονα με δραματικές εντάσεις δοσμένες ισορροπημένα, αληθινά, χωρίς μελό υπερβολές. Η εκφραστικότητα λόγου και προσώπου, η προσεγμένη κινησιολογία και στάση σώματος, οι μελετημένες μικρές λεπτομέρειες, έδωσαν πειστική υπόσταση σε μια ηρωίδα απόλυτα αναγνωρίσιμη και οικεία, με πηγαίο συναίσθημα, βαθιά τραγική μέσα στη στέρησή της και ταυτόχρονα «διαθέσιμη» να γευτεί τη χαρά της ζωής.
Ένα αφαιρετικό σκηνικό παλιών επίπλων στο οποίο δέσποζε το μπαούλο με την προίκα, έδωσε το ρομαντικό, νοσταλγικό στίγμα του έργου, ενισχυμένο κατάλληλα από ρετρό τραγούδια εποχής και το ταιριαστό- συντηρητικό φόρεμα της ηρωίδας, ενώ οι φωτισμοί θα μπορούσαν να μετέχουν πιο ενεργά και ατμοσφαιρικά.
Καταλήγοντας (=), αυτό που στο τέλος «μετράει» κι εν πολλοίς αποτελεί βασικό κριτήριο για μια παράσταση, είναι το πώς φεύγει κανείς από αυτήν… με τί συναισθήματα, σκέψεις, εικόνες… Και εδώ δεν θα ισχυριστούμε ότι είδαμε μια παράσταση εμπνευσμένη ή εντυπωσιακή ή με βαθιά νοήματα και λοιπές μεγαλοστομίες… είδαμε μια παράσταση συμβατική- παραδοσιακή, που όμως με την ειλικρίνεια, την απλότητα, την τρυφερότητα, τη γλυκόπικρη γεύση της, άγγιξε ευαίσθητες χορδές με άρωμα νοσταλγίας… κάπως σαν ευεργετικός ψίθυρος εν μέσω κραυγών… κάπως σαν χειροποίητο κέντημα από χέρια αγαπημένα… Και δεν μπορείς να μην το εκτιμήσεις.
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
5,8 ΣΤΑ 10
.
-ΕΙΔΑΜΕ κιν/κέ
Φωτογραφικό υλικό