Είδε η Αννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Την ιστορία του Άλαν Τούρινγκ τη γνωρίσαμε μέσα από την κινηματογραφική ταινία «Το παιχνίδι της μίμησης» (Theimitation game) που κυκλοφόρησε το 2014, με τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Την εταφορά της στο θέατρο, ένα ιδιαίτερα προκλητικό και ομολογουμένως ενδιαφέρον εγχείρημα, παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αριστοτέλειο με τον τίτλο «Η μηχανή του Τούρινγκ», σε σκηνοθεσία Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, με τον Ορφέα Αυγουστίδη στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο Άλαν Τούρινγκ υπήρξε ένας σπουδαίος επιστήμονας που κατόρθωσε με τις εφευρέσεις του, κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, να αποτρέψει τον θάνατο εκατομμύριων ανθρώπων. Διετέλεσε επικεφαλής της περίφημης ομάδας του «κτιρίου οκτώ», που είχε ως αποστολή να αποκωδικοποιήσει μηνύματα των γερμανικών ναυτικών δυνάμεων. Χάρη σ’ αυτόν η Βρετανική αντικατασκοπεία κατόρθωσε να σπάσει τους κώδικες enigma των Ναζί με αποτέλεσμα τη νίκη των συμμάχων στην μάχη του Ατλαντικού και τη συντόμευση του πολέμου κατά δύο χρόνια. Παρά την τεράστιας σημασίας προσφορά του στην ανθρωπότητα, το έργο του παρέμενε στην αφάνεια μέχρι το 2013, εξαιτίας των ομοφυλοφιλικών του προτιμήσεων, που κατά την εποχή του αποτελούσαν ποινικό αδίκημα…
Η παράσταση βρίσκει στον Άλαν Τούρινγκ, το 1954, στην σοφίτα όπου κατοικεί. Μόνος, στους τέσσερις τοίχους του μικρού του διαμερίσματος, βιώνει τον περιορισμό και την απομόνωση που του επιβλήθηκε από τις αρχές, αλλά και τη βία στο σώμα του, καθώς αναγκάστηκε να δεχθεί μια επίπονη ορμονοθεραπεία για να «θεραπευτεί» από την παράνομη σεξουαλικότητά του. Μια τιμωρία παράλογη που πλήττει τον οργανισμό αλλά κυρίως την ψυχολογία του ανθρώπου, θεωρώντας τον ένα λάθος της φύσης που πρέπει πάσει θυσία να διορθωθεί. Αναπολώντας το παρελθόν διηγείται περιστατικά της ζωής του, περιγράφει πρόσωπα και καταστάσεις, μιλά για τον πατέρα του, τον αγαπημένο του φίλο, έναν εραστή που τον κατέδωσε στις αρχές, για την δουλειά του, την εφεύρεση του, την φιλοδοξία να κατασκευάσει μια νοήμονα μηχανή που να μπορεί όχι μόνο να εκτελεί πολύπλοκους υπολογισμούς αλλά και να διαθέτει ελεύθερη σκέψη, να έχει συναισθήματα ακόμα και να ερωτεύεται… Ο φωτισμένος νους του συλλαμβάνει έννοιες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, που εβδομήντα χρόνια πριν υπήρχαν, απλά, στην φαντασία λίγων. Συχνά επαναλαμβάνει τις φράσεις του και τις ηχογραφεί. Κρατά στο χέρι του ένα μήλο και αναφέρεται στην αγαπημένη του ταινία, την Χιονάτη, προμηνύοντας το τραγικό του τέλος…
Η παράσταση που παρακολουθήσαμε αποτελεί μια έξοχη διασκευή (+) του έργου του Γάλλου συγγραφέα Μπενουά Σολέ. Την επιμελείται ο ίδιος ο σκηνοθέτης, Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο οποίος επιλέγει να προχωρήσει πέρα από την απλή αφήγηση της τραγικής αυτής ιστορίας. Η σκηνοθετική προσέγγισή του κατορθώνει να διεισδύσει στο ιδιοφυές μυαλό του Τούρινγκ και να μας κάνει κοινωνούς του πολύπλοκου τρόπου σκέψης του, να φωτίσει έντεχνα όλες τις πτυχές της προσωπικότητάς του, να μας μυήσει στα σκοτάδια και τις φωτεινές αναλαμπές του, να επικοινωνήσει τις λαχτάρες, τις αγωνίες του, την μοναξιά του, την ανάγκη του για συντροφικότητα την οποία καλύπτει με το να ακούει την μαγνητοφωνημένη φωνή του.
Ο σκηνοθέτης παραλαμβάνει ένα πολυπρόσωπο κείμενο και το μετατρέπει σε έναν δυναμικό, συγκινητικό μονόλογο και ταυτόχρονα ένα έξοχο ψυχογράφημα. Δεν επιλέγει μια γραμμική χρονολογικά αφήγηση. Αντιθέτως, με τρόπο απελευθερωτικό, ακολουθεί την ακανόνιστη σκέψη του ήρωα παραθέτοντας τα γεγονότα με την τυχαία σειρά που ο ίδιος τα ανακαλεί στην μνήμη του. Ταυτόχρονα επιτρέπει στα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας να γεννηθούν σταδιακά, μέσα από τις αναμνήσεις του ήρωα, να πάρουν σάρκα και οστά, όπως ο ίδιος τα θυμάται και περιγράφει. Αξίζει να σημειώσουμε την ευρηματική σκηνοθετικά, συμβολική αντιμετώπιση του μήλου, που κυριαρχεί στην ιστορία του Τούρινγκ και ουσιαστικά προοικονομεί τον θάνατό του. Το μήλο είναι διακριτικά εκεί σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Το παραμύθι της Χιονάτης αχνοφαίνεται πίσω από την εξιστόρηση των γεγονότων και καθιστά σταδιακά σαφές ότι θα αποτελέσει την δίοδο διαφυγής του Τούρινγκ από την σκληρή πραγματικότητα και θα οδηγήσει την ιστορία προς το τέλος της.
Το λεπτομερές σκηνικό της Όλγας Μπρούμα, εκ πρώτης όψεως αποτελεί μια ρεαλιστική απεικόνιση ενός διαμερίσματος εκείνης της εποχής, με πλήθος αντικειμένων, στριμωγμένα σε ένα περιορισμένο κατασκευαστικά χώρο. Με την εξέλιξη της ιστορίας η όλη σύλληψη φωτίζεται καθώς η συμβολικότητά της γίνεται αντιληπτή. Αυτό που βλέπουμε δεν είναι μόνο για μια κατοικία…Είναι η φυλακή που του επέβαλε το δικαστήριο, είναι τα δεσμά της σεξουαλικής του ταυτότητας, είναι το εσωτερικό του μυαλού του στο οποίο εγκλωβίζονται οι σκέψεις και οι θύμησές του, είναι ο καθρεπτισμός της ακαταστασίας που επικρατεί σε αυτό, των αναμνήσεων που αναμοχλεύει, είναι τα φώτα που ανάβουν και τις συμβολίζουν, είναι η επιλογή του να τις σβήσει όταν πλησιάζει το τέλος…
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η συμμετοχή του πρωταγωνιστή στους κατά τα άλλα καθοριστικούς φωτισμούς του Νίκου Βλασόπουλου που δημιουργούν το σκοτεινό, κατά βάση, σκηνικό περιβάλλον που συμβαδίζει άριστα με την όλη σκηνοθετική προσέγγιση.
Καίρια, επίσης, είναι η συμβολή της μουσικής της Μαρίζας Ρίζου που δημιουργεί ένα ηχητικό περιβάλλον απολύτως συμβατό με τον χαρακτήρα της παράστασης. Με μελωδίες άλλοτε πιο στενάχωρες, «σκοτεινές» και άλλοτε πιο ζωντανές αναδεικνύει την δυναμική του μονολόγου, εντείνοντας αρκετά επιτυχημένα τις στιγμές συναισθηματικής φόρτισης και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του πρωταγωνιστή.
Η ερμηνεία του Ορφέα Αυγουστίδη, ανθρώπινη, ζεστή, ειλικρινής και συγκινητική φωτίζει το κείμενο και αναδεικνύει την τραγικότητα του ήρωα. Αποδίδει τον χαρακτήρα του σπουδαίου επιστήμονα αβίαστα και φυσικά, με λεκτική και σωματική άνεση, με μια αφοπλιστική, εσωτερική ερμηνεία που φανερώνει ότι βρίσκεται διαρκώς μέσα στο μυαλό του, ότι ζει το ψυχολογικό παραλήρημα και την τρέλα του. Δίνει μόνος του επί σκηνής ένα ρεσιτάλ υποκριτικής, ζωντανεύοντας παράλληλα τους υπόλοιπους χαρακτήρες του έργου, μιμούμενος έξοχα τις φωνές αλλά την κίνησή τους, σε ένα απίθανο παιχνίδι μεταμόρφωσης δίχως κανένα απολύτως μέσο πέραν της υποκριτικής του δεινότητας. Με απλότητα και αυθεντικότητα επικοινωνεί στο κοινό τα συναισθήματά του επιστήμονα, την απόρριψη, την απογοήτευση, την προδομένη φιλοδοξία, την ανεκμετάλλευτη προοπτική, την επιλογή του να δώσει ο ίδιος τέλος στο μαρτύριο που ζούσε.
Ξεχωριστή πραγματικά στιγμή η απόδοση της ερωτικής σκηνής, με μόνο τον ηθοποιό πάνω σε μια καρέκλα, σε μια ευρηματική σκηνοθετικά επιλογή που αποδόθηκε με απίστευτο συναίσθημα και πάθος. Από τις σκηνές που σου μένουν στο μυαλό για πολύ καιρό…
Αν θα έπρεπε, τέλος, να παρατηρήσω κάτι (-) στην συγκεκριμένη παράσταση αυτό θα αφορούσε στο κομμάτι της μουσικής, η οποία θα μπορούσε κάλλιστα να διαδραματίσει πιο σημαντικό ρόλο και να κάνει περισσότερο αισθητή την παρουσία της. Υπάρχουν στιγμές, που ίσως επειδή η ερμηνεία του πρωταγωνιστή σε συνεπαίρνει, η μουσική επένδυση περνά σχεδόν απαρατήρητη.
Συμπερασματικά (=) παρακολουθήσαμε έναν δυνατό και πολύ συγκινητικό μονόλογο, σε μια έξοχη διασκευή, με ευρηματική σκηνοθεσία και μια βαθιά συναισθηματική και τεχνικά απαιτητική ερμηνεία που άγγιξε το κοινό. Ένα ιστορικό ντοκουμέντο και ταυτόχρονα ένα ενδελεχές ψυχογράφημα ενός ανθρώπου με ευαισθησία και όραμα που εξαιτίας της διαφορετικότητάς του εξοντώθηκε από την πουριτανική, ομοφοβική κρατική μηχανή…
Βαθμολογία: 7,1/10