Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα

Facebook – Instagram
Το έργο του βραβευμένου με Πούλιτζερ Άρθουρ Μίλερ «Ψηλά από τη γέφυρα» παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αριστοτέλειο σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη.
Ο συγγραφέας στα έργα του άσκησε κριτική στην αμερικανική κυβέρνηση αλλά και την κοινωνία της χώρας του ενώ αποδόμησε και το λεγόμενο «αμερικάνικο όνειρο». Θεωρούσε ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς βασιλιάς για να έχει τραγικότητα κι ότι οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι ανεξαρτήτως οικονομικού και κοινωνικού υπόβαθρου είναι τραγικοί ήρωες της ίδιας της ζωής τους. Μάλιστα την άποψη του αυτή είχε εκφράσει με κείμενο του στους Νιού Γιορκ Τάιμς προσπαθώντας να εξηγήσει τη φιλοσοφία της δραματουργίας του.
.
Στο «Ψηλά από τη Γέφυρα» λοιπόν κάνει τη θεωρία πράξη. Με αφορμή ένα πραγματικό γεγονός, στήνει ένα σχεδόν αστυνομικής ροής δράμα, άμεσα επηρεασμένο ως προς τη δομή του από την αρχαία ελληνική τραγωδία. Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά ως μονόπρακτο στο Θέατρο Coronet του Μπρόντγουέι τον Σεπτέμβριο του 1955. Ο Μίλερ το ξαναδούλεψε δίνοντάς του δίπρακτη μορφή για τον Πίτερ Μπρουκ που ανέβασε το έργο στο Γουέστ Εντ στο Λονδίνο (1956).

Αμερική, Μπρούκλιν, δεκαετία του ’50. Ένας Ιταλός μετανάστης, ο Έντι Καρμπόνε εργάζεται σκληρά στο λιμάνι για να συντηρήσει τη σύζυγό του Μπέατρις και την ανιψιά της Κάθριν, την οποία μεγαλώνουν σαν δικό τους παιδί. Η άφιξη Ιταλών συγγενών της Μπέατρις, που μπήκαν παράνομα στη χώρα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον και φιλοξενούνται στο σπίτι τους ανατρέπει την ισορροπία της οικογένειας. Η Κάθριν ερωτεύεται τον Ροντόλφο, τον νεαρό ξάδελφο της Μπέατρις, ξυπνώντας στη ψυχή του Έντι μια καταστροφική ζήλια, που τον ωθεί σε ακραίες συμπεριφορές.
Ξεκινώντας από το κείμενο μιλάμε για ένα δράμα με σφιχτοδεμένους διαλόγους. Οι ήρωες του είναι σμιλεμένοι κι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες που έχουν βάθος και πραγματική υπόσταση. Όσον αφορά το περιεχόμενο καταφέρνει μέσα από τις αξίες και τις ιδέες των ηρώων του να μεταφέρει αποτελεσματικά την ιδεολογία της εποχής σε ότι αφορά τη θέση της γυναίκας , τη στερεοτυπική άποψη για την αρρενωπότητα, την οικογένεια, την προδοσία, τη μετανάστευση, την εσωτερική πάλη του κάθε ανθρώπου, την καταστροφική ερωτική επιθυμία και την κοινωνική αποδοχή. Πέρα από όλα αυτά το κείμενο σίγουρα έχει και πολιτικές διαστάσεις καθώς υπάρχει ένας υπαινικτικός παραλληλισμός ανάμεσα στο κυνήγι των παράνομων μεταναστών και στο κυνήγι που είχε εξαπολύσει εκείνη την εποχή το καθεστώς Μακάρθι εναντίον όσων υπήρχαν υποψίες ότι ανέπτυσσαν κομουνιστική δράση, ανάμεσα στους οποίους και ο ίδιος ο Μίλλερ. Μια αδυναμία του συγκεκριμένου συγγραφέα, αν μπορούμε να την πούμε έτσι, είναι ότι ενώ αντανακλά εξαιρετικά την πραγματικότητα της εποχής του, μένει κατά κάποιον τρόπο εκεί. Μια μερίδα θεατών ίσως θεωρεί πως δεν έχουν διαχρονικότητα τα έργα του. Παρόλα αυτά δεν αμφισβητείται η συγγραφική του δεινότητα και τα έργα του πάντα αξίζουν θέασης ειδικά όταν τυγχάνουν εμπνευσμένου ανεβάσματος .

Ας πάμε τώρα στην παράσταση που παρακολουθήσαμε. Το τέλος της μας άφησε κάπως μπερδεμένους με την πλάστιγγα τελικά να γέρνει στην πλευρά των θετικών στοιχείων.
Στα θετικά (+) η σκηνοθεσία του Γιώργου Νανούρη επικεντρώθηκε στον λόγο, κάτι που ο Μίλερ σίγουρα θα εκτιμούσε αφού πίστευε στην «απόλυτη δύναμη των λέξεων». Παρουσίασε τους ήρωες απογυμνωμένους , ανέδειξε τις συναισθηματικές τους διακυμάνσεις και την εσωτερική τους πάλη. Εξαιρετική κι εντυπωσιακή η έναρξη με τον κεντρικό χαρακτήρα να φωτίζεται αγέρωχος στο κέντρο της σκηνής θυμίζοντας σαιξπηρικό ήρωα. Έξυπνη η χρήση της μικρής κυκλικής περιστρεφόμενης σκηνής σαν μια «αρένα» δράσης. Θα μπορούσε να είναι ο κύκλος ζωής των ηρώων στον οποίο βρίσκονται παγιδευμένοι λόγω της προδιαγεγραμμένης από τη μοίρα πορείας τους. Ή ο χρόνος που κυλάει ασταμάτητος και με την εναλλαγή της κάθε σκηνής οδηγεί τον Έντι Καρμπόνε στο «τέλος» του. Ακόμη η περιστροφή έδωσε στους θεατές την ευκαιρία να έχουν διαφορετική οπτική και εστίαση, γεγονός που είχε ενδιαφέρον πόσο δε μάλλον με την παντελή απουσία σκηνικών.
Σήμα κατατεθέν πια του Νανούρη είναι οι φωτισμοί οι οποίοι σε κάθε παράσταση είναι πολύ ιδιαίτεροι. Στον «Γυάλινο κόσμο» είχε δημιουργήσει πραγματικά ποιητικές εικόνες. Εδώ η χρήση του φωτός και του καπνού υπερτόνιζαν το αδιέξοδο του Καρμπόνε που δείχνει να πνίγεται μέσα στην εσωτερική του πάλη. Γενικά η σκηνοθεσία του χαρακτηρίζεται από απλότητα που σκοπό έχει να μην επιβαρύνει με τίποτα περίσσιο το έργο που θα αποσπάσει την προσοχή του θεατή από την τραγικότητα των ηρώων. Πέρα από τα θετικά έχουμε σοβαρές ενστάσεις που θα αναφερθούν παρακάτω.
Στα πολύ θετικά της παράστασης η μουσική επιμέλεια και πάλι του Νανούρη. Η μουσική έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο συνεισφέροντας στην ένταση των συναισθημάτων.

Ως προς τις ερμηνείες ξεχωρίζει η Ιωάννα Παππά. Η Μπέατρις που καλείται να ερμηνεύσει, είναι μια γυναίκα σε απόγνωση. Στερημένη από έρωτα, σε πλήρη συναισθηματική και κοινωνική εξάρτηση από τον άντρα της. Γνωρίζει το ένοχο πάθος του, που τον οδηγεί στην εμμονική συμπεριφορά του κι η γνώση αυτή τη συντρίβει. Είναι όμως αδύναμη κι ανίκανη να αντιδράσει. Προσπαθεί να λειτουργήσει εξισορροπητικά και να βοηθήσει την ανιψιά της να αποκτήσει τη μορφή ελευθερίας που η ίδια στερείται. Η Παππά προσδίδει στην Μπέατρις αξιοπρέπεια και τρυφερότητα. Με μια στάση σώματος μαζεμένη δείχνει απίστευτα εύθραυστη. Έχει μια ηρεμία που εναλλάσσεται μετρημένα με στιγμές έντασης όταν η απόρριψη κι ο πόνος μετατρέπονται σε θυμό και την πνίγουν. Μια δουλεμένη θαυμάσια ερμηνεία.
Ο Ρένος Ρώτας εκτός από την εντυπωσιακή εμφάνιση έχει ταλέντο και θεατρική αντίληψη. Ο Ροντόλφο αντιπροσωπεύει το αισιόδοξο κομμάτι της ζωής, την ελπίδα. Μπορεί να είναι παράνομος μετανάστης, μπορεί να αντιμετωπίζει χίλιες δυο δυσκολίες όμως είναι χαρούμενος, γεμάτος όρεξη να ζήσει τη ζωή με όλες του τις αισθήσεις. Δε φοβάται να είναι διαφορετικός. Χορεύει, τραγουδάει, ράβει, γελάει δυνατά. Είναι το καινούριο, το είδος του ανθρώπου που οδηγεί στην πρόοδο στην αλλαγή. Είναι το ακριβώς αντίθετο από τον Έντι Καρμπόνε. Ο Ρώτας όλα αυτά τα απέδωσε με μια φυσικότητα και μια ευαισθησία ζηλευτή. Ήταν η αχτίδα φωτός στη σκοτεινή ατμόσφαιρα του έργου.

Ο Έντυ Καρμπόνε του Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη είναι θυμωμένος. Θυμωμένος με τις συνθήκες ζωής, με την κοινωνία, με τον Ροντόλφο, με την Κάθριν και κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό. Η οργή ως οδηγός της ερμηνείας είναι απόλυτα δικαιολογημένος όμως ο πολύ άξιος και ικανός κατά τα άλλα, ηθοποιός παρουσίασε μονοδιάστατα τον ρόλο. Έλειπαν οι διακυμάνσεις. Ο Καρμπόνε είναι ένας άνθρωπος που παλεύει για την επιβίωση. Ένα στερεοτυπικό δείγμα αρσενικού. Δύσκαμπτος, αρνητικός σε οποιαδήποτε αλλαγή και απόλυτα τραγικός. Η τραγικότητα του έγκειται στην εσωτερική του σύγκρουση, στο απαγορευμένο του πάθος για την ανιψιά του, την Κάθριν. Είναι αυτοκαταστροφικός και η ζήλια του τον τυφλώνει τόσο που φτάνει να προδώσει τις ηθικές του αξίες και να καταδώσει τους φιλοξενούμενούς του, γνωρίζοντας την κοινωνική κατακραυγή που θα επιφέρει η πράξη του. Όλα αυτά αποδόθηκαν από τον Δαδακαρίδη με πάθος και ζήλο αλλά ήταν λες και καλύφθηκε ολόκληρος με το πέπλο της οργής. Δεν ήταν επ΄ ουδενί κακή η ερμηνεία του και απόδειξη αποτελεί το θερμότατο χειροκρότημα των θεατών αλλά κι η προσωπική του ένταση στην υπόκλιση που ήταν εμφανέστατη η συναισθηματική του φόρτιση. Όμως ήθελε και κάτι ακόμα.
Ο έμπειρος Δημήτρης Μαυρόπουλος στον ρόλο του δικηγόρου Αλφιέρι που αφηγείται την ιστορία ήταν μετρημένος κι επαρκέστατος. Η Ευγενία Ξυγκόρου ως Κάθριν ήταν συμπαθητική αν και στιγμές στιγμές ήταν αρκετά επιτηδευμένη. Τέλος ο Μάρκο του Δημήτρη Καπετανάκου είχε την απαιτούμενη στιβαρότητα, χωρίς περιττές εξάρσεις και μια εσωτερική, αθόρυβη δύναμη που εκφράστηκε μόλις ένιωσε να αδικείται.
Στα αρνητικά (-) θα συμπεριλάβουμε, μετά από σκέψη, την έλλειψη των στοιχείων της όψης. Τα σκηνικά περιορίστηκαν σε τέσσερις καρέκλες. Κατανοούμε τον σκοπό του σκηνοθέτη, ο οποίος αναφέρθηκε παραπάνω, όμως στο συγκεκριμένο έργο τα υλικά στοιχεία που θα απεικόνιζαν τον «μικρόκοσμο» των ηρώων θα βοηθούσαν στην σκιαγράφηση των προσωπικοτήτων. Άλλωστε ο περιβάλλων χώρος σίγουρα συμβάλλει στη διάθεση και τον τρόπο συμπεριφοράς. Ενώ λοιπόν ο Νανούρης ήθελε με την απουσία σκηνικών να δυναμώσει τον λόγο, εντέλει τον άφησε κάπως ανίσχυρο και «γυμνό».
Το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στους φωτισμούς από ένα σημείο κι έπειτα κούρασε και σίγουρα δεν αντιστάθμισε την έλλειψη σκηνικών.

Τέλος να αναφέρουμε πως ο Γιώργος Νανούρης στη διασκευή άλλαξε τον τρόπο που ο Καρμπόνε πεθαίνει. Κατά τον Μίλερ τον δολοφονεί ο Μάρκο. Όμως στη συγκεκριμένη παράσταση αυτοκτονεί. Δεν ξέρουμε κατά πόσο είχε νόημα αυτή η αλλαγή αφού επί της ουσίας ο Καρμπόνε με τις πράξεις του, των οποίων τις συνέπειες εξ’ αρχής γνωρίζει, οπλίζει το χέρι του Μάρκο, άρα οδηγεί ουσιαστικά τον εαυτό του στον θάνατο. Η σκηνή της αυτοκτονίας λοιπόν ήταν «μασημένη τροφή» για τους θεατές.
Συνοψίζοντας (=): παρακολουθήσαμε μια παράσταση με ενδιαφέρουσα σκηνοθετική προσέγγιση έχοντας ένσταση για την απουσία σκηνικών και το τέλος. Δυνατές ερμηνείες με κάποιες αδυναμίες και τη γενικότερη αίσθηση ότι χρειαζόταν κάτι παραπάνω για να απογειωθεί το όλο πόνημα. Όμως τελικός κριτής είναι πάντα οι θεατές που απήλαυσαν την παράσταση και επιβράβευσαν τον θίασο με θερμό χειροκρότημα και σφυρίγματα επιδοκιμασίας.
Βαθμολογία:
6,8/10
..
-k-
.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΝ
«Ψηλά απ’ τη Γέφυρα» του Άρθουρ Μίλερ.

Ζωντανεύει τον τραγικό ήρωα, που το ανομολόγητο πάθος του για την νεαρή ανηψιά της γυναίκας του, πυροδοτεί μια συγκλονιστική εσωτερική σύγκρουση, η οποία τον οδηγεί στην αυτοκαταστροφή του.
Σκηνοθεσία: Γιώργος Νανούρης. Ερμηνεύουν: Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Ιωάννα Παππά, Δημήτρης Μαυρόπουλος, Δημήτρης Καπετανάκος, Ρένος Ρώτας, Ευγενία Ξυγκόρου.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 21:00, Σάββατο 18:00 & 21:00. Κυριακή 18.00 & 21:00 (έως 14/05)
.
Φωτογραφικό υλικό