Βόμβες στοχεύουν την ύπαρξή μου. Κρύβομαι κάτω από τις κουβέρτες, να χαθώ θέλω. Ζέστη, αγκαλιές και μπουμπουνητά χοροπηδούν στο άδειο από νόημα κεφάλι μου. Ψάχνω για ένα νόημα. Τα έπιπλα φωνάζουν κοροϊδευτικά και με “βομβαρδίζουν” με ερωτήσεις. Κυνηγώ έναν σύζυγο, για να ξεφύγω την κοροϊδία. Άδεια κι έρημη η ζωή μου, χειροκροτεί με περηφάνια την αδυναμία μας. Μπαινοβγαίνω στο καταφύγιό μας. Μια ξύλινη πόρτα οδηγεί στο υπόγειο. Υγρό και σκοτεινό, δίνει την εντύπωση πως υπάρχει ίσως κάποια ελπίδα. “Υπάρχει ζωή”, αναρωτιέμαι. Όταν οι άνθρωποι γύρω μου φθάνουν στο σημείο τού να δείχνουν εμένα με το δάχτυλο, φορώντας κουκούλα, χάνω την αίσθηση πως εξασκώ την αναπνοή μου σε έναν αληθινό και ουσιαστικό κόσμο. Πώς να οριοθετήσω τη ματαιότητα και τη μισαλλοδοξία των άλλων; Χάνομαι στην οριοθέτηση και των δικών μου πραγμάτων άλλωστε. Κάπως μου διαφεύγει, κάπως μου ξεγλιστρά αυτό το πολυπόθητο “νόημα’. Χρόνια τώρα.
Κι ο πελαργός το φέρνει ακριβώς μπροστά στο δικό μου κατώφλι! Μου χτυπά την πόρτα χαρούμενος με το ράμφος του, γλιτώνοντας τα των κατακτητών ταμπούρλα και τις τρισάθλιές τους μπότες. “Γιαβόλ”, ψιθυρίζω και αρπάζω το πολυπόθητο μωρό…Έγινα μάνα! Έγινα μάνα! Τι με νοιάζει με ποιον… Μάνα καταπώς έγινα, άλλαξε ο κόσμος μου κι ένα φως έγινε. Τον πελαργό να κατηγορήσετε! Το υπόγειο γέμισε φωτιά και λαύρα! Τρελαίνομαι στην ιδέα της λευτεριάς και την διεκδικώ. Άλλωστε, το μωρό του πελαργού γεννιέται πάντοτε ελεύθερο. Τι με νοιάζει για το όνομα που θα του δώσω; Ως μάνα περήφανη και τολμηρή, περπατώ με μεγάλες δρασκελιές στη γειτονιά. Με ζηλεύουν όσες δεν έχουν παιδιά. Μιλούν πίσω από την πλάτη μου. Με θαυμάζουν και ζηλεύουν την ευτυχία μου. Ούτε τον σύζυγό μου νοιάζει. Το όνομα.
Οι βόμβες έφεραν στο κατώφλι μου έναν από μηχανής θεό σε Εβραία έκδοση. Και αυτός με μετέτρεψε σε μια γλυκιά μανούλα, που δε νοιάζεται για τα γυμνά της πόδια και τα ταλαιπωρημένα της ρούχα, για τα ανάκατα μαλλιά και τις ρυτίδες γύρω από τα κουρασμένα της μάτια. Με κυνηγούν όλοι και όλες: ο σύζυγος για τις απαντήσεις που δε θα δώσω, οι γυναίκες για το “σπασμένο τηλέφωνο”, κατά το οποίο τα δήθεν νοήματα χάνονται, μέχρι και οι κατακτητές Γερμανοί και οι δωσίλογοι θα βγάζουν κάποτε το καπέλο τους εμπρός μου. Κι εγώ, χορεύοντας με τις βόμβες, μακριά από τις ασφαλείς πόρτες του άλλοτε κατ΄επίφαση καταφυγίου μου, χαϊδεύω τον καρπόν της κοιλίας μου, γελάω κοροϊδευτικά στα έπιπλα και πιάνω τη μύτη μου, μήπως και ζω ένα ψέμα, μήπως και μεταλλαχτώ από μια τυχερή βομβαρδισμένη μανούλα στον άχαρο ξύλινο Πινόκιο του δικού μου παραμυθιού.
Η παράσταση “Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός”, έργο της συγγραφικής πένας των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου και σε σκηνοθεσία του Θεόφιλου Λάλου, στο Δημοτικό Θέατρο Θέρμης αναμοχλεύει έντεχνα και με εξαιρετική κωμική μαεστρία το παιχνίδισμα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Δύο ζευγάρια Ελλήνων προσπαθούν απεγνωσμένα να “πιάσουν παιδί” με φόντο τη γερμανική κατοχή: τους βομβαρδισμούς της, το ανελέητο κυνήγι των Εβραίων, τους δωσίλογους με την κουκούλα, την πείνα και το κρύο, τη θλίψη, τη σκλαβιά, την εκμηδένιση των ηθών και τη βαρβαρότητα. Επάνω στον τρομακτικό αυτό καμβά της ανθρώπινης αδιαφορίας και του μότο “το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό”, φιλοτεχνείται η αγάπη των ανθρώπων για τη ζωή, την υπέρβαση της μοναξιάς και -γιατί όχι;- την αληθινή αγάπη, αυτή που λαμβάνει σάρκα και οστά μέσα στις κοιλιές και τα στήθη των γυναικών. Στόχος άραγε είναι η διαιώνιση του είδους; Όχι, βέβαια. Οι άνθρωποι της κατοχής με τις άδειες κοιλιές και τα κενά νοήματα ψάχνουν την αγάπη. Και τη βρίσκουν μέσα τους πλέον, πολύ υπερήφανοι που δίνουν ζωή στα χαλάσματα και την απανθρωπιά.
Πληροφορίες για την παράσταση ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό