Συνέντευξη στην Νέλη Βυζαντιάδου
Εδώ και αρκετά χρόνια η πόλη μας αγκαλιάζει κάθε καλοκαίρι το Φεστιβάλ Επταπυργίου. Κάθε καλοκαίρι εμείς, που αγαπάμε αυτόν το θεσμό, βρίσκουμε μια θέση στη φιλόξενη αγκαλιά του Φεστιβάλ Επταπυργίου που αποδεικνύεται μια εξαιρετικά ωφέλιμη εμπειρία από κάθε άποψη.
Έτσι και φέτος, έφτασε η στιγμή να επισκεφτώ ξανά αυτόν το χώρο που, παρά τις σκοτεινές σελίδες της ιστορίας του, στέκει αγέρωχος σκορπίζοντας γύρω του ρίγη συγκίνησης και εμπνέοντας δέος. Θα ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που θα παρακολουθούσα μια βραδιά ποίησης πέρα από παρουσιάσεις ποιητικών συλλογών που έχω κατά καιρούς καλύψει για τις ανάγκες τηλεοπτικών εκπομπών στο παρελθόν. Καθισμένη στη θέση μου παρατηρούσα για άλλη μια φορά το χώρο. Δεν χόρταινα να τον κοιτάζω και με το μυαλό μου να πλάθω ιστορίες για όλα αυτά που είχαν διαδραματιστεί δεκαετίες πριν. Κι όσο κοίταζα, σκεφτόμουν τα λόγια του Στεφάν Μαλαρμέ: «Κάθε ποίημα είναι ένα μυστήριο, το κλειδί του οποίου πρέπει να ανακαλύψει ο αναγνώστης». Ήμουν πολύ περίεργη για όλο αυτό που θα ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μου αυτή τη βραδιά και για τα μυστήρια που θα καλούμουν να ανακαλύψω.
Πόσο μα πόσο συγκινητικό πρέπει να είναι για τους δημιουργούς αυτού του Φεστιβάλ να βλέπουν τον κόσμο να έρχεται και να απολαμβάνει αυτά που εκείνοι οραματίστηκαν, σχεδίασαν και δημιούργησαν. Η Άννα Μυκωνίου και ο Θανάσης Κολαλάς είναι οι άνθρωποι που δικαιωματικά τους ανήκει ο ρόλος του ‘γονιού’ αυτού του πνευματικού και τόσο χαρισματικού παιδιού, του Φεστιβάλ Επταπυργίου.
Η εκτίμηση που έχω στο πρόσωπο και των δυο τους και ο θαυμασμός μου για το έργο τους, με οδήγησε στην παρακάτω συνομιλία μαζί τους.
-Κυρία Μυκωνίου, έχοντας εμπνευστεί και οραματιστεί τη δημιουργία αυτού του θεσμού, πόσο ικανοποιημένη είστε από την ανταπόκριση του κόσμου όλα αυτά τα χρόνια και πόσο περήφανη είστε για το παιδί που γεννήσατε και εξακολουθείτε να μεγαλώνετε με αγάπη και φροντίδα;
Η συγκίνηση είναι μεγάλη αλλά δεν θα κρύψω και την υπερηφάνεια που νιώθω. Το Φεστιβάλ Επταπυργίου ξεκίνησε δειλά και ταπεινά με πολλές δυσκολίες το 2019. Ήταν μια ιδέα που σαν σποράκι φυτεύτηκε από το Θανάση κι εμένα, μια ιδέα γεννημένη από την αγάπη μας για τον πολιτισμό και την πόλη μας. Σήμερα στέκεται ως ένας ώριμος θεσμός, αναγνωρισμένος, με ταυτότητα, με συνέπεια, με ψυχή.
Κάθε φορά που βλέπω το Επταπύργιο να πλημμυρίζει από κόσμο, από μουσικές, από τέχνη, από παραγωγές που αναβαθμίζουν την πόλη μας, νιώθω βαθιά ικανοποίηση.
Είναι σαν να βλέπω το δημιούργημά μας να λάμπει τώρα με το δικό του φως. Και όσο αυτό το φως αγκαλιάζεται από το κοινό, η δική μας ευθύνη είναι να συνεχίσουμε με την ίδια αγάπη, την ίδια αφοσίωση, την ίδια πίστη στην τέχνη και στον άνθρωπο.
-Κύριε Κολαλά είστε ο έτερος γονιός αυτού του παιδιού. Ένας γονιός που συνεργάζεται στενά και σε καθημερινή βάση με την κυρία Μυκωνίου προκειμένου να μας δώσετε όλα αυτά που απολαμβάνουμε και με τα οποία ομορφαίνουμε τις καλοκαιρινές βραδιές εντός πόλης. Ποιες οι δυσκολίες αλλά και οι προκλήσεις αυτού του εγχειρήματος;
Είναι μεγάλη χαρά αλλά και ευθύνη να βρίσκομαι πίσω από ένα φεστιβάλ όπως αυτό του Επταπυργίου. Δεν είναι απλώς ένας θεσμός που στήνεται κάθε καλοκαίρι. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός που χρειάζεται φροντίδα, συνέπεια, καθημερινή συνεργασία και αληθινή εμπιστοσύνη. Και αυτό το μοιράζομαι με την Άννα Μυκωνίου με την οποία έχουμε χτίσει έναν ουσιαστικό δημιουργικό διάλογο, που στηρίζεται όχι μόνο στην κοινή αισθητική αλλά και στην κοινή πίστη ότι η πόλη μας αξίζει τις μεγάλες παραγωγές.
Οι δυσκολίες είναι πολλές και καθημερινές – από τις τεχνικές λεπτομέρειες μέχρι τις βαθύτερες αποφάσεις περιεχομένου. Το Επταπύργιο δεν είναι ένας ‘ουδέτερος’ χώρος. Κουβαλά ιστορία, συμβολισμό, ένταση. Κάθε παράσταση πρέπει να σταθεί αντάξια αυτού του περιβάλλοντος και να συνομιλήσει μαζί του. Και αυτό από μόνο του είναι πρόκληση.
Το μεγαλύτερο στοίχημα, όμως, είναι να κρατήσεις την αισθητική του φεστιβάλ, να μη γίνει μία σειρά από εκδηλώσεις αλλά μια εμπειρία. Να φεύγει ο θεατής και να αισθάνεται ότι κάτι άλλαξε μέσα του – έστω και λίγο. Όταν αυτό συμβαίνει, νιώθουμε ότι άξιζαν όλες οι νύχτες δουλειάς, όλες οι προετοιμασίες, όλες οι αγωνίες. Γιατί τελικά αυτό είναι το ζητούμενο: όχι μόνο να γεμίσουμε το καλοκαίρι με ήχους και εικόνες αλλά να το φωτίσουμε με νόημα.
-Γνωρίζω καλά την αγάπη που έχετε στην ποίηση και την τάση σας να συμπεριλαμβάνετε βραδιές αφιερωμένες σε αυτήν κάθε χρόνο. Η φετινή βραδιά ποίησης ήταν αφιερωμένη στον ξεχωριστό ΦεδερίκοΓκαρθία Λόρκα. Μέσα από τα κείμενά σας, κυρία Μυκωνίου, ταξιδέψαμε πίσω στο χρόνο και μάθαμε πράγματα για τη ζωή του και τις διαδρομές του. Τι θαυμάζετε σε αυτόν και το έργο του;
Αυτό που θαυμάζω βαθιά στον Λόρκα είναι η ικανότητά του να προσεγγίζει το προσωπικό με το συλλογικό, το ποιητικό με το πολιτικό, χωρίς να χάνει ούτε στιγμή την αισθητική του καθαρότητα. Η ποίησή του είναι γεμάτη πάθος, ευαισθησία και ενσυναίσθηση – είναι ένας κόσμος όπου συνυπάρχουν η αγωνία της ύπαρξης, ο έρωτας, ο θάνατος, η φωνή των αδύναμων και η σιωπή των καταπιεσμένων.
Θαυμάζω τη σχέση του με τον έρωτα, τη μοναξιά, το θάνατο και τη γυναίκα. Όχι ως θεματικές αλλά ως βαθιά βιώματα που διαπερνούν όλο του το έργο. Τη μουσικότητα του λόγου του, που σχεδόν ακούγεται ακόμα και στο χαρτί. Και το ντουέντε – αυτή τη μυστηριώδη, σκοτεινή δύναμη που έβλεπε ως ουσία της τέχνης, ως κάτι που δεν κατασκευάζεται, αλλά γεννιέται όταν το ψέμα σωπαίνει.
Ο Λόρκα δεν έγραφε απλώς για να συγκινήσει – έγραφε για να αφυπνίσει. Με συγκλονίζει το γεγονός ότι βρήκε το θάρρος να υπερασπιστεί τη διαφορετικότητα, το περιθωριακό, με τρόπο βαθιά ανθρώπινο. Η ζωή του, αν και σύντομη, ήταν γεμάτη πάθος, ορμή και ποίηση. Και μέσα από αυτήν την ποίηση, που είναι και παραμύθι και προσευχή και κραυγή, κατάφερε να φτάσει στην καρδιά των ανθρώπων και να μείνει εκεί. Αυτό το βλέπεις και το νιώθεις όταν γράφεις για τον Λόρκα: σε καλεί όχι μόνο να τον αφηγηθείς, αλλά να τον καταλάβεις. Και αυτό είναι πάντα μια συγκινητική πρόκληση.
-Σύμφωνα με τον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα κάθε βήμα που κάνουμε στη γη, μας φέρνει σε ένα νέο κόσμο. Σε ποιον κόσμο προσπαθήσατε να μας μεταφέρετε κύριε Κολαλά και πού ταξιδέψατε εσείς όσο καιρό δουλεύατε για αυτήν τη βραδιά βάζοντας τη σκηνοθετική σας υπογραφή;
Ο Λόρκα έλεγε πως κάθε βήμα πάνω στη γη μας μεταφέρει σε έναν καινούργιο κόσμο – και η φράση αυτή με συνόδευσε καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας. Από την πρώτη ανάγνωση των κειμένων μέχρι τις τελευταίες πρόβες, προσπαθούσα να σταθώ με σεβασμό απέναντι στο έργο, όχι απλώς για να το ΄στήσω’ σκηνοθετικά, αλλά να του επιτρέψω να αποκαλυφθεί.
Ο κόσμος, που ήθελα να μεταφέρουμε το κοινό, είναι ένας κόσμος λυρικός, ένας κόσμος εσωτερικός, φορτισμένος, όπου η ποίηση συναντά τη σιωπή, η γυναίκα το βάρος της Ιστορίας και ο έρωτας τον ίσκιο του θανάτου. Ένας κόσμος που μοιάζει μακρινός αλλά είναι, στην ουσία, πολύ οικείος.
Για μένα, η διαδρομή αυτής της παράστασης ήταν ένα προσωπικό ταξίδι – στο βάθος του λόγου, στην ευθραυστότητα της ανθρώπινης επιθυμίας, στην ανάγκη για λύτρωση. Σκηνοθετώντας δεν ήθελα να επιβληθώ στον Λόρκα, αλλά να του δώσω χώρο να ακουστεί μέσα από τις φωνές, τα σώματα, τη μουσική, τις σιωπές. Να αναπνεύσει ανάμεσα στους ανθρώπους. Αν, έστω για λίγο, το κοινό αισθάνθηκε ότι μπήκε σε έναν τέτοιο κόσμο – λιγότερο φλύαρο, πιο αληθινό, πιο βαθύ – τότε ίσως αυτό το βήμα πάνω στη γη άξιζε πραγματικά.
-Κυρία Μυκωνίου δηλώσατε πως το Φετινό Φεστιβάλ Επταπυργίου υποστηρίζει και εμπνέεται από την Ειρήνη. Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα ήταν ένας αγωνιστής που δεν φοβήθηκε το θάνατο επιβεβαιώνοντας τα ίδια του τα λόγια: ‘Όπως δεν ανησύχησα για να γεννηθώ, δεν ανησυχώ και για να πεθάνω’. Τελικά η Ειρήνη εμπερικλείει την αποδοχή του θανάτου;
Η ειρήνη, όπως την αντιλαμβανόταν ο Λόρκα, δεν είναι μια απλή πολιτική ή κοινωνική συνθήκη. Είναι κάτι βαθύτερο, πιο υπαρξιακό. Και σε αυτό το πλαίσιο ναι, η ειρήνη εμπερικλείει και την αποδοχή του θανάτου – όχι ως παραίτηση, αλλά ως βαθιά αποδοχή της ανθρώπινης μοίρας.
Η φράση του Λόρκα ‘Όπως δεν ανησύχησα για να γεννηθώ, δεν ανησυχώ και για να πεθάνω’ με αγγίζει βαθιά. Γιατί δεν είναι ηττοπάθεια, δεν κρύβει μέσα της αδιαφορία ή παραίτηση, αλλά κρύβει ελευθερία. Την ελευθερία εκείνου που έχει ζήσει με ένταση, με αλήθεια, με πάθος. Εκείνου που γνωρίζει ότι ο θάνατος δεν είναι το αντίθετο της ζωής αλλά ένα αναπόφευκτο κομμάτι της.
Σε μια εποχή που όλα είναι εύθραυστα – τα σύνορα, οι αξίες, οι ζωές – ο Λόρκα μας υπενθυμίζει ότι η ειρήνη ξεκινά πρώτα από μέσα μας. Από την ικανότητα να κοιτάμε το σκοτάδι κατάματα και να μην πάψουμε, παρά τα όλα, να αγωνιζόμαστε, να διεκδικούμε, να ελπίζουμε. Αυτό είναι, νομίζω, η πιο βαθιά μορφή ειρήνης. Και η πιο ουσιαστική μορφή αντίστασης.
Δεν μπορώ να μη νιώσω εδώ μια εκλεκτική συγγένεια με τον Νίκο Καζαντζάκη. Και οι δύο, αν και τόσο διαφορετικοί, στάθηκαν απέναντι στο θάνατος με φιλοσοφημένη γενναιότητα, μιλώντας για την ελευθερία όχι ως σύνθημα, αλλά ως υπαρξιακή κατάκτηση. Είναι μια συγγένεια που θα άξιζε να διερευνηθεί ουσιαστικά από έναν μελετητή.
-Από την πρώτη κιόλας σκηνή βλέπουμε ένα μικρό παιδί που θα το συναντήσουμε ξανά κατά τη διάρκεια των επόμενων σκηνών. Οι ποιητές είναι άνθρωποι που, σύμφωνα με τον Αλφόνς Ντωντέ, μπορούν ακόμη να βλέπουν τον κόσμο με τα μάτια ενός παιδιού. Κύριε Κολαλά τι προσπαθήσατε να μας δείξετε αξιοποιώντας τα μάτια ενός παιδιού και τη δική σας καλλιτεχνική ματιά;
Το παιδί στην αρχή της παράστασης – και σε κομβικές στιγμές της αφήγησης – δεν είναι απλώς μια φιγούρα. Είναι σύμβολο. Συμβολίζει την αθωότητα, την αρχή μιας ζωής, αλλά και την ελπίδα ότι κάτι μπορεί να γεννηθεί ξανά. Είναι ταυτόχρονα ο ίδιος ο Λόρκα στα μικράτα του – εκεί όπου άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο με εκείνο το βλέμμα, το βλέμμα του παιδιού που απορεί, που ονειρεύεται, που δεν έχει ακόμη μάθει να σιωπά.
Οι ποιητές – όπως έλεγε και ο Ντωντέ – είναι αυτοί που διατηρούν αυτό το βλέμμα. Και σκηνοθετικά ήθελα να το φωτίσω: να δείξω ότι πίσω από τα μεγάλα λόγια, τις τραγικές μορφές και τις σιωπές του έργου του Λόρκα, υπάρχει πάντα εκείνη η πρώτη ματιά. Μια ματιά καθαρή, ανυποψίαστη, που αναζητά το ωραίο, ακόμα και όταν όλα γύρω του καταρρέουν.
Το παιδί, επομένως, δεν είναι απλώς ένας μάρτυρας της παράστασης – είναι η μνήμη και το μέλλον μαζί. Είναι η αρχή της ποίησης. Κι αν καταφέρουμε, έστω και για λίγο, να δούμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του, τότε ίσως μπορούμε να καταλάβουμε και κάτι πιο βαθύ από τον ίδιο τον Λόρκα.
-Οι γυναίκες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή αλλά και το έργο του σπουδαίου αυτού ποιητή. Οι σπουδές σας στη Συγκριτική Λογοτεχνία σας καθιστούν την πλέον αρμόδια για να μοιραστείτε μαζί μας τις σκέψεις σας γύρω από την παραπάνω διαπίστωση. Τι σήμαινε τελικά η γυναίκα για το Λόρκα;
Ο Λόρκα είδε τη γυναίκα όχι ως περιφερειακή φιγούρα, αλλά ως κεντρικό άξονα της δραματουργίας του. Δεν την τοποθέτησε απλώς στη σκηνή – της έδωσε φωνή, εσωτερικότητα, συγκρουσιακή ταυτότητα. Μέσα από τα έργα του συνθέτει πορτρέτα γυναικών παγιδευμένων σε έναν βαθιά πατριαρχικό και μισογυνικό κόσμο, όπου οι ρόλοι τους είναι προκαθορισμένοι: η μάνα, η νύφη, η χήρα, η στείρα, η παρθένα, η υπηρέτρια. Όλες ζουν σε ένα εσωτερικό σκοτάδι, καταπιέζοντας τον εαυτό τους για να επιβιώσουν μέσα σε μια κοινωνία που δεν τις βλέπει ως πλήρεις υπάρξεις.
Διαβάζοντας Λόρκα συνειδητοποίησα ότι δεν έγραφε μόνο για τις γυναίκες – μέσα από αυτές έγραφε για κάθε ψυχή που καταπιέζεται, για κάθε πλάσμα που ασφυκτιά σε έναν ρόλο που δεν διάλεξε. Η γυναίκα γίνεται για αυτόν ένας καθρέφτης της ίδιας του της ύπαρξης: του καλλιτέχνη, του ευαίσθητου ανθρώπου που παλεύει να υπάρξει σε μια κοινωνία που δεν συγχωρεί τη διαφορετικότητα.
Γι’ αυτό και οι ηρωίδες του, όσο δραματικές κι αν είναι, δεν παύουν να είναι φάροι. Η Αντέλα, η Νύφη, η Γέρμα, η ΜαριάναΠινέδα – όλες αρνούνται τη μοίρα που τους επιβλήθηκε. Και αν τελικά συντρίβονται, δεν είναι αδύναμες: είναι ελεύθερες, ακριβώς επειδή τόλμησαν. Στον Λόρκα η γυναικεία μορφή δεν είναι παθητικό σύμβολο θλίψης, αλλά ενεργός φορέας αντίστασης – ακόμα και μέσα από την απόγνωση ή τον θάνατο.
Εκεί βρίσκεται και η διαχρονικότητά τους: δεν μιλούν μόνο για τον πόνο των γυναικών μιας άλλης εποχής, αλλά για τη σιωπή, τον εγκλωβισμό και τη δίψα για ελευθερία που συναντάμε και σήμερα – με άλλες μορφές, στην ίδια όμως ουσία. Μέσα από τις γυναίκες του, ο Λόρκα μιλά για το ανθρώπινο δικαίωμα να υπάρχουμε όπως πραγματικά είμαστε. Και αυτό είναι που τον κάνει τόσο συγκλονιστικά επίκαιρο.
Σε αυτήν την παράσταση ο Θανάσης επέλεξε να αποδώσει τη σχέση του ίδιου του Λόρκα με τις γυναίκες του όχι μόνο λογοτεχνικά, αλλά και σωματικά, συμβολικά: μέσα από αντικείμενα-σύμβολα, ο Λόρκα φορτώνεται επί σκηνής όλα τα βάρη, τα τραύματα, τα άγχη των γυναικείων μορφών του. Ήταν μια πολύ δυνατή στιγμή – και το κοινό τη βίωσε με συγκίνηση. Μια εικόνα που δεν χρειαζόταν λόγια. Έλεγε από μόνη της ότι ο ποιητής δεν στέκεται απέναντι στις γυναίκες του, αλλά μαζί τους. Τις κουβαλά. Όπως κουβαλάμε όλοι ό,τι αγαπάμε αληθινά. Αυτή η σιωπηλή αναγνώριση είναι, για μένα, ίσως η πιο ευγενής μορφή συμπόνιας – και το πιο φωτεινό στοιχείο του έργου του.
-Η πιο δυνατή, για μένα, στιγμή της βραδιάς ήταν όταν μία μία οι πρωταγωνίστριες των θεατρικών έργων του Λόρκα έπαιρναν θέση στη σκηνή σχηματίζοντας ένα ανθρώπινο γλυπτό. Ποια ξεχωρίζετε εσείς ως την πιο δυνατή ή αποκαλυπτική στιγμή; Ως σκηνοθέτης της παράστασης η γνώμη σας έχει μεγάλη βαρύτητα.
Χαίρομαι που ξεχωρίσατε εκείνη τη στιγμή, γιατί πράγματι ήταν μια από τις πιο φορτισμένες εικόνες της βραδιάς. Το ανθρώπινο γλυπτό των ηρωίδων του Λόρκα είχε για μένα τη δύναμη της σιωπηλής κραυγής. Όλες μαζί, σαν φωνές που επί χρόνια σιώπησαν τώρα διεκδικούν το χώρο τους.
Αν έπρεπε να ξεχωρίσω μια προσωπικά αποκαλυπτική στιγμή, θα έλεγα πως ήταν εκείνη όπου ο Λόρκα – ο σκηνικός Λόρκα – φορτώνεται ένα προς ένα, τα αντικείμενα – σύμβολα των γυναικών του. Εκείνη τη στιγμή η σκηνή γίνεται πράξη μνήμης, πράξη ανάληψης. Ο ποιητής δεν τις παρατηρεί από απόσταση – τις κουβαλά. Και αυτή η συμβολική, η υλική συμμετοχή του στο βάρος των μορφών του, με συγκίνησε βαθιά.
Γιατί εκεί, νομίζω, συνοψίζεται και το ζητούμενο της σκηνοθεσίας: όχι να ερμηνεύσουμε απλώς τον Λόρκα, αλλά να τον φέρουμε κοντά μας, όχι ως ‘μεγάλο συγγραφέα’, αλλά ως άνθρωπο που ένιωσε, αγάπησε και πλήρωσε για αυτό. Και να φέρουμε κοντά μας, μαζί του, και όλες τις γυναίκες που δεν ακούστηκαν – τότε και τώρα.
-Τελικά, κυρία Μυκωνίου, αγαπάμε ολοένα και περισσότερο την ποίηση; Πόσο συμβάλλουν βραδιές όπως αυτή προς μια τέτοια κατεύθυνση;
Ναι, πιστεύω πως αξίζει να αγαπάμε την ποίηση ολοένα και περισσότερο – ίσως γιατί, σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς και συχνά αποπροσανατολίζει, η ποίηση προσφέρει ένα στήριγμα. Δεν δίνει απαντήσεις, αλλά δημιουργεί ένα εσωτερικό χώρο όπου μπορούμε να σταθούμε, να νιώσουμε, να κατανοήσουμε βαθύτερα τον εαυτό μας και τον άλλον.
Από την εμπειρία μου, μέσα από τα 23 χρόνια που δίδαξα Λογοτεχνία, κατάλαβα ότι η μύηση είναι καθοριστική. Η ποίηση, για να σε αγγίξει, συχνά χρειάζεται κάποιον να σου δείξει πώς να την πλησιάσεις – όχι να σου την εξηγήσει, αλλά να σου την αποκαλύψει. Όπως γίνεται με μια μουσική που κάποιος σε βοηθά να ακούσεις αληθινά.
Αυτό ακριβώς προσπαθούν να κάνουν και αυτές οι βραδιές ποίησης: να λειτουργήσουν ως ένας δρόμος μύησης. Ό,τι έκανα κάποτε στα αμφιθέατρα με τους φοιτητές μου, επιχειρώ να το μεταφέρω τώρα στη σκηνή με έναν άλλον τρόπο. Να φέρουμε τον λόγο κοντά στο κοινό, να τον ‘ξεκλειδώσουμε’ μαζί κι έπειτα να τον αφήσουμε να κάνει τη δουλειά του – να συγκινήσει, να γοητεύσει, να αποκαλύψει. Η ποίηση δεν χρειάζεται πολλά. Μόνο μια ρωγμή για να περάσει μέσα. Κι αυτές οι βραδιές είναι ακριβώς αυτή η ρωγμή.
-Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ωραιότερο σκηνικό, κύριε Κολαλά, από το φυσικό χώρο του Επταπυργίου για μια βραδιά στην οποία ενώθηκαν η ποίηση με τη μουσική, το τραγούδι, το χορό και την απαγγελία. Δείχνουν οι θεατές τον απαραίτητο σεβασμό στο χώρο που επισκέπτονται;
Ο χώρος του Επταπυργίου είναι έτσι κι αλλιώς ένας φορτισμένος χώρος. Είναι ένα μνημείο που έζησε όλη την μακριά ιστορία της πόλης, είτε σαν μέρος του τείχους της, είτε σαν ακρόπολη, είτε σαν φρούριο, είτε, πιο πρόσφατα, σα φυλακή. Ένα μνημείο που είναι σχετικά άγνωστο στους κατοίκους, και που ευτυχώς τα τελευταία χρόνια (και ελπίζουμε να συνέβαλε και το Φεστιβάλ κάπως σε αυτό) η επισκεψιμότητά του αυξάνεται αρκετά. Η εμπειρία, όμως, του να βιώνεις μια παράσταση εκεί μέσα είναι πραγματικά ξεχωριστή, και αυτό το βλέπουμε κάθε μέρα στα μάτια των θεατών που μπαίνουν στο χώρο. Ο σεβασμός με τον οποίο έρχονται – επισκέπτονται το χώρο, ήσυχα, ήρεμα, δείχνει ότι κατανοούν πού βρίσκονται και μπαίνουν και οι ίδιοι στη μυσταγωγική ατμόσφαιρα που, από τη μία εμπνέει το μνημείο και από την άλλη προσπαθούμε να δημιουργήσουμε εμείς με τις εκδηλώσεις. Ο Σαρλ Γκαρνιέ έλεγε ότι για να απολαύσεις μια καλλιτεχνική εκδήλωση, πρέπει πρώτα να κάνεις μια ψυχική και πνευματική προετοιμασία και σε πολύ μεγάλο ποσοστό ο χώρος πρέπει να το υποβάλει. Εδώ πραγματικά ο χώρος είναι πρωταγωνιστής και μας υποβάλει-επιβάλλει την ατμόσφαιρα που εν τέλει βιώνουμε όλοι μας στις εκδηλώσεις μας.
-Πείτε μας δυο λόγια για την συνάντηση Μοσχολιού – Πρωτοψάλτη που κάνει πρεμιέρα την Κυριακή 6/7. Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα κυρία Μυκωνίου;
Η ιδέα έπεσε τον Σεπτέμβριο του 2024, γύρω από ένα τραπέζι με κρασάκι, από την ίδια την κυρία Πρωτοψάλτη που σκεφτόταν καιρό να τιμήσει τη γυναίκα που δίπλα της ξεκίνησε την καριέρα της. Με τον Θανάση αρπάξαμε την ευκαιρία και ξεκίνησε να χτίζεται αυτή η παραγωγή με μεράκι και πολλή δουλειά. Η Άλκηστις, τρία χρόνια δίπλα στη Βίκυ, απορρόφησε την πηγαία εκφραστικότητα και τη βαθιά μουσική παιδεία της – κάτι που έχει σημαδέψει τη διαδρομή της, όπως η ίδια έχει πει.
Έτσι αυτή η παράσταση δεν είναι απλώς ένα αφιέρωμα αλλά μια συναισθηματική κατάθεση.
Κ-ύριε Κολαλά αν σας ζητούσα να στείλετε ένα μήνυμα στο κοινό, που έχει ήδη αγαπήσει το Φεστιβάλ Επταπυργίου, ποιο θα ήταν αυτό;
Θα θέλαμε να τους ευχαριστήσουμε που από την πρώτη στιγμή αγάπησαν και στήριξαν το Φεστιβάλ Επταπυργίου. Θεωρούμε ότι αντιλαμβάνονται την αγάπη με την οποία φτιάχνεται όλο αυτό, το βήμα που δίνεται στους καλλιτέχνες της Περιφέρειάς μας, και την πρωτοτυπία στην σύλληψη και σχεδιασμό όλου του καλλιτεχνικού προγραμματισμού. Και αυτό κάθε χρόνο αποτυπώνεται στα αλλεπάλληλα sold out.
Σας ευχαριστώ πολύ και τους δύο!!
Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η συνομιλία με τους δύο εμπνευστές και δημιουργούς του Φεστιβάλ Επταπυργίου. Και κάπως έτσι έκλεισε αυτή η αποκαλυπτική βραδιά θυμίζοντας μου τα λόγια του Καρλ Σάντμπεργκ: «ποίηση είναι το ανοιγοκλείσιμο μιας πόρτας, αφήνοντας αυτούς που κοιτάζουν να μαντέψουν τι ήταν αυτό που φάνηκε για μια στιγμή». Κι εγώ νιώθω τόσο τυχερή που κατάφερα να κοιτάξω μέσα από αυτήν την πόρτα που άνοιξε και να δω θησαυρούς που θα κουβαλήσω μέσα μου αφήνοντας τους να ξαποστάσουν και να πάρουν αργότερα τη θέση τους.
Το συναρπαστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Επταπυργίου 2025