Η απόφαση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Δημήτρη Λιγνάδη να μετονομαστεί το ισόγειο του Ρεξ, σε σκηνή «Ελένη Παπαδάκη», μια απόφαση που το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου του θεάτρου και οι θεατρόφιλοι μόνο σωστή και δίκαιη τη θεωρούν, άναψε φωτιές και μια συζήτηση στην οποία τα λόγια της Ελένης Παπαδάκη, της κορυφαίας αυτής ηθοποιού, της αλησμόνητης, σε όσους την είχαν δει να παίζει, μοιάζουν προφητικά: «Η δουλειά μου αγαπάει τις φήμες, στις μέρες μας η φήμη αρκεί, κανείς δε θα ζητήσει, κανείς δε θα μάθει πραγματικά».
Η ηθοποιός που άφησε το μυθικό σημάδι της στο ελληνικό θέατρο, εκτελέστηκε στην πιο σκοτεινή περίοδο της ιστορίας μας, αλλά και σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας του Ελληνικού θεάτρου, την περίοδο του Εμφυλίου. Αυτές οι πιο σκοτεινές, συναρπαστικές και μυστηριώδεις σελίδες, για τις οποίες δεν έχουν δοθεί απαντήσεις, δεν έχουν ξεδιαλυθεί τα μυστικά που τις περιβάλλουν, άνοιξαν και πάλι. Και αυτές αφορούν τις τελευταίες μέρες της Ελένης Παπαδάκη. Μιας από τις πιο παραγνωρισμένες για πολλά χρόνια πρωταγωνίστριες του ελληνικού θεάτρου, της οποίας η μνήμη δεν αποκαταστάθηκε ποτέ όσο έπρεπε, μιας γυναίκας που η λάμψη, το ταλέντο και η πρωτοποριακή για την εποχή της προσέγγιση ρόλων και κειμένων επί 19 ολόκληρα χρόνια μάγευαν το κοινό.
Οι πληροφορίες για τη ζωή της προέρχονται κυρίως από το βιβλίο του Πολύβιου Μαρσάν, και από το βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου που έχει γράψει το βιβλίο-ντοκουμέντο «Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές», και οι δυο αναφέρονται με μεγάλη λεπτότητα στη σεξουαλική της ζωή. Αν τα κείμενα ήταν πιο τολμηρά θα αποκαθιστούσαν και μια αλήθεια, η οικογένεια δεν ήθελε επ’ ουδενί να υπάρχει μια «ρετσινιά» που αν ήταν γνωστή θα την έσωζε πιθανώς από τον φρικιαστικό θάνατό της.
Η Παπαδάκη καταδικάστηκε σε λαϊκό δικαστήριο, από τα πολλά της εποχής όταν μετά την απελευθέρωση το ΕΑΜ εξαπέλυσε κυνηγητό κατά καλλιτεχνών – εκτός των άλλων – που υπετίθετο ότι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) που ελεγχόταν απ’ το ΚΚΕ προχώρησε σε διαγραφές ηθοποιών που δεν ήταν αρεστοί στο κόμμα. «Θάνατος στην πουτάνα» αντηχούσε η αίθουσα του λαϊκού δικαστηρίου.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα τρομοκρατίας, καλλιτέχνες όπως η Κυβέλη, η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Βάσω Μανωλίδου, ο Δημήτρης Χορν, ο Χρήστος Ευθυμίου, ο Νίκος Δενδραμής, υπέστησαν πολεμική. Το ΣΕΗ διέγραψε (20-10-1944) την Ελένη Παπαδάκη με την κατηγορία ότι υπήρξε ερωμένη του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη. Ωστόσο η ηθοποιός χρησιμοποίησε αυτή τη σχέση σώζοντας πολλούς ανθρώπους από την φυλακή και το εκτελεστικό απόσπασμα. Ενώ, δεν την χρησιμοποίησε προς όφελός της για να πρωταγωνιστεί στο θέατρο. Στη διαγραφή πρωτοστάτησαν γνωστοί αριστεροί καλλιτέχνες όπως ο Σπύρος Πατρίκιος, ο Δήμος Σταρένιος, ο Λ. Δαρζέντας, η Ολυμπία Παπαδούκα και η Καίτη Ντιριντάουα, οι οποίοι αργότερα από πολλούς θεωρήθηκαν οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας της Παπαδάκη.
Οι τελευταίες στιγμές της Παπαδάκη
Το φινάλε γράφεται τη νύχτα της 21ης προς 22 Δεκεμβρίου 1944. Ο πολιτοφύλακας της ΟΠΛΑ με το ψευδώνυμο καπετάν Ορέστης την καταδικάζει σε θάνατο με τσεκούρι και την παραδίδει στον σκληροτράχηλο Βλάση Μακαρώνα. «Τη διέταξαν να γδυθεί, ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της και είχε τρομάξει πολύ. Έτρεμε από το κρύο και τον φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε τη γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και, όταν τη διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπά της ρούχα, αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και σε γόους. Όρμησαν τότε σαν αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σε έναν καταιγισμό από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ανοιγμένο λάκκο και εκεί την έγδυσαν με τη βία. Ο Βλάσης Μακαρώνας ξαφνικά δείλιασε, τον πείραξαν και οι κραυγές της και τελικά καθίζοντάς την χάμω τράβηξε το περίστροφό του και της φύτεψε μια-δυο σφαίρες στον αυχένα (…)» Λίγο αργότερα, στη δίκη του, ο Μακαρώνας δήλωσε ότι ο Ορέστης τον κατηγόρησε πως έκανε σαμποτάζ που δεν τη σκότωσε με το τσεκούρι αλλά με το περίστροφο. Και πρόσθεσε: «Δεν λυπήθηκα τίποτα άλλο παρά το γούνινο παλτό της που το πήρε ο Ορέστης». Η σορός της βρέθηκε τέλη Ιανουαρίου του ’45, μαζί με άλλους, με τη φρίκη ζωγραφισμένη στο νεκρό πρόσωπό της, δεμένη με τις ζαρτιέρες της, με σκισμένα ρούχα. Ο Ζαχαριάδης, στη συνδιάσκεψη του κόμματος, καταδίκασε τη δολοφονία της Παπαδάκη και παραδέχθηκε πόσο κακό έκανε στο κόμμα αυτή η ιστορία, δηλώνοντας ότι η δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη ήταν μια… ”ανοησία”. Οι δολοφόνοι της βρέθηκαν και εκτελέστηκαν, αλλά ποιός ξέρει κιόλας την αλήθεια. Κάποιοι είπαν ότι δεν ήταν καν αριστεροί, αλλά κατσαπλιάδες. Κάποιοι είπαν πως την κατέδωσαν συνάδελφοί της.
Μια μαρτυρία του Δημήτρη Μυράτ
Ο Δημήτρης Μυράτ, στο τελευταίο βιβλίο του θυμήθηκε την ημέρα εκείνη: ”Τη μέρα που ξέσπασε το Δεκεμβριανό κίνημα του ’44, ήταν μια Κυριακή. Ξεκίνησα ποδαρόδρομο ώς τα Πατήσια- είχαμε συνηθίσει στην Κατοχή την έλλειψη συγκοινωνιακών μέσων- να πάω στην παράσταση του ΡΕΞ. Δεν είχαμε μάθει πως το πρωί στο Σύνταγμα είχε χυθεί το πρώτο αίμα. Φτάνοντας στο μακαρίτικο θέατρο ‘Παπαιωάννου” άκουσα κάτι συναδέλφους να μου φωνάζουν ”Που πάς, δεν υπάρχουν παραστάσεις!”. Γύρισα πίσω, φυσικά με το ίδιο συγκοινωνιακό μέσο. Στην οδό Ιακωβίδου όπου μέναμε κι οι δυό, απάντησα την Ελένη έξω απ’ το σπίτι της. Της είπα τα νέα:” Πήγαινε κάπου να κρυφτείς, φοβάμαι μη σε βρεί κακό”. Έγινε θηρίο ανήμερο. Πρώτη φορά την είδα έτσι στα τόσα χρόνια της στενής μας φιλίας ”Είσαι και συ από κείνους που με λένε δωσίλογη!”, φώναξε με την κρυστάλλινη φωνή της, που δεν έχανε την μαγεία της ακόμα κι όταν ήταν οργισμένη. Δεν τόλμησα να της αντιμιλήσω. Λίγες μέρες πρίν, στο Θέατρο Διονύσια, της Πλατείας Συντάγματος είχε οργανωθεί από το Σωματείο των ηθοποιών μια γενική συνέλευση με σκοπό την δίκη των δωσίλογων ηθοποιών.”
Δεν υπάρχει θέση για τους αντισυμβατικούς
Η ευθύτητα της Ελένης Παπαδάκη, το ατρόμητο του χαρακτήρα της, το ότι δεν υπολόγιζε τις φήμες –αυτές που της κόστισαν τη ζωή- ήταν ο αυτονόητος τρόπος της ζωής της, μιας ζωής που καθόλου δεν ταίριαζε στα στερεότυπα της εποχής. Η ξεχωριστή αυτή γυναίκα έζησε σε μια εποχή που την σκότωσε, γιατί δεν ήταν μόνο θύμα του αλληλοσπαραγμού αλλά και μιας στρεβλής ηθικής που καταδίκαζε οτιδήποτε δεν μπορούσε να εντάξει ή να κατηγοριοποιήσει.
111111111111
111111111
Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε το 1903. Ήταν γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής η οποία επέλεξε να ασκήσει ένα επάγγελμα εξαιρετικά απαξιωμένο για ανθρώπους της τάξης της. Ήταν μια γυναίκα που κάπνιζε, δεν παντρεύτηκε, διατηρούσε ανοιχτά σχέσεις με άντρες και γυναίκες. Αν η ποίηση είχε την Πολυδούρη, το θέατρο είχε την Ελένη Παπαδάκη. Ήταν η πιο συγκλονιστική παρουσία που πέρασε από το ελληνικό θέατρο. Η Παπαδάκη, με την ‘Αντιγόνη’ και την ‘Εκάβη’ της, έβαλε την αρχαία τραγωδία σε άλλη τροχιά. Το κοινό των θεατρόφιλων την λάτρεψε ως ηθοποιό και ως άνθρωπο, και ο Τύπος έχυσε τόνους μελάνι για χάρη της. Το ραδιόφωνο, το τραγούδι, υποκλίθηκαν στο ταλέντο της. Τα ξένα έντυπα, οι μεγάλοι συγγραφείς εντός και εκτός Ελλάδας την αναγνώρισαν και την ξεχώρισαν. Η Παπαδάκη ξεχώρισε γρήγορα και έλαμψε δίπλα στα ιερά τέρατα της εποχής της, όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Αλέξης Μινωτής, η Κατίνα Παξινού.
Πώς τόλμησε η Ελένη Παπαδάκη να είναι τόσο αντιστάρ; Γιατί κράτησε τόσο χαμηλό προφίλ, χωρίς εξάρσεις ναρκισσισμού, χωρίς το ύφος της μεγάλης ντίβας, αλλά επέλεξε να είναι μοναχική, διανοούμενη, ηθοποιός και μια κοινωνικά αντισυμβατική γυναίκα; Η Ελένη Παπαδάκη εκτελέστηκε γιατί ήταν με ένα τρόπο μοναδική, κάτι που τελικά, ακόμα και σήμερα, είναι απαράδεκτο. Μπορεί ο παραλογισμός του εμφύλιου σπαραγμού, οι κληρονόμοι της, η ενοχή ή η εθνική ‘συμφιλίωση’ να μην άφηνε μέχρι σήμερα περιθώρια συζήτησης γύρω από το όνομά της. Είναι η στιγμή να μιλήσουμε για αυτή τη λαμπρή προσωπικότητα του θεάτρου και έναν άνθρωπο που πλήρωσε τις προσωπικές του επιλογή με τη ζωή του.
.
Φωτογραφικό υλικό