Μετά από καμιά 10αριά χρόνια ένα εμβληματικό μυθιστόρημα που με βαθιά συγκίνηση έχει καταγραφεί στη μνήμη βιβλιοφάγων και μη, αλλά και «χτυπήθηκε» από μερίδα μη αριστερών, μεταφέρθηκε ξανά στο θέατρο σε μια πολυπρόσωπη παραγωγή και μετά από μια καλή αθηναϊκή πορεία το βγάλαν σεργιάνι περιοδεύοντας την καλοκαιρινή Ελλάδα για να εισπράξουν προφανώς, την ίδια αποδοχή.
Έτσι βράδυ περασμένης Παρασκευής στο θέατρο Γης, οι προσδοκίες για τη «Μητέρα του Σκύλου» του Παύλου Μάτεσι ήταν μεγάλες, αλλά από το πρώτο κιόλας μισάωρο, και πολύ λέω, όλες πήγαν στράφι…
Δεν θα αναλωθούμε στο τι λέει το έργο, στους χαρακτήρες και στα όποια βαθιά μηνύματα, να πάτε να αγοράσετε το βιβλίο ή δανειστείτε το, γενικώς ξεστραβωθείτε και ξεκολλήστε από την ευκολία του διαδικτύου, μη τα περιμένετε όλα στο χέρι περνώντας κατευθείαν στην παράσταση καθώς για τη καταστροφή υπάρχουν υπαίτιοι, η εξής μία…
Πρώτα απ’ όλα η Υρώ Μανέ, η πρωταγωνίστρια του έργου που υποδυόμενη την Ραραού δεν πρόσθεσε απολύτως τίποτα υποκριτικά σε σχέση με όσα έχουμε δει στο παρελθόν από την ίδια και μη πάμε μακριά, αντιγράφοντας τη προηγούμενη της επιτυχία που ήταν η «Ρένα» του Κορτώ. Κυριολεκτικά μια κακέκτυπη επανάληψη επαναλαμβάνοντας τις ίδιες μανιέρες, μακρόσυρτες κραυγές, πνιχτά τσιριχτά, σκαμπρόζικες τσαχπινιές, ανώφελα κουνήματα, αδούλευτες τραγουδιστικές αποδόσεις, ενώ στα ντεμέκ δραματικά, στόμφο και επιτηδευμένη μελούρα έδινε και έπαιρνε. Ώρες και στιγμές μου θύμιζε ακόμη και τη νεαρή γυναίκα από έπαιζε στα τηλεοπτικά «Εγκλήματα» του …1998!
Δεν μπορώ να τη δικαιολογήσω σε τίποτα καθώς η πραγματοποίηση τούτης της παράστασης ήταν ένα από τα όνειρα της ζωής της αλλά δεν έδωσε τη πρέπουσα σημασία πιστεύοντας πως και αυτή η ηρωίδα είναι του χεριού της για να την παίξει τελικά, ως μια από τα ίδια. Σημειώνω, ένας από τους σκοπούς και στόχους των μεγάλων και σπουδαίων ηθοποιών είναι μέσω των ρόλων τους να έχουν εξέλιξη στο χρόνο, αλλά οι περισσότεροι που να τη βρουν όταν επαναπαύονται σε χιλιοειπωμένες τυποποιήσεις, αναρωτιέμαι όμως πόσο ικανοποιημένοι νιώθουν βλέποντας μια βαλτωμένη υποκριτική δεινότητα που προφανές πια, δεν έχουν την ικανότητα να πάνε παρακάτω.
Τι δεν έπραξε; Τα αυτονόητα, να μπει στην ψυχοσύνθεση ενός πονεμένου αλλά ιδιάζουσα χαρακτήρα που στο διάβα των δεκαετιών περνά τα πάνδεινα τόσο σε πολιτικό, κοινωνικό και προσωπικό δράμα. Να φωτίσει τη ψυχής μιας «άλλης» ελληνίδας που βλέπει τη χώρα της, το τόπο και την οικογένειά της να βάλλεται πανταχόθεν. Σε όλα αυτά υπήρξε παντελής έλλειψη συναισθήματος, όχι μόνο της ίδιας, συνολικά όλης της παράστασης.
Το γεγονός δε πως έχει ΚΑΙ την καλλιτεχνική επιμέλεια, βαρύνεται ακόμη περισσότερο με τη διαπίστωση πως έκοβε και έραβε, έχοντας λόγο για τα πάντα, άρα και το ύφος της παράστασης.
Το οποίο ήταν ξεκάθαρα εμπορικό, σε καμιά περίπτωση καλλιτεχνικό με κυρίαρχο το λαϊκό εύκολο θέαμα. Τουτέστιν: ατακαδόρικη αφήγηση, ψιλοπαίξιμο από κανένα αστειάκι, σφήνα με δράμα κανένα μουσικό και πάμε απ’ την αρχή ώστε να «ρολάρει» όπως όπως το πόνημα του συγγραφέα. Συνέπεια όλων αυτών μια ακατάσχετη πεζή φλυαρία, που με όλα τα παρελκόμενα ξεπέταγαν γεγονότα, εποχές, πρόσωπα και βαρύνουσες καταστάσεις.
Έτσι, ο καλός σκηνοθέτης Κώστας Γάκης δεν πάτησε πόδι, δεν πρόσθεσε στίγμα αλλοτινών καλών παραστάσεων, για παράδειγμα της εξαίρετης «Ιστορίας χωρίς Όνομα», παρά μια διεκπεραίωση, ένα μπες βγες μέχρι φτάνοντας σε ένα βατό, αλλά λυτρωτικό, γιατί τελείωνε, φινάλε. Σαφώς έχει μερίδιο ευθύνης και του το καταλογίζουμε.
Ωστόσο και η σύνθεση συνολικά του θιάσου υπήρξε απόλυτα αδιάφορη. Καρφωμένος ο Παναγιώτης Μπουγιούρης σε μια καρέκλα να παριστάνει άτεχνα έναν γιατρό, αλλά και η πάντα καλή Τάνια Τρύπη φάνηκε να το ξεπετάει τώρα, ποιανού ιδέα ήταν να πάρει στο θίασο τον Σπύρο Μπιμπίλα να του δώσουμε ….συγχαρητήρια για την επιλογή του. Κατάφερε όλους τους ρόλους να τους παίζει όπως χρόνια ξέρει, άχρωμα, άοσμα, άγευστα ή αλλιώς μια καρικατούρα. Λοιποί και μουσικοί ήδη τους ξεχάσαμε.
Οπότε τι μένει από μια παράσταση που η ελαφρότητά της καταπίνει τον ικανότατο Παύλο Μάτεσι που επιχείρησε να αναδείξει τις πληγές που έχει αφήσει στην ψυχή ο πόλεμος, η κατοχή και η μεταπολεμική ζωή; Για τους ψυλλιασμένους να γυρίσουν τη πλάτη σε αυτή τη παράσταση που με το ζόρι αντέξαμε τα ατέλειωτα 120 λεπτά, λοιπούς, να χαριεντίζονται με το «δράμα» της Υρώ Μανέ…
Βαθμολογία: 1/10