Συνομιλεί (και γράφει) η Ζωή Ταυλαρίδου για την Κουλτουρόσουπα.
«Μόνο οι νεκροί έχουν δει το τέλος του πολέμου».
Το έργο
«Στα ερείπια ενός βομβαρδισμένου σπιτιού στην Γάζα, εγκλωβίζονται ένας Ισραηλινός λοχαγός κι ένας Παλαιστίνιος δάσκαλος. Οι δύο άντρες, ακίνητοι, θαμμένοι ζωντανοί, καταπλακωμένοι από συντρίμμια, μάταια προσπαθούν να απελευθερωθούν. Με σπαρακτικές κραυγές αναζητούν ένα σημείο ζωής των δικών τους ανθρώπων. Μετά τις εκατέρωθεν κατηγορίες για τις ευθύνες ενός πολέμου που μαίνεται χρόνια, η συνειδητοποίηση ότι το τέλος πλησιάζει, μαλακώνει την καρδιά τους. Υποχρεωμένοι να ζήσουν λεπτό προς λεπτό έναν βασανιστικό θάνατο λόγω του οξυγόνου που λιγοστεύει, δεν έχουν άλλη επιλογή απ’ το να αναμετρηθούν με τα πιστεύω τους που τους έφεραν μέχρι εδώ. Ο πραγματικός «άλλος» είναι πλέον ο εαυτός τους.
Με αυτόν θα κάνουν απολογισμό. Οι επιλογές που έκαναν, τώρα βαραίνουν αλλιώς. Βλέπουν, συνειδητοποιούν τις πραγματικές τους διαστάσεις. Φανερές και κρυφές πλευρές της ζωής τους φωτίζονται απ’ το σκοτάδι της απόγνωσης. Κι όσο κι αν ο πόλεμος μέσα τους αντιστέκεται ακόμα και επιμένει, αναπόφευκτα έρχονται κοντά. Όταν δε μέσα απ’ τα ερείπια προβάλλει το χέρι τής επίσης εγκλωβισμένης γυναίκας του Παλαιστίνιου, ο πόλεμος των δύο κόσμων στο πρόσωπο των δύο αντρών «τελειώνει» με ένα συγκλονιστικό φινάλε».
Σημείωμα σκηνοθέτη
Το έργο «Όταν χαμήλωσε ο ουρανός» του Μιχαήλ Άνθη, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη, αποτελεί ένα λυρικό αντιπολεμικό έργο των ημερών μας, διαχρονικό, επίκαιρο, ποιητικό και δραματικό ταυτόχρονα, με διάσπαρτες νότες έξυπνου και ισορροπημένου χιούμορ που εντείνουν ακόμη περισσότερο τη δραματικότητα και τη χρωματίζουν με ένα πένθιμο γκρίζο χρώμα, απόλυτα εναρμονισμένο με το έξοχο λιτό σκηνικό και τη ρακένδυτη ενδυμασία των ηθοποιών. Μέσα σε μια δραματικά ατμοσφαιρική σκηνή, εκ πρώτης όψεως στατική και ασφυκτικά περιοριστική για τους ερμηνευτές, εκτυλίσσεται το δράμα δύο ανδρών, του κατακτητή (Ντορόν) και του κατακτημένου (Γιουσέφ), οι οποίοι αγωνίζονται να σώσουν την ψυχή τους και να συμφιλιωθούν ο ένας με τον άλλον, γνωρίζοντας πως ενώπιον του θανάτου όλοι είναι ίσοι και προπαντός αβοήθητοι. Ανάμεσά τους μια γυναίκα (Αΐσα).
Η ύπαρξή της, αν και εμφανής μέσω λάιβ οθόνης, παραπέμπει σε ένα κρυμμένο δραματικό φόντο, πίσω από έναν γκρίζο τοίχο συντριμμιών, απόλυτα υποβλητικό στη φαντασία μας. Μοιάζει η ίδια να υπάρχει σε ένα μεταιχμιακό παρόν με διττή υπόσταση, σαν ηρωίδα μυθιστορήματος και σαν αληθινό πρόσωπο εξίσου. Με την ύπαρξή της, η σκηνή αποκτά μυστηριακό βάθος και συντελείται η ουσιαστική αλληλεπίδραση των χαρακτήρων ενός δραματικού τριγώνου, που επικοινωνεί απευθείας και με τον ίδιο τον θεό. Μια λάμπα που αναβοσβήνει, σαν καντήλι που κινδυνεύει να σβήσει, τονίζει ακόμη περισσότερο το αναπόδραστο του θανάτου και το ευμετάβολο της τύχης των ανθρώπων, καθιστώντας την ατμόσφαιρα κατανυκτική και πένθιμη.
Είχαμε λοιπόν την ευκαιρία να επισκεφτούμε το Μικρό Θέατρο της Μονής Λαζαριστών και να συνομιλήσουμε με τους συντελεστές του συγκεκριμένου έργου, όπως θα παρακολουθήσετε στη συνέντευξη που ακολουθεί.
Ο Μιχαήλ Άνθης, ο συγγραφέας του έργου «Όταν χαμήλωσε ο ουρανός», μας εισάγει στη δραματικότητα των χαρακτήρων, τον θεματικό πυρήνα και την ενδελέχεια της πλοκής του. Αναφέρεται καταρχάς στο πότε και το γιατί γράφτηκε το συγκεκριμένο έργο και τον σκοπό που επιδιώκει αυτό να πραγματοποιήσει.
Το έργο αφορμάται της πρόσφατης εισβολής του Ισραήλ στη Γάζα και καυτηριάζει τον πόλεμο και τα ανθρώπινα πάθη που τον πυροδοτούν. Δεν επικεντρώνεται στο αυταπόδεικτο της ιστορικής αλήθειας, αλλά στην πολύπλευρη και υποκειμενική της διάσταση, στην «προσωπική στάση δύο ανθρώπων απέναντι στο επικείμενο τέλος». Άνθρωποι ξεγυμνώνονται και αποκαλύπτονται ο ένας στον άλλον με πλήρη ειλικρίνεια, τιμιότητα, διαφάνεια και παρρησία. Ζουν τη δική τους ανάσταση ψυχής και αποδομούν το έρεβος του πολέμου και του θανάτου. Ο συγγραφέας με το έργο του καταφέρεται δριμύτατα και απερίφραστα κατά του πολέμου, των επαγγελματιών και των θιασωτών του.
Ο Νίκος Νικολάου, ο Παλαιστίνιος δάσκαλος Γιούσεφ, αναφέρεται στην ποιητική και θυμοσοφική διάσταση του ρόλου του. Κάτω από τα συντρίμμια, φιλοσοφεί, διακωμωδεί με ευγένεια την τραγικότητα της κατάστασής τους, προσπαθώντας να καταπραΰνει τον πανικό των ηρώων για το επικείμενο τέλος.
Ο κ. Νικολάου μάς περιγράφει τις δυσκολίες στην προσέγγιση των ρόλων ενός κειμένου γρήγορου και συνεχών συναισθηματικών εναλλαγών. Οι ήρωες, καταπλακωμένοι από συντρίμμια και κάτω από τα μπάζα -καθόλη σχεδόν τη διάρκεια του έργου, προσπαθούν να κατανοήσουν τι συνέβη και πού βρίσκονται, να αποδεχτούν την πραγματικότητα και να επικοινωνήσουν σωστά κι αληθινά ο ένας με τον άλλον. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Νικολάου μάς εξομολογείται πως «η ερμηνεία ενός ρόλου δεν είναι μόνο τεχνική, είναι ένα κομμάτι ψυχής…στον ρόλο βουτάς, δεν τον περιγράφεις». Ο ηθοποιός είναι «σαν το παλιό καλό κρασί», έχει την εμπειρία να ανακαλύπτει και να ανακαλύπτεται και να ερμηνεύει με αλήθεια και φυσικότητα, αποφεύγοντας την υπερβολή και τη «δηθενιά». Το ταλέντο, κατά την γνώμη του, αποτελεί ίσως το μοναδικό χαρακτηριστικό του ηθοποιού που έχει αξία. Όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά είναι δευτερεύοντα κι επουσιώδη. «Ηθοποιός δε γίνεσαι γιατί το αγαπάς, ηθοποιός γίνεσαι γιατί σε αγαπάνε», επισημαίνει χαρακτηριστικά. Και μας αποκαλύπτει τη δική του αλήθεια στην ερμηνευτική πορεία και το επάγγελμα του ηθοποιού, όπως ο ίδιος το έχει υπηρετήσει φιλότιμα εδώ και χρόνια.
Ο Δημήτρης Σιακάρας, ο Ισραηλινός στρατιωτικός Ντορόν, μάς μιλά για την ερμηνευτική ιδιαιτερότητα των ρόλων του έργου, τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που ο ίδιος αντιμετώπισε στον ρόλο του κατακτητή.
Επικεντρώνεται στους συμβολισμούς του έργου, στο χέρι του αναπόδραστου θανάτου και στο χαμήλωμα του ουρανού επάνω από τις κάρες των ηρώων. Μέσα από την αντιπαλότητα και τη σύγκρουση, οι ήρωες ανακαλύπτουν και καταφάσκουν στη συμφιλίωση και την αδελφοσύνη. «Δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα, όλες οι ιδεοληψίες και αυτά που τους χωρίζουν είναι επίπλαστα». Ο κ. Σιακάρας συγκινείται κι εμπνέεται από τον ρόλο του, έναν ρόλο ολοκληρωμένο, βαθύτατα ανθρώπινο και ανατρεπτικό. Η δραματική πτώση του κατακτητή ενώπιον του θανάτου αποτελεί στοιχείο τραγικής ειρωνείας και ο ίδιος ταπεινώνεται κι αποκαλύπτει τη δική του αλήθεια και ευγένεια ψυχής. Δεν τίθεται θέμα ποιος έχει δίκιο ή άδικο. Μπροστά στο σκοτάδι, τη θλίψη και τη σιωπή του θανάτου, οι ανθρώπινες ψυχές ανακαλύπτουν το δικό τους φως κι εξυψώνονται υπερβαίνοντας τα όρια του ουρανού τους. Και ο κατακτητής και ο κατακτημένος αγαπιούνται και κατανοούνται εξίσου, γεγονός που επιβεβαιώνει τον αντιπολεμικό χαρακτήρα του έργου και τη σταθερότητα της γραφής του.
Η Μάρα Μαλγαρινού, η τραγική ύπαρξη της Αΐσας, της συζύγου του Παλαιστίνιου δασκάλου, μας καταθέτει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της για το συγκεκριμένο έργο με πολλή τρυφερότητα. Είναι η ηρωίδα που θα συγκεράσει το αντίπαλον δέος των αρσενικών στοιχείων του έργου.
Μας μιλά για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στον ρόλο της, ο οποίος αποτελεί στοιχείο in vivo και in vitro συνάμα. Βρίσκεται κρυμμένη στα μετόπισθεν του γκρίζου σκηνικού χώρου, δίχως να γίνεται αντιληπτή η ύπαρξή της αρχικά, ενώ η ερμηνεία της στη συνέχεια προβάλλεται ζωντανά μέσω εικόνας. Τα αυστηρά όρια του χώρου και του χρόνου της κάθε άλλο παρά την περιορίζουν ερμηνευτικά. Η ίδια μάς εξομολογείται την αμηχανία της, όταν αντικρίζει τους θεατές στο χειροκρότημα. Βρίσκει τον εαυτό της σε έναν μεταιχμιακό χώρο, μεταξύ ζωής και θανάτου, καλείται να αφουγκράζεται τους σκηνικούς διαλόγους και να εκφράζει το συναίσθημα που της αναλογεί σύμφωνα με τις δραματουργικές ανάγκες του έργου. Η κ. Μαλγαρινού συγκινείται με το οδυνηρό καθήκον να αποχαιρετίσει τον σύζυγό της με όσο περισσότερη ψυχική δύναμη και γλυκύτητα τής απομένει, γνωρίζοντας πως θα πεθάνει. Ο ρόλος της συνιστά ένα μνημόσυνο χρέος προς τα θύματα του πολέμου, γεγονός που επισφραγίζεται και συμβολοποιείται με το σπαρακτικό μοιρολόι του Γιούσεφ. Ο ρόλος της είναι μια δοκιμασία που αντιμετωπίζει με επιμονή και υπομονή, ένα δύσκολο και πολύ όμορφο ταξίδι για την ίδια.
Ο Γιώργος Κιουρτσίδης, ο σκηνοθέτης του «Όταν χαμήλωσε ο ουρανός», μας περιγράφει την πορεία της δραματουργικής επεξεργασίας, σκηνοθεσίας και σκηνογραφικού σχεδιασμού του έργου αυτού, βάσει του θεματικού του πυρήνα, της φιλοσοφικής θεώρησης και του γνήσιου αντιπολεμικού του χαρακτήρα.
Επιλέγει έναν λιτό σκηνοθετικό τρόπο που βρίθει καθαρών σκέψεων και συναισθημάτων, συνοδεία ατμοσφαιρικών φωτισμών (Γιάννης Τούμπας), υποβλητικών ήχων και μουσικής (Ανδρέας-Άγγελος Καρανικόλας), και ενός λιτού και ουσιαστικού για τη σκηνική δράση γκρίζου σκηνικού χώρου, φιλοτεχνημένου από την Άννα-Μαρία Αγγελίδου. Όλα αυτά χρωματίζουν την πραγματικότητα και αποχρωματίζουν τον πόλεμο συνάμα, με απόλυτο ρεαλισμό και λυρισμό. Ο σκηνικός χώρος λειτουργεί ως ζωντανός οργανισμός και μοιάζει «να μας μιλάει». Η περιπλοκότητα και η ανατρεπτικότητα των χαρακτήρων, άλλωστε, ενδυναμώνουν τη δραματική πλοκή και την εσωτερική δυναμική των ρόλων σε τέτοιο σημείο που οτιδήποτε άλλο θα θεωρείτο περιττό.
Με σκηνοθεσία και σκηνογραφία λοιπόν πλήρως εναρμονισμένα, ο κ. Κιουρτσίδης πλέει σε γνώριμα ύδατα με το εν λόγω έργο, καθώς έλκεται, εμπνέεται και επεξεργάζεται με περισσή φροντίδα έργα απαιτητικά και ιδιαίτερης δυσκολίας εδώ και χρόνια. Ο ίδιος μάς εξομολογείται τις σκέψεις και τα συναισθήματά του για το έργο και τον ρόλο του σε αυτό. Ήταν ένα κείμενο που τον έπεισε με την πρώτη του ανάγνωση, διότι όπως ο ίδιος επισημαίνει, «(το έργο αυτό) είναι ίσως από τα πιο σύγχρονα αντιπολεμικά έργα που έχω διαβάσει την τελευταία δεκαετία». Εξυμνεί τον άνθρωπο και φέρνει την ψυχή του ενώπιον του θανάτου, σε έναν χωρόχρονο όπου τελικά όλες οι ψυχές ενώνονται. Απεκδύει τους ήρωες από όλα τα ιδεολογικά, φιλοσοφικά και θεολογικά «περιβλήματα», εξαιτίας των οποίων οι ανθρώπινες αυτές ψυχές αντιπαρατίθενται επί σκηνής, ωριμάζουν και αποδέχονται τελικά το αναπόδραστον και την αλήθεια τους. Ο κ. Κιουρτσίδης τονίζει τη διαχρονικότητα του έργου και την αξία της ζωής έναντι του θανάτου, και προσκαλεί τους θεατές σε μια συνειδητοποιημένη και ειλικρινή «αφύπνιση».
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως το έργο «Όταν χαμήλωσε ο ουρανός» αποτελεί ένα δυνατό ψυχογράφημα, ένα έργο καλοδουλεμένο και φιλοτεχνημένο με ιδιαίτερη εσωτερική δυναμική και πλοκή, «ένα έργο για την αγάπη, τη συμφιλίωση και την ειρήνη», όπως υπογραμμίζει ο Μιχαήλ Άνθης. Και ο ουρανός χαμηλώνει ή ανυψώνεται…για όλους μας ταυτόχρονα, ανεξαρτήτως σε ποιο κομμάτι γης κατοικούμε.
Ευχαριστούμε θερμά τον Μιχαήλ Άνθη, τον Νίκο Νικολάου, τον Δημήτρη Σιακάρα, τη Μάρα Μαλγαρινού και τον Γιώργο Κιουρτσίδη για το μοίρασμα, την εμπιστοσύνη και τη φιλοξενία τους.
Κι ευχόμαστε Καλή Ανάσταση και Καλό Πάσχα σε όλους σας!
Παρακολουθήστε τη συνέντευξή μας στο κανάλι της Σωφέρ:
Βιντεοσκόπηση και μοντάζ: Τάσος Πέππας
Για δελτία τύπου, ραντεβού συνεντεύξεων επικοινωνείτε: zozotav@gmail.com
Ακολουθήστε τη Σωφέρ Θεάτρου στα κοινωνικά δίκτυα: εδώ, εδώ, εδώ & εδώ
ΜΟΝΗ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ – ΜΙΚΡΟ
«Όταν χαμήλωσε ο ουρανός» του Μιχαήλ Άνθη.
Στα ερείπια ενός βομβαρδισμένου σπιτιού στην Γάζα, εγκλωβίζονται ένας Ισραηλινός λοχαγός κι ένας Παλαιστίνιος δάσκαλος. Οι δύο άντρες, ακίνητοι, θαμμένοι ζωντανοί, καταπλακωμένοι από συντρίμμια, μάταια προσπαθούν να απελευθερωθούν. Με σπαρακτικές κραυγές αναζητούν ένα σημείο ζωής των δικών τους ανθρώπων.
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιουρτσίδης. Ερμηνεύουν: Μάρα Μαλγαρινού, Νίκος Νικολάου, Δημήτρης Σιακάρας
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη: 19:00 Πέμπτη-Παρασκευή: 21:00 Σάββατο: 18.00 & 21.00 Κυριακή: 19:00 (έως 27/04)