Με έντονη δόση χιούμορ και αυτοσαρκασμού ο Αντώνης Καφετζόπουλος μιλάει για τη σχέση του με τον γιο του, τον Γιώργο Καφετζόπολουλο εντός και εκτός θεάτρου, για τη στάση του απέναντι στις κριτικές της δουλειάς του αλλά και για τη θέση της πολιτείας απέναντι στα προβλήματα των καλλιτεχνών.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1969 εισήχθη στο Οικονομικό και Πολιτικό τμήμα της Νομικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως στέλεχος δισκογραφικής εταιρίας και ως ηχολήπτης μουσικής, ενώ παράλληλα σπούδασε υποκριτική. Η πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση στο θέατρο ήταν κοντά στην Έλλη Λαμπέτη και στο έργο “Φιλουμένα Μαρτουράνο”, ενώ στην τηλεόραση έγινε γνωστός από την “Αστροφεγγιά” και “Το μινόρε της αυγής” και την “Παραγγελιά” στον κινηματογράφο. Έχει εργαστεί ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και σεναριογράφος και έχει διδάξει σε σεμινάρια υποκριτικής και σεναρίου. Το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο, μια σημαντική διάκριση για τον ελληνόφωνο κινηματογράφο. Το 2011 η ερμηνεία του στην ταινία «Άδικος Κόσμος» απέσπασε το «Ασημένιο Κοχύλι Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας» στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν. Το διάστημα 2004-2005 παρουσίασε την εκπομπή “Εύρηκα” στο Mega Channel, μαζί με το Γιώργο Ζαρκαδάκη, ενώ από το 2007 συμμετέχει στην κριτική επιτροπή του διαγωνισμού Famelab για την επικοινωνία της επιστήμης. Το 2007 σκηνοθέτησε το θεατρικό έργο του Απόστολου Δοξιάδη με τίτλο “17η νύχτα” και θέμα το Θεώρημα της μη πληρότητας του Γκέντελ. Στις ευρωεκλογές του 2009 ήταν υποψήφιος με τους Οικολόγους Πράσινους.
Συνέντευξη στην Ελπίδα Παπαδανιήλ για την Κουλτουρόσουπα.
«Το «Τάο» πραγματεύεται θέματα αιώνια και πανανθρώπινα, σχέσεις εξουσίας και χρήματος, αλλά και πολύ πιο ιδιαίτερες σχέσεις, όπως πατέρας-γιός, τη στάση που έχουμε για τη ζωή και άλλα. Η ιδιομορφία του όμως και αυτό που το κάνει πολύ ενδιαφέρον είναι ότι όλα αυτά γίνονται σε ένα πλαίσιο έξω από οποιαδήποτε πολιτική ή εθνικότητας, σε ένα πλαίσιο ανθρώπων της νύχτας. Ο μπαμπάς είναι γκάνγκστερ, μόλις έχει βγει από τη φυλακή, ο γιος φιλοδοξεί να είναι ο διάδοχος σε αυτό το βασίλειο της νύχτας και υπάρχει και ο σφετεριστής του θρόνου που τον παίζει ο Θοδωρής Σκυφτούλης. Όλοι αυτοί κουβαλάνε και ένα πιστόλι πάνω τους οπότε τα πράγματα ώρες ώρες φαίνονται να είναι αστεία, να υπάρχουν εντάσεις αλλά πάντοτε καραδοκεί ο κίνδυνος να γίνουν αιματηρά».
Ε.Π.: Πώς νιώσατε όταν πρωτοδιαβάσατε το κείμενο του Γιώργου; Ήσασταν από τους πρώτους;
Α.Κ.: Δεν ξέρω εάν ήμουν ο πρώτος, πάντως σίγουρα από τους πρώτους! Στην αρχή μου έδωσε μισό κείμενο με την προτροπή να το παίξουμε μαζί. Ξεκίνησε σαν οικογενειακό αστείο κάπως.. Ξέρετε, ποτέ στη ζωή μου δεν ήθελα να καθορίζω ως παραγωγός ή ως θιασάρχης το τι θα κάνει… Περισσότερο περίμενα να μου προτείνει πράγματα και να τα κάνει.. Το κείμενο μου άρεσε πάρα πολύ!! Του είπα ότι δεν θα έπρεπε να το αφήσει στη μέση γιατί ήταν πάρα πολύ καλό. Δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα βρίσκαμε τρόπο να το ανεβάσουμε. Προσπαθήσαμε να το παίξουμε ανάμεσα στις περιόδους της καραντίνας, αλλά δεν το καταφέραμε.. Μόνο τρεις παραστάσεις προλάβαμε να κάνουμε. Έτσι το ξεκινήσαμε και πάλι πέρσι. Πήγε πάρα πολύ καλά στην Αθήνα και το συνεχίζουμε για δεύτερη χρονιά. Αποφασίσαμε όμως να το ταξιδέψουμε και σε άλλες πόλεις και έτσι φτάσαμε και στη Θεσσαλονίκη. Βέβαια οι παραστάσεις στην Αθήνα συνεχίζονται γιατί είναι μια παραγωγή που μεταφέρεται πολύ εύκολα σκηνικά.

Με τον γιό του Γιώργο Καφετζόπουλο
Ε.Π.: Γιώργος Καφετζόπουλος, πώς είναι να συνεργάζεσαι με το παιδί σου; Και είστε και επί σκηνής πατέρας και γιος…
Α.Κ.: Μα αυτή ήταν η ιδέα.. Όπως σας είπα ξεκίνησε ως ένα οικογενειακό αστείο… Ξέρετε δεν υπάρχει διαφορά. Όταν δύο άνθρωποι είναι ηθοποιοί καλούνται να συναντηθούν επί σκηνής και δεν έχει καμία σημασία εάν είναι πατέρας και γιος. Είτε ταιριάζεις, υπάρχει μια παρόμοια φιλοσοφία που δεν έχει να κάνει καθόλου με τη συγγένεια είτε δεν έχεις αυτό το ταίριασμα. Εμείς εδώ το έχουμε..
Ε.Π.: Παρεμβαίνετε στη δουλειά του; Τον συμβουλεύετε; Πώς είστε ως μπαμπάς;
Α.Κ.: Προσπαθώ με τα παιδιά μου να μην λέω κουβέντες του αέρα, να δίνω συμβουλές απλά για να δίνω… Και όχι μόνο με τα παιδιά αλλά γενικότερα προσπαθώ να κρατάω αυτή τη στάση απέναντι σε όλους. Πιστεύω ότι μία από τις μεγαλύτερες ασθένειες της κοινωνίας μας είναι η υπερπροστατευτικότητα που έχουμε ως γονείς απέναντι σε αυτούς που δικαίως νοιαζόμαστε και αγωνιούμε… Πρέπει όμως να αφήνουμε τους ανθρώπους να πετάνε μόνοι τους..

Σκηνή από την παράσταση “Τάο” που παρουσιάζεται στο θέατρο Αυλαία
Ε.Π.: Σας βρήκε σύμφωνο η απόφαση του Γιώργου να ακολουθήσει τα δικά σας χνάρια;
Α.Κ.: Εφόσον αποφάσισε να πάει τη Δραματική Σχολή, να σπουδάσει και να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο αντικείμενο, ούτε η μητέρα του ούτε και εγώ φέραμε αντιρρήσεις. Όχι γιατί θεωρούσα ότι θα είναι εύκολο… Αποδείχθηκε μάλιστα ότι για τον Γιώργο δεν ήταν καθόλου εύκολο να μπει στη δουλειά… Ξέρετε το να είσαι ο γιος κάποιου που είναι ήδη γνωστός στη συγκεκριμένη δουλειά από τη μια ακούγεται σαν πλεονέκτημα αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα τεράστιο μειονέκτημα γιατί όλοι περιμένουν από εσένα ή να είσαι το αντίγραφο του πατέρα σου ή υπάρχει πάντα η καχυποψία ότι θα σε βάλει κάπου ο πατέρας σου να παίξεις… Είναι ένα τεράστιο εμπόδιο.. Η μόνη μου αγωνία ας πούμε ήταν εάν η απόφασή του ήταν όντος σωστή και του ταιριάζει αυτή η δουλειά. Γιατί καμιά φορά οι νέοι άνθρωποι επιλέγουν να κάνουν πράγματα με κριτήρια άλλα και όχι ορθολογικά.
Ε.Π.: Ο Γιώργος όμως χειρίζεται πάρα πολύ καλά αυτές τις δυσκολίες, σχετικά με την απόλυτα επιτυχημένη πορεία σας και τη δική του απόφαση να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο…
Α.Κ.: Φαντάζομαι ότι το έργο γράφτηκε και για αυτό το θέμα… Υπάρχει ένα σχόλιο στο έργο για αυτή την ειδική πραγματικότητα, – Ο γιος του πετυχημένου γκάνγκστερ που προσπαθεί να ορθοποδήσει στον κόσμο της νύχτας έχει μια αναλογία με το γιο του επιτυχημένου ηθοποιού πώς θα μπορέσει να ορθοποδήσει στον κόσμο του θεάτρου και της υποκριτικής.. Υποθέτω ότι όταν έγραφε το έργο ο Γιώργος το είχε πάρει πολύ σοβαρά υπόψιν του αυτό. Βλέπω όμως ότι το αντιμετωπίζει με σαρκασμό και χιούμορ και έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Έχει φτιάξει ένα χαρακτήρα για τον εαυτό του που είναι πολύ ενδιαφέρον αλλά και πολύ ακραίος.
Ε.Π.: Τι σας συγκινεί περισσότερο στο έργο;
Α.Κ.: Να σας πω την αλήθεια, εδώ και πάρα πολλά χρόνια είχα να διαβάσω ένα ελληνικό έργο τόσο περίπλοκο, τόσο βαθύ και ταυτόχρονα τρομερά διασκεδαστικό και κατανοητό ακόμη και για το θεατή που έρχεται να περάσει δυο ευχάριστες ώρες στο θέατρο. Είναι ένα εξαιρετικό έργο και νομίζω ότι σιγά σιγά του αναγνωρίζεται αυτή η ποιότητα. Γιατί ξέρετε το συγκριτικό πλεονέκτημα που έχει το ελληνικό θέατρο είναι ότι διαθέτει πολύ καλούς ηθοποιούς, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε χειμώνα υπάρχουν εξαιρετικές παραστάσεις που όμως δεν έχουν όλες το βάθος ενός αξιόλογου έργου. Εδώ είχαμε την τύχη να είναι πολύ αξιόλογο το έργο, τα καταφέρνουμε και εμείς ως ηθοποιοί αρκετά καλά γιατί βασικά ο συνδυασμός είναι αυτός που μετράει. Έχω παίξει σε πολύ καλές παραστάσεις, έχω παίξει σε σπουδαία έργα, στο «Τάο» όμως αυτό που θα πρέπει να γνωρίσουν οι άνθρωποι που ασχολούνται με την κριτική είναι ότι έχει πολύ μεγάλη σημασία το κείμενο, οι χαρακτήρες και η δραματουργία του, η πλοκή του. Το έργο τα έχει όλα αυτά και ως εκ τούτου είναι ένα πολύ αξιοσημείωτο συμβάν στο ελληνικό θέατρο και πιστεύω ότι θα του αναγνωριστεί αυτό.
Ε.Π.: Πώς βλέπετε τις κριτικές που γράφονται για τις θεατρικές παραστάσεις; Τους ανθρώπους που κάνουν την κριτική…
Α.Κ.: Ποτέ δεν υπάρχει γενική απάντηση σε αυτά.. Δηλαδή μπορεί να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις με την φιλοσοφία και το επίπεδο του κάθε κριτικού ξεχωριστά, δεν μπορείς να τους τσουβαλιάσεις όλους. Προσωπικά για να είμαι ειλικρινής, εδώ και τέσσερις δεκαετίες, ίσως και παραπάνω, πήρα την απόφαση να μην ασχολούμαι με την κριτική. Διαβάζω τις κριτικές, δεν έχω απαντήσει ποτέ, δεν έχω θιγεί ποτέ και θεωρώ ότι είναι δικαίωμα κάποιου με τον τρόπο που κέρδισε το προνόμιο να γράφει κάπου και να εμφανίζεται ως κριτικός θεάτρου, να κάνει τη δουλειά του και ας κριθεί…. Όπως έλεγε και ο Τζέιμς Μποντ « Ζήσε και άσε και τους άλλους να ζήσουν…». Παλαιότερα οι κριτικοί, όπως ο Γεωργουσόπουλος, η Ροζίτα Σώκου και πολλοί ακόμη, είχαν και αυτοί στην εποχή τους πολύ διαφορετικές προσεγγίσεις. Να σας πω την αλήθεια, δεν αισθάνθηκα να ταυτίζομαι ποτέ με κανένα από αυτούς. Πήγαινα και έβλεπα παραστάσεις που είχαν αρνητικές κριτικές και μου άρεσαν πολύ και αντίθετα παραστάσεις που υμνούσαν τις έβρισκα φτωχές και τετριμμένες. Δεν με ένοιαζε ποτέ αυτό και δεν με νοιάζει και στις μέρες μας που υπάρχει περισσότερη πολυφωνία. Τώρα γενικά στην εποχή μας υπάρχει μια ελαφρότητα… Είναι πιο εύκολο να γράφεις και να διαδίδεις αυτό που έγραψες.. Ως εκ τούτου ο πλεονασμός αυτός φέρνει και μια ελαφρότητα μαζί του. Έτσι είναι η εποχή μας όμως.

Από τη ταινία Ρεβάνς (1983)
Ε.Π.: Τι σας αρέσει στη Θεσσαλονίκη; Υπάρχουν μέρη που τα επισκέπτεστε κάθε φορά που έρχεστε;
Α.Κ.: Έχω μια παλιά και βαθιά σχέση με τη Θεσσαλονίκη χωρίς να κατάγομαι από εδώ… Γεννήθηκα στην Κωνσταντινούπολη και ήρθα φοιτητής το 1979 στο Αριστοτέλειο. Έμεινα στη Θεσσαλονίκη για δυόμιση χρόνια περίπου. Μετά τα παράτησα γιατί δεν είχε νόημα αυτό που έκανα, οι σπουδές των οικονομικών. Δεν με ενδιέφερε το αντικείμενο αυτό. Όταν έφτασα στη Θεσσαλονίκη λοιπόν, μου φάνηκε σαν πρώτη ξαδέρφη της πατρίδας μου, της Κωνσταντινούπολης.. οι μυρωδιές, τα φαγητά, οι άνθρωποι, η προφορά, τα ήθη και τα έθιμα, η φιλοξενία των ανθρώπων…. Από τότε, από τη δεκαετία του 1980 περίπου και μετά, έρχομαι κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη και περνάω δέκα-είκοσι ημέρες, μπορεί και παραπάνω.. Την αισθάνομαι σαν το δεύτερο σπίτι μου.
Ε.Π.: Υπάρχουν μέρη που τα επισκέπτεστε κάθε φορά που έρχεστε;
Α.Κ.: Είμαι μεγάλος θαυμαστής της παραλίας… Μου αρέσει να βγαίνω και να περπατάω στην παραλία ή με το ποδήλατο κάνω μια βόλτα μέχρι την Καλαμαριά ή το Μέγαρο Μουσικής. Είναι από τα ωραιότερα μέρη που έχω συναντήσει.
Ε.Π.: Πώς βλέπετε το θεατρόφιλο κοινό της πόλης;
Α.Κ.: Παλαιότερα, όταν ξεκίνησα στο θέατρο ήταν το κοινό της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και το υπόλοιπο ήταν το κοινό της επαρχίας. Τώρα πια δεν υφίσταται κάτι τέτοιο. Το κοινό πλέον αντιδρά με τον ίδιο τρόπο και στο δράμα και στην κωμωδία από άκρη σε άκρη σε όλη την Ελλάδα. Δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις… Αυτό έχει τα καλά του και τα κακά του. Από τη μια χάθηκε μια τοπική ομορφιά που υπήρχε αλλά από την άλλη συνεννοούμαστε όλοι πολύ καλύτερα και αυτό είναι πολύ καλό. Η Θεσσαλονίκη πέρασε κάποιες περιόδους κατά τις οποίες δεν υπήρχε αρκετή παραγωγή και προσφορά παραστάσεων. Τώρα νομίζω ότι δεν είναι έτσι. Υπάρχουν πολλά πράγματα που γίνονται στη Θεσσαλονίκη. Για μια παράσταση που θα καταφέρει να σταθεί στα πόδια της στην Αθήνα, η Θεσσαλονίκη είναι απαραίτητος και σημαντικός σταθμός.
Ε.Π.: Γιατί είναι σημαντικό το πέρασμα από τη Θεσσαλονίκη;
Α.Κ.: Καταρχήν γιατί η υπάρχει αυτή η ευγενής και καλή φιλοδοξία, να θέλεις να δει την παράσταση μεγαλύτερο κοινό και δεύτερον γιατί η παραγωγή υπολογίζει σε μια μεγάλη αγορά όπως είναι η Θεσσαλονίκη.
Ε.Π.: Έχετε διαγράψει μια πολύ μεγάλη και λαμπρή πορεία τόσο στο θέατρο όσο και στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο και μάλιστα από πολλές πλευρές. Πώς νιώθετε; Απολαμβάνετε την επιτυχία;
Α.Κ.: Προσωπικά είμαι πολύ ικανοποιημένος από όλα όσα έχω κάνει. Πιστεύω ότι γενικά οι άνθρωποι είναι ικανοποιημένοι όταν συνειδητοποιήσουν και πάρουν την απόφαση ότι ποτέ στη ζωή του ένας άνθρωπος δεν θα πετύχει όλα όσα ονειρεύτηκε στα δεκαεννιά του χρόνια. Εάν συνειδητοποιήσεις ότι αυτή η ζωή δεν φτάνει για να κάνεις όλα όσα φαντάστηκες ότι θα κάνεις και αποτιμήσεις όλα όσα έχεις κάνει υπάρχει μια ικανοποίηση, νιώθεις εντάξει με τον εαυτό σου και κοιμάσαι ήσυχος. Εάν θεωρείς ότι αυτά που ονειρεύτηκες στα δεκαεννιά σου δεν τα πέτυχες όλα και δεν έκανες πολλά πράγματα, αυτό είναι παράγοντας αυτό-οικτιρμού, δυστυχίας και αυτό-μαστιγώματος.
Ε.Π.: Η δημοσιότητα, η δημοφιλία επηρέασε τη ζωή σας;
Α.Κ.: Ναι, αλίμονο… Είναι κάτι που το κάνεις γιατί θέλεις να διακριθείς στη δουλειά σου, για βαθύτερους προσωπικούς λόγους. Θέλεις να είσαι καλός στη δουλειά σου. Η ομορφιά αυτού του επαγγέλματος είναι ότι επειδή είναι τόσο δημόσιο και παίζεις ρόλους, δανείζεις την εξωτερική σου εμφάνιση και την ύπαρξη με κάποιο τρόπο σε χαρακτήρες και ο κόσμος νομίζει ότι αυτός που περπατάει δίπλα τους στην Τσιμισκή είναι ο χαρακτήρας που είδανε πριν δέκα χρόνια στην τηλεόραση. Αυτό λοιπόν εισβάλει στην προσωπική σου ζωή και σε επηρεάζει. Το θέμα είναι να μην σε αλλάξει ή αυτό που λέγαμε παλιά «να μην την ψωνίζεις».

Από τη τηλεοπτική επιτυχία “Και οι Παντρεμένοι έχουν ψυχή”, δίπλα στη Ρένια Λουιζίδου
Ε.Π.: Με ποιον τηλεοπτικό χαρακτήρα έχετε ταυτιστεί περισσότερο από τον κόσμο;
Α.Κ.: Όταν ξεκίνησα έπαιζα ένα φτωχό φυματικό φοιτητή στην «Αστροφεγγιά» και συχνά με αποκαλούσαν Άγγελο… Μετά στο «Μινόρε της Αυγής» έκανα ένα ρεμπέτη και υπήρξαν άνθρωποι που νομίζανε ότι έτσι ζω, ότι είμαι ένας τύπος που παίζει μπουζούκι και τα βράδια τραγουδάει στα μαγαζιά… Με τον «Ακάλυπτο» στη σειρά «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» ήταν αλλιώς.. ήταν άλλη εποχή, υπήρχαν τα ιδιωτικά κανάλια και η επιτυχία μετρούσε διαφορετικά. Ακόμα με λένε «Ακάλυπτο» ή «Αντρέα»… Δεν με πειράζει αυτό… είναι και διασκεδαστικό καμιά φορά..
Ε.Π.: Βλέπετε να υπάρχουν σήμερα βήματα προόδου ή κάποιες βελτιώσεις στο χώρο του θεάτρου;
Α.Κ.: Όχι δεν υπάρχει κάποια σημαντική μεταβολή προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση. Η πολιτική μου εκτίμηση είναι ότι ένα πρόβλημα που έχουμε στην χώρα μας είναι ότι τα πράγματα είναι κρατικά και παρακρατικά, όλα… η οικονομία, οι σχέσεις των ανθρώπων με την επιτυχία και την αποτυχία στη ζωή τους… όλα εξαρτώνται λίγο από τον «μπαμπά κράτος». Δεν έχουμε αποφύγει στις τέχνες αυτή την παρέμβαση, την έχουμε επιδιώξει μάλλον.. Υπήρχε μια καταστροφική εποχή για τον κινηματογράφο όπου μοναδικός παραγωγός ήταν το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου η οποία οδήγησε σε αφόρητη βαρεμάρα. Το θέατρο ευτυχώς, έχει το υγιές στοιχείο ότι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ταμείο. Οι χορηγίες, ευτυχώς δεν παίζουνε τον πρωτεύοντα ρόλο. Για αυτό και το θέατρο ξεχωρίζει από τις άλλες τέχνες σε σχέση με το κοινό, γιατί έχει το δικό του κοινό. Ένα από τα αγκάθια που όλες οι κυβερνήσεις έριχναν κάτω από το χαλί είναι το θέμα των θεατρικών σπουδών, της αξίας των πτυχίων μας, το ότι δεν μπορούν τα νέα παιδιά που σπουδάζουν θέατρο να συνεχίσουν τις σπουδές τους σε ανώτερο επίπεδο, το ότι οι παλαιότεροι, με εμπειρία ηθοποιοί δεν μπορούν να διδάξουν την τέχνη τους στα ανώτατα ιδρύματα… Είναι ένα αγκάθι που η κυβέρνηση θα έπρεπε να επιλύσει.
Ε.Π.: Είναι κάτι που σας ενοχλεί ιδιαίτερα;
Α.Κ.: Προσωπικά δεν με αφορά καθόλου. Έχει να κάνει με τα νέα παιδιά. Να αποκτήσουν τα πτυχία τους μια δυνατότητα για ανώτερες σπουδές ή να τα αξιοποιήσουν ως διδάσκοντες ή θεωρητικοί.
Ε.Π.: Να πούμε και για τα επόμενά σας σχέδια;
Α.Κ.: Το «Τάο» θα παίζεται μέχρι τέλη Ιανουαρίου στην Κεντρική Σκηνή του Επί Κολωνώ σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη. Από τον Φεβρουάριο περίπου ανεβάζουμε το έργο «Αντίο κύριε Χάφμαν» σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη. Είναι ένα έργο που αφορά την περίοδο της γερμανικής κατοχής στο Παρίσι.. Κάτι πολύ διαφορετικό από το «Τάο».
Ε.Π.: Για το κλείσιμο επέλεξα ένα ερώτημα μέσα από το έργο… Τελικά, θα μπορούσαν οι άνθρωποι να είναι καλύτεροι;
Α.Κ.: Όχι.. Εννοώ ότι οι άνθρωποι είναι αυτό που είναι.. Είναι ικανοί για το χειρότερο – καθένας από εμάς ατομικά- και για το καλύτερο. Ο ίδιος άνθρωπος, την ίδια στιγμή, με μικρή διαφορά δευτερολέπτων.. Αυτή είναι η φύση μας. Είμαστε αφόρητα εγωιστές και απόλυτα κοινωνικά όντα, δηλαδή δεν μπορούμε να πετύχουμε τίποτα μόνοι μας. Και αυτή η αντίφαση μας καθορίζει και μας κάνει καμιά φορά να γίνουμε τέρατα ή άγγελοι, ανάλογα με τα σχέδιά μας. Επειδή όμως έχουμε και αυτό που λέγεται εγκέφαλος και σχολιάζουμε την ύπαρξή μας, τον εαυτό μας, έχει ο καθένας μας μια προσωπική ηθική, που δεν είναι πολύ διαφορετική από τη συλλογική. Αυτή η προσωπική ηθική τελικά καθορίζει το «ποιος είσαι» και όχι η ανθρώπινη φύση. Ο καθένας από εμάς λοιπόν έχει ελευθερία επιλογής…
Σας ευχαριστώ για το όμορφο μοίρασμα…
ΑΥΛΑΙΑ
«Τάο» του Γιώργου Καφετζόπουλου.
-Είδαμε, βαθμολογήσαμε με 7,3 και σχολιάζουμε εδώ
Ο Αντρέας Καραμούτσος προγραμματίζει τη συνταξιοδότηση του μετά από εννέα χρόνια στη φυλακή. Ο αλλοπρόσαλλος γιος του ονειρεύεται να κληρονομήσει το πατρικό «βασίλειο» της νύχτας και ο Ιωσήφ Μωυσίδης που «ανέβηκε σαν το φίδι» και πια «τρέχει» την Αθήνα, δεν προτίθεται να παραχωρήσει τίποτα.
Σκηνοθεσία: Δανάη Σπηλιώτη. Ερμηνεύουν: Αντώνης Καφετζόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης, Γιώργος Καφετζόπουλος
Ημέρες και ώρες Παραστάσεων: 16 έως 25 Νοεμβρίου. Πέμπτη, Παρασκευή: 9.00. Σάββατο 8.30 μμ
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ