Γράφει η Ντόρα Παπάζη.
…Σπίτι στην Καλαμαριά, πάντως, δεν είχες, γιατί όχι μόνο δεν ήσουν Θεσσαλονικιά, αλλά και από άλλον τόπο, εκζότικ, όπως με κορόιδευαν τα φιλαράκια μου, γιατί σε ερωτεύτηκα. ΕΡΩΤΕΥΤΗΚΑ… Μεγάλη λέξη, αλλά αυτό συνέβη μαζί σου, χωρίς υπερβολές. Πώς το λέτε, εσείς οι Κουβανές, άραγε το «ερωτεύτηκα»; Ιδέα δεν έχω, γιατί δε μου το είπες ποτέ, ούτε μια φορά σε ένα ολόκληρο φθινόπωρο που περάσαμε μαζί, αλλά ειλικρινά δεν με πειράζει. Γιατί για μένα αυτό το τρίμηνο ήταν δίχως αμφιβολία το καλύτερο της ζωής μου. Το πιο έντονο, το πιο φωτεινό, το πιο αληθινό, πιο ζεστό και από τα χρώματα των φύλλων που πέφτουν από τα δέντρα.
Ντρέπομαι που είμαι άντρας και σκέφτομαι έτσι σαχλορομαντικά και φοβάμαι μήπως καταλήξω και γελοίος στην εξομολόγησή μου αυτή. Όχι ότι ανήκω στα αρσενικά που καυχιούνται πως «στύβουν και την πέτρα», δηλαδή, αλλά πάντα γελούσα και με τους άλλους που έκλαιγαν για μια γκόμενα. Αλλά εγώ δε θέλω ούτε να κλάψω που γύρισες στην πατρίδα σου τόσο ξαφνικά όσο εισέβαλες στη ζωή μου, ούτε, όμως, να ξεχάσω όλα αυτά που έζησα μαζί σου στη δική μου πόλη, την Θεσσαλονίκη.
Καθόσουν απέναντί μου σε μια ταράτσα στη Βαλαωρίτου και κάπνιζες αρειμανίως και γελούσες ασταμάτητα και είχες κάτι το μεσογειακό, έτσι όπως σκουντούσες τις φίλες σου και μιλούσες χειρονομώντας έντονα. Το δέρμα σου δεν ήταν μαυρισμένο από ηλιοθεραπεία στη Χαλκιδική, αλλά από φυσικού του και τα μαλλιά σου μακριά καστανόξανθα πλαισίωναν τέλεια αυτό το προσωπάκι με τα σκιστά μάτια και τα παχιά φρύδια. Στο χαμόγελό σου, όμως, ήταν που σκάλωσα άσχημα. Και σηκώθηκα σα μαγεμένος και σου μίλησα, αντί να σε ψάξω στα ανομολόγητα και η αύρα σου έγινε η αιτία να αποτάξω τη δειλία μου και να γνωριστούμε.
Αυτό που επακολούθησε μόνο το είχα ονειρευτεί. Το πρώτο μας ραντεβού ήταν με μπιρίτσες στα Κάστρα, όπως με είχες παρακαλέσει. Λάτρευες να χαζεύεις από ψηλά τα φώτα της πόλης και κάθε φορά που περνούσε και αεροπλάνο έκανες σα μικρό παιδί φλυαρώντας στη γλώσσα σου. Πώς καταφέραμε και συννενοηθήκαμε, εγώ με τα πενιχρά μου αγγλικά και εσύ με τα όσα ελληνικά είχες μάθει σπουδάζοντας εδώ… Ένας θεός γνωρίζει! Μου έλεγες για την αρχιτεκτονική της Παλαιάς Αβάνας, για τα φαγητά στον τόπο σου, για τα παιδικά σου χρόνια, για το πόσο διαφορετικοί είναι οι Έλληνες από τους Κουβανούς και επαναλάμβανες διαρκώς ότι δε θέλεις να λήξει ποτέ το Erasmus, γιατί είσαι ερωτευμένη με την Θεσσαλονίκη. Και έτσι και εγώ βάλθηκα να σε κάνω να ερωτευτείς όχι μόνο αυτήν, αλλά και εμένα πιο πολύ.
Σε πήγα με το corsa μου στην Κρήνη, στη σχολή δικαστών και προσπάθησα να κάνω ατμόσφαιρα βάζοντας Ramazzoti να παίζει χαλαρά στο αυτοκίνητο. Πίστευα ότι θα πιάσουν τα κόλπα του «περιπατημένου» μεγάλου αδελφού μου. Αλλά, εσύ μου έκλεισες απότομα τη μουσική και μαζί με αυτήν και το στόμα τόσο γλυκά και για πρώτη φορά. Το επόμενο πρωί πήγαμε για μπουγάτσα στο κέντρο και σε ερωτεύτηκα ένα τσικ παραπάνω, γιατί όχι μόνο ήσουν υπέροχη γυναίκα, αλλά έτρωγες και σαν αντράκι, οπότε καθαρίσαμε μαζί πέντε μερίδες γλυκιά σαλονικιώτικη μπουγατσούλα και στο καπάκι σε κέρασα και τρίγωνα Πανοράματος. «Ο έρωτας περνάει από το στομάχι», σκεφτόμουν, «και δη σε αυτήν την πόλη».
Βολτάραμε ατελείωτα στην λεωφόρο Νίκης, γυρίσαμε όλα τα μουσεία και τις εκκλησίες της πόλης, για να κρατήσεις σημειώσεις για τον δωρικό και ιωνικό ρυθμό στα κιονόκρανα και για τη βασιλική με τρούλο κλπ που ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω σε τι ακριβώς σε γοήτευαν. Πήγαμε και Λαδάδικα, για να ακούσεις ρεμπέτικο που σε είχε ενθουσιάσει και στο Θέατρο Γης, για να δούμε τη «Μήδεια» με τον Κιμούλη. Λίγα κατάλαβες, αλλά λάτρεψες την ατμόσφαιρα και εγώ ακόμη πιο πολύ εκείνη τη βραδιά, γιατί μας βρήκε το ξημέρωμα στην άλλη πλευρά της πόλης, στο Πανόραμα, που σε πήγα, για να εξομολογηθώ τον έρωτά μου.
Ο χρόνος μαζί σου κύλησε αστραπιαία και ακόμη παλεύω να συνειδητοποιήσω ότι δε φιλήσω ξανά αυτά τα χείλη στη σκιά του Λευκού Πύργου. Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε δε μοιραστήκαμε μελοδραματικά “adios”, ούτε μου χάρισες μπλούζα με στάμπα τον Τσε, όπως με δούλευαν οι κολλητοί. Αράξαμε απλώς στο λιμάνι και με ευχαρίστησες που σε έμαθα τι θα πει Ελλάδα με τον τρόπο μου και μου έγραψες σε ένα χαρτάκι τη διεύθυνσή σου στην Κούβα. «Αν ποτέ αποφασίσεις να κάνεις υπερατλαντικό», μου είπες και γέλασες με εκείνο το δυνατό χαμόγελο. Μου έμαθες τον έρωτα όχι μόνο για μια γυναίκα, αλλά και για την Θεσσαλονίκη και αυτό άξιζε.
Φωτογραφικό υλικό