Γράφει η Νταίζη Λεμπέση για την Κουλτουρόσουπα
Κι ύστερα γίναμε μια έγχρωμη γενέθλια φωτογραφία. Και σκέφτομαι μέρα που είναι πόσο τυχερή είμαι. Που σε είχα φίλη μου. Όχι και καλά, όχι για το pr, όχι για την μόστρα, όχι για το θεαθήναι. Αλλά για την ουσία. Πόσο σπουδαία φίλη ήσουν. Πόσο πολύ ακόμα μου είναι δύσκολο να γράφω για εσένα.
Πολύ δύσκολο. Πόσο πολύ μου λείπεις όχι για το σταριλίκι τίποτα δε μου έλεγε και δε μου λέει. Για τα παντελόνια σου μου λείπεις, για την ψυχή σου, για την δοτικότητα σου, για το γέλιο σου το τόσο χαρακτηριστικό, για το Νταιζάκο μου που όπως το έλεγες εσύ δεν το λέει κανείς. Για την απλότητα σου, για τα κεφτεδάκια, για τα μελομακάρονα που έφτιαχνες και ήταν ένα τσικ καλύτερα από τα δικά μου, για τις ατέλειωτες συζητήσεις μας μέχρι να πιάσει ξημέρωμα, για τα χαστούκια που σε έκαναν πιο δυνατή, πιο επιφυλακτική αλλά σαν και εμένα πιο ανθρώπινη.
Η ψυχή σου γεμάτη φως όπως και εσύ πάντα ντυμένη στα αγαπημένα σου λευκά. Με μια δική σου τρέλα.
Ακόμα θυμάμαι που ανέβηκες στη σκηνή και είπες παιδιά θέλετε να μην γίνει σήμερα η παράσταση και να πάμε δίπλα να σας κεράσω κεφτεδάκια και κρασάκι γιατί δεν το νιώθω σήμερα να παίξω και σε ακολούθησαν όλοι με εμένα να γελάω και εσύ να μου λες σκάσε μωρή σκάσε πάμε να φάμε, πάμε να τα πούμε, είσαι ερωτευμένη; Όχι πάμε να μου τα πεις όλα. Και μας πήραν οι ώρες εκεί να λέμε τα δικά μας και να μας ψάχνουν όλοι.
Στην φωτό που μου έστειλε ο Γιώργος και πολύ τον ευχαριστώ μου φωνάζεις αρκετά με τον Βούρο εγώ θα σου τραγουδήσω. Μια μέρα πριν δώδεκα και ένα το βράδυ μου χτύπησε κουδούνι και μου έσκασε μια ανυπέρβλητη ανθοδέσμη με ένα γράμμα, ένα ζευγάρι δικά σου σκουλαρίκια, ένα τάπερ με φαγάκι που είχες μαγειρέψει και που ακόμα ήταν ζεστό, μία κασμιρένια εσάρπα αλλά βασικά ένα δεύτερο σημείωμα που έλεγε ντύσου και σε δέκα λεπτά να είσαι κάτω γιατί αύριο θα έχουμε κόσμο και θέλω να είμαστε μόνες μας σήμερα. Ντύθηκα και κατέβηκα. Με πήγες να φάμε στο καλυτερότερο. Ποτά, κρασιά και τσουπ μια τούρτα υπερπαραγωγή που πάνω έλεγε να είσαι πάντα εσύ. Μετά μου είπες πάμε να σου ισιώσω το μαλλί εγώ θα στο κάνω. Και πήγαμε και μου έφτιαξε το μαλλί ανάμεσα σε γέλια και τραγούδια. Μας πήρε ο ύπνος στον καναπέ. Ξυπνήσαμε από το κουδούνι. Έσκασε ανθοδέσμη από τον Σταμάτη. Εσύ σαν μωρό άνοιξες την κάρτα και σχολιάζες μόνη σου, αχ καλά τα γράφει μπράβο του. Μετά απάνταγες στα τηλέφωνα αντί εμού κι εγώ γέλαγα ναι, ναι, να το χαιρόμαστε το μωρό μας το σπάνιο, τι λες παιδί μου εδώ μαζί τα περάσαμε. Μετά έφυγες είχες να πας σε εκπομπή. Θα τα πούμε το βράδυ.
Και ύστερα έκανες ζαβολιά εσύ που ποτέ δεν μου έκανες ζαβολιά. Μου την έσκασες και έφυγες. Πολλές φορές όταν θέλω να μιλήσω κοιτάω ψηλά και σου μιλάω. Σήμερα σου μιλάω όλη μέρα. Και είναι και η Κάτια στη φωτό και το μόνο που θέλω να πω είναι να έχουμε την υγεία μας και να είμαστε όσο εντάξει άνθρωποι μπορούμε να είμαστε.
Στις μέρες, στα χρόνια που πέρασαν δε σε ξέχασα ούτε μισό δευτερόλεπτο. Σε κρατώ μέσα μου πολύτιμο φυλακτό. Όχι για τη Λάσκαρη. Για τη Ζωή. Και μεγαλώνω και φεύγετε όλοι οι σημαντικοί μου και να … μένουν οι φωτός αλλά βασικά μένει αυτό που αισθάνομαι όταν σε σκέφτομαι.
Δεν έχεις ιδέα πόσο μου λείπεις. Δεν έχεις ιδέα πόσο σε ευχαριστώ
Δεν έχεις ιδέα πόσο πολύ σε αγαπώ. Για το τώρα, το πριν, το μετά και το πάντα.
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΑΥΤΑ: