Ο πρώτος, αυτονόητος προβληματισμός εκφράζεται με το ερώτημα «τί σημαίνει κακή παράσταση; Υπάρχει άραγε ορισμός;» Προφανώς και όχι, τουλάχιστον με τη συμβατική έννοια του όρου, που συνεπάγεται αντικειμενική εκτίμηση δεδομένων. Ποιος, με ποια εφόδια και ποια κριτήρια, θα επιχειρήσει κοινά αποδεκτό ορισμό του «καλού» και του «κακού» στην τέχνη, βάζοντας ταμπέλες σε μια αξία που δικαιώνεται χάρη στην απόλυτη ελευθερία έκφρασης. Άλλωστε όλες οι μορφές τέχνης «αυτοπροσδιορίζονται» ως «Καλές Τέχνες», αν και ποτέ δεν κατάλαβα τη διάκριση, σαν να υπάρχουν ας πούμε και… «Κακές»! Ωστόσο επικράτησε ως στερεοτυπική έκφραση, περιλαμβάνοντας βεβαίως και τις παραστατικές τέχνες σαν το θέατρο. Μία εξ ορισμού «καλή τέχνη», μια έκφραση «καλλιτεχνίας», με απώτερο στόχο τη βελτίωση- κοινώς «αγωγή ψυχής», μέσω της αισθητικής απόλαυσης.
Ο χαρακτηρισμός λοιπόν «καλή» ή «κακή» παράσταση, αφορά μοιραία κάθε αποδέκτη/ θεατή χωριστά και μόνο όταν πολλές ατομικές εκτιμήσεις ταυτίζονται, μπορούμε να μιλάμε για αντικειμενικά καλή ή κακή παράσταση. Αυτό που λέμε «πολλές υποκειμενικότητες μαζί φτιάχνουν μια αντικειμενικότητα», χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο ότι ανάμεσα στο πλήθος, έστω ελάχιστοι να βρίσκουν το αριστούργημα… έκτρωμα ή το αντίθετο. Άρα τίποτα πιο σχετικό από την εκτίμηση μιας παράστασης, δεδομένου του αναπόφευκτου υποκειμενισμού στην πρόσληψη της τέχνης. Όσον αφορά εμένα ας πούμε, που τώρα δα εκθέτω τις σκέψεις μου, η προσωπική μου απάντηση είναι πολύ απλή και προφανώς ο καθένας έχει τη δική του.
Μιλώντας ως απλός θεατής, χωρίς βαθύτερες αναλύσεις ή ειδικές γνώσεις, η εκτίμηση μιας παράστασης εξαρτάται από την επίτευξη του θεατρικού στόχου της «αγωγής ψυχής». Που σημαίνει ότι «καλή» θεωρώ την παράσταση που μου βγάζει θετικά συναισθήματα, διεγείρει το μυαλό για σκέψεις, λειτουργεί απολαυστικά για τις αισθήσεις. Κακή θεωρώ αυτήν που μου προκαλεί αρνητισμό, αφήνει μυαλό και αισθήσεις ανέγγιχτα, δεν κεντρίζει στο παραμικρό. Σχηματικά κι ενδεικτικά όλα αυτά , χωρίς να παραλείπω και τις ανάλογες διαβαθμίσεις, ήτοι την «πολύ καλή» παράσταση που απογειώνει σε όλα τα επίπεδα και χαράσσεται δια παντός στη μνήμη ή την «πολύ κακή» που… άστα να πάνε! Αντί της όποιας «βελτίωσης» σε στέλνει στα τάρταρα και με κόπο ξανανεβαίνεις στην επιφάνεια…
Για την τελευταία κατηγορία των κακών ή πολύ κακών παραστάσεων, τα πράγματα δεν είναι εύκολα… Καθότι κάθε περίπτωση είναι μοναδική και ιδιαίτερη, συνοδευόμενη από ανάλογα διλήμματα/ ερωτήματα, όπως ας πούμε: Οι αυτουργοί- ηθικοί και φυσικοί- της κακοτεχνίας, έχουν άραγε συνείδηση αυτού που πράττουν, είναι σε θέση να το αξιολογήσουν ως κριτές του εαυτού τους ή πιστεύουν ότι πρόκειται για κάτι σπουδαίο που οι ανεπαρκείς θεατές αδυνατούν να εκτιμήσουν; Μήπως από την άλλη, αντιλαμβάνονται μια χαρά την πατάτα, αλλά κάνουν τον κινέζο εφόσον πουλάει; Ομολογώ ότι τα παρόντα διλήμματα με έχουν ταλανίσει πολλάκις, προσπαθώντας από τα «συμφραζόμενα» να μαντέψω την απάντηση. Που φυσικά όποια εκ των δύο κι αν είναι, καθόλου δεν τιμά τους αυτουργούς, διότι αποδεικνύονται είτε ανίκανοι είτε απατεώνες, παρόλο που γνωρίζουν ότι ένα ασκημένο μάτι μπορεί σε ένα βαθμό τουλάχιστον, να διακρίνει τις αγνές από τις πονηρές προθέσεις και να ανταποδώσει ανάλογα.
Διότι τί να υποθέσω; Ότι το άθλιο κατασκεύασμα που εισπράττει ο απλός θεατής και κραυγάζει από χιλιόμετρα με το «καλημέρα», οι «ειδήμονες» του χώρου, είναι τυφλοί ή κουφοί και δεν το αντιλαμβάνονται; Εμείς στην πλατεία εισπράττουμε σαχλαμάρες, γελοιότητες, δηθενιές και οι «καλλιτέχνες» επί σκηνής απολαμβάνουν μια υψηλή δημιουργία ; Εντάξει, κατανοούμε το… κόλλημα της κουκουβάγιας να βλέπει τα κουκουβαγάκια της ως τα ωραιότερα του ζωικού βασιλείου, όμως στην περίπτωση ανθρώπων περιμένουμε δείκτη νοημοσύνης ελαφρώς υψηλότερο από του πτηνού. Κατανοούμε ότι δεν μπορείς να είσαι αμερόληπτος στην κρίση του δικού σου έργου, ωστόσο είναι αδιανόητο να μη διαθέτεις καν στοιχειώδη κριτήρια, που θα σου επιτρέψουν να διακρίνεις αν το πόνημά σου είναι άξιο δημόσιας παρουσίασης με πληρωμένο εισιτήριο ή κατάλληλο για τον κάδο απορριμμάτων με συνοπτικές διαδικασίες, όσο κι αν πονάει. Γιατί ακόμα κι αν παραβλέψουμε την προσβολή του θεατή και της ίδιας της τέχνης, πάνω απ’ όλα είναι θέμα αυτοσεβασμού. Αν βεβαίως επιμένεις στον τίτλο του καλλιτέχνη χωρίς εισαγωγικά, διαφορετικά αλλάζεις επαγγελματικό προσανατολισμό.
Ωστόσο χειρότερος από τον ανίκανο είναι ασυζητητί ο απατεώνας. Ο πρώτος στερείται προσόντων και δεν μπορείς να απαιτείς πχ. από έναν ανεγκέφαλο που δυσκολεύεται να ξεχωρίσει δυο γαϊδάρων άχυρα, να σου κάνει αίφνης φιλοσοφική ανάλυση. Ο δεύτερος αντίθετα είναι ικανότατος, καθώς δεν μπορεί ο καθένας να πουλάει φύκια για (ακριβές) μεταξωτές κορδέλες τσεπώνοντας μπόλικο χρήμα. Το να πουλάς την αταλαντοσύνη ως ταλέντο, απαιτεί ιδιαίτερα προσόντα, που σαφώς ο απατεώνας διαθέτει τουλάχιστον μέχρι να τον μυριστούν, οπότε θα στραφεί σε άλλα μονοπάτια, το είδος του δεν κωλώνει. Ξέρει καλά ότι η παράσταση που πλασάρει είναι για τα μπάζα, ενίοτε την «κοροϊδεύει» έντεχνα ή υπόγεια και ο ίδιος, ξέρει όμως πού απευθύνεται και ποντάροντας στα πιασάρικα κατώτερα ένστικτα, είναι σίγουρο ότι σε καιρούς ευτέλειας θα τα κονομήσει. Φυσικά μιλάμε για φτηνό μπακάλη, άσχετα που αρέσκεται να δηλώνει «καλλιτέχνης» με ένα κάρο εισαγωγικά…
Όταν τώρα έρχεται η στιγμή να κρίνεις τη δουλειά όλων αυτών, είτε φιλικά στην παρέα σου, είτε κυρίως επίσημα με την υπογραφή σου, τα πράγματα ζορίζουν, αν τυχαίνει εσύ να διαθέτεις αυτοσεβασμό. Τα ηθικά διλήμματα ορθώνονται μπροστά σου κι αναρωτιέσαι: Τι κάνω τώρα; Τα βάζω με τον ατάλαντο, που έτσι κι αλλιώς διαθέτει περιορισμένες ικανότητες, με ποιο στόχο; Να βελτιώσει κάτι που είναι προφανές ότι αδυνατεί ή να αποκτήσει με επιφοίτηση ταλέντο; Μήπως για να «προστατέψω» τάχα τον θεατή; Μα είναι δεδομένο ότι ακόμα και οι ατάλαντοι ή τα φτηνά θεάματα έχουν το δικό τους αντίστοιχο κοινό, συχνά μάλιστα φανατικό, που ουδόλως θα επηρεαστεί. Από την άλλη, να τα χώσω σε αυτόν που συνειδητά κοροϊδεύει, μήπως ας πούμε… συγκινηθεί, μετανοήσει και μπει στον ίσιο δρόμο, κάποιος που «το ΄χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες» γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσε να το κάνει; Άσε που μπορεί να ισχυριστεί περίλυπος ότι «δεν φταίω εγώ, η ανάγκη με έσπρωξε, τα άτιμα χρέη…», χωρίς να αποκλείεται ότι λέει αλήθεια σε καιρούς ανελέητων συμβιβασμών, τη στιγμή που πιθανόν ο ατάλαντος να στάθηκε τυχερός, βρίσκοντας- ω του θαύματος, χρηματοδότη της ψωνάρας του.
Όλα τούτα βέβαια δεν σημαίνουν ότι ο θεατής – εν προκειμένω θύμα, θα χαριστεί σε κανέναν κρίνοντας ένα αποτέλεσμα που τον υποτιμά και για το οποίο έχει πληρώσει από το υστέρημά του παρασυρμένος από ψεύτικα μεγάλα λόγια. Αντίθετα οφείλει να αποδώσει «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι», προκειμένου να διαχωρίσει μέσα στον αχταρμά τα ερίφια από τα πρόβατα ή την ήρα από το στάχυ. Το οφείλει ηθικά στον εαυτό του και στην τέχνη που αγαπά, έστω και με φωνή «βοώντος εν τη ερήμω», μήπως και κάποιοι περιπλανώμενοι σε τούτη τη θεατρική έρημο ακούσουν και καταλάβουν ότι καταλαβαίνουμε… Η φύση γέννησε κι άλλους ξύπνιους, δεν κατέχετε το μονοπώλιο κάποιοι «καλλιτέχνες» τρομάρα σας!