«H Ωραία του Πέραν»: Μια θεατρική ιστορία που θες να μοιραστείς.. Είδαμε στο θέατρο «Τ» και σχολιάζουμε.
Η παράσταση “Η Ωραία του Πέραν”, σε σκηνοθεσία Θεοδώρας Καπράλου και Γιώργου Παπαγεωργίου, μετακόμισε απο την Αθήνα και το θέατρο του Νέου Κόσμου, στη Θεσσαλονίκη και στο θέατρο Τ, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων. Μαζί της, μας έφερε θύμησες και αρώματα Πόλης καθώς και μια αξεπέραστη ιστορία, με πρωταγωνιστή -ποιον άλλον- παρά τον μέγα έρωτα…
To δελτίο τύπου αναφέρει: Το ερωτικό ρομάντζο του Δ. Παπαδοπούλου (Τυμφρηστός) γράφτηκε το 1920 και έγινε το μπεστ σέλερ της εποχής, ενώ αποτέλεσε κι ένα από τα πιο πολυπαιγμένα έργα των λαϊκών θιάσων. Το έργο αναφέρεται στον μοιραίο και ανεκπλήρωτο έρωτα της Ερμιόνης και του Αιμίλιου, που μας φέρνει αντιμέτωπους με την αγάπη, τη μοναξιά, τη ζήλια, την απογοήτευση, μ’ άλλα λόγια με την ίδια τη ζωή και την τυχαιότητά της.
“Αν κανενός η καρδιά, απογοητεμένη απ’ την επικράτηση της ύλης και της πεζότητας της σημερινής εποχής, που κάθε ιδανικιά και ευγενικιά σκέψη εξαφανίστηκε και μόνος κυρίαρχος θεός απόμεινε το χρήμα, δίψασε για ψυχικότερη και πνευματικότερη ζωή κ’ η ψυχή του πόθησε να βυθιστεί, για μια στιγμή, σε ρομαντικιά, σ’ εκστατικιά μέθη! (…)
.
“Αν κανένας αγρύπνησε ποτέ μοναχός του, σε καμιά καλοκαιρινή νύχτα, κάτω από το φεγγαρολουσμένο ουρανό, κ’ η ψυχή του, λυτρωμένη απ’ τα σίδερα της ύλης, πέταξε στα ουράνια ζητώντας τ’ Άπειρο!
“Αν κανένας αγρύπνησε ποτέ μοναχός του, σε καμιά καλοκαιρινή νύχτα, κάτω από το φεγγαρολουσμένο ουρανό, κ’ η ψυχή του, λυτρωμένη απ’ τα σίδερα της ύλης, πέταξε στα ουράνια ζητώντας τ’ Άπειρο!
.
“Αν…
“Αν…
.
“Αυτός μοναχά ας διαβάσει το βιβλίο μου (…)”.
“Αυτός μοναχά ας διαβάσει το βιβλίο μου (…)”.
To καλωσόρισμα έγινε υπό τη μελωδία του ρεμπέτικου τραγουδιού “Τικ τικ τικι τικι τακ, κάνει η καρδιά μου, σαν σε βλέπω να διαβαίνεις…” με ανατολίτικες γεύσεις και μυρωδιές Πόλης και όλοι μας βρεθήκαμε ξάφνου να περπατάμε στα σοκάκια του κωνσταντινουπολίτικου Πέραν. Οι δύο πρωταγωνιστές της παράστασης, Γιώργος Παπαγεωργίου και Αντιγόνη Φρυδά ξεκίνησαν το αφηγηματικό τους έργο και με μάτια αστραφτερά από ενθουσιασμό, μας ξεδίπλωσαν την ιστορία του Αιμίλιου και της Ερμιόνης. Ενός μελοδραματικού έρωτα που συνεχίζει να συγκινεί μέσα στα χρόνια. Μια αδιέξοδη αγάπη μιας εποχής τόσο μακρινής και ξένης. Τότε που οι άνθρωποι ονομάτιζαν τον έρωτα τους, Θεό και πέθαιναν για αυτόν.. Τον κάνανε θρησκεία και προσευχή και του ορκίζονταν πίστη. Άλλες εποχές, θα συμφωνήσεις..Ξεχασμένα συναισθήματα.. Παλιακών αντιλήψεων, θα πεις.. Και όμως τα μάτια μας βούρκωσαν, ίσως και κάποια δάκρυα βρέξανε τα μαγουλά μας.. Τα μάτια, λένε, κλαίνε όταν θυμούνται.. Δεν ξεχάσαμε, μόνο που χαθήκαμε στις αλλαγές των εποχών. Και ο Αιμίλιος έχει άλλο όνομα σήμερα και είναι άνεργος και η Ερμιόνη ζει σε ένα παλιό δυάρι και τα βράδια ψάχνει ουρανό ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Άλλα αγαπιούνται… Όπως και τότε…
Η σκηνοθετική προσέγγιση του έργου (Θ. Καπράλου – Γ. Παπαγεωργίου) ήταν αυτό που θα λέγαμε vintage. Δηλαδή, μπροστά μας είχαμε μια παρουσίαση σαν από ένα θεατρικό μπουλούκι του τότε, που όμως η τεχνική του δομή έβρισκε χώρο στο σήμερα, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα μοντέρνο και καλαίσθητο σκηνοθετικό μοτίβο. Έτσι λοιπόν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές με διάφορους ευφυείς τρόπους εναλλάσσαν τους ρόλους τους, δημιουργούσαν ήχους και εικόνες και με τη πολύτιμη παρουσία του Γιώργου Μαυρίδη, στο σκέλος της ζωντανής μουσικής επί σκηνής, έδεναν τη παράσταση και βοηθούσαν την αφηγηματική της δομή (το κυρίαρχο στοιχείο του έργου) στην εξέλιξη της. Δυο καρύδες παρήγαγαν τον ήχο από το καλπασμό του αλόγου, ένας περιστρεφόμενος καμβάς άλλαζε τοπία, ένα λευκό πανί μεταμόρφωνε τις φιγούρες των ρόλων και μια λύρα μέλωνε με τη μελωδία της το χώρο. Με αυτόν το τρόπο συνδέονταν όλα τα στοιχεία του έργου, εναλλάσσονταν τα συναισθήματα και τροποποιούνταν η πλοκή. Ένα ζωντανό, φρέσκο θέατρο με έμπνευση και λαχτάρα δημιουργίας που ήταν ακατόρθωτο να μην την αισθανθείς.
Εξαιρετικοί και οι δύο ηθοποιοί της παράστασης κατορθώνοντας να γίνουν ένα σώμα με το έργο. Να μην υπάρχει καμία διαχωριστική γραμμή μεταξύ κειμένου, σκηνοθεσίας, ερμηνείας. Υπήρξαν σαρωτικοί μην αφήνοντας, σε κανέναν σχεδόν θεατή, το περιθώριο να μην “εισχωρήσει” στη παράσταση. Διαμόρφωσαν μια λεπτοδουλεμένη ισορροπία μεταξύ μελοδράματος και αφήγησης ώστε το έργο να μην χαρακτηριστεί παρωχημένο ή ασύμβατο με την εποχή. Να είναι ζωτικό, να ρέει και να δημιουργεί μεγάλη γκάμα συναισθημάτων. Η διαδραστικότητα τους με το κοινό ήταν εκπληκτική και αυτός ο ερμηνευτικός τους ενθουσιασμός ήταν σχεδόν συγκινητικός. Μας θύμισε νιάτα μέσα σε σχολές θεάτρων, τότε που τα μάτια ακόμα έχουν δίψα για επανάσταση και αλλαγή και η τέχνη φαντάζει σαν ανίκητο όπλο. Ο Γ. Παπαγεωργίου και η Α.Φρυδά ξεπήδησαν μέσα από τις σελίδες του λαϊκού παραμυθιού του Δ.Παπαδόπουλου και μεταμορφώθηκαν ολοκληρωτικά μπροστά μας στους δύο ερωτευμένους νέους της Ωραίας του Πέραν.
Εν ολίγοις [=],
Ένα έργο με αναμνήσεις μιας χαμένης πατρίδας που δεν ξεχάστηκε ποτέ και ενός αέναου έρωτα που η ιστορία του άντεξε στο χρόνο. Μια αξιοπρόσεχτη παράσταση με ψυχή και καλλιτεχνική έμπνευση που σε ταξιδεύει για 70 λεπτά σε έναν άλλον κόσμο που έζησες και εσύ κάποτε και τον κουβαλάς μέσα σου, κρυμμένο καλά. Και ίσως να σε λέγανε Αιμίλιο η Ερμιόνη…
“Κοίτα με γλυκιά μου αγάπη ,κοίτα με γλυκιά
Κοίτα με, κοίτα πρώτη μου αγάπη ,σήμερα είμαι εδώ
Σήμερα είμαι εδώ αγάπη ,σήμερα είμαι εδώ
Σήμερα είμαι, αύριο δεν είμαι ,θα πάω στην πόλη
Φέρε μου να πιω αγάπη ,φέρε μου να πιω
Φέρε μου ,φέρε πικρό φαρμάκι να φαρμακωθώ”
(Παραδοσιακό τραγούδι της Δράμας)
Βαθμολογία:
7/10
Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση, θα βρείτε ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό