Ο Στάθης Μαυρόπουλος, ηθοποιός, σκηνοθέτης και ψυχή της «Γκραν Γκινιόλ», αποτελεί έναν από τους σταθερούς πυλώνες του ανεξάρτητου θεάτρου στη Θεσσαλονίκη, με μακρά πορεία στη δημιουργία και στήριξη των μικρών σκηνών της πόλης.
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1966. Σπούδασε θέατρο στην Αθήνα, στην «Ανωτέρα σχολή δραματικής τέχνης Ευγενίας Χατζίκου» κατά τα έτη 1984 -1987. Είναι μέλος της Πειραματικής σκηνής της «Τέχνης» Θεσσαλονίκης από το 1993. Ερμήνευσε ρόλους σε πολλές από τις παραστάσεις του θιάσου της τελευταίας εικοσαετίας, όπως: «Περιμένοντας τον Γκοντό» «Το Σώσε» «Χορεύοντας στη Λούνασα» «Μόλυ Σουήνυ» «Οι τρεις αδελφές» «Ο γλάρος» «Ο Βυσσινόκηπος» κ.α. Έχει επίσης συνεργαστεί ως ηθοποιός ή σκηνοθέτης με το «Θέατρο Τ», το «Κέντρο Θεατρικής Έρευνας Θεσσαλονίκης», την «Ούγκα Κλάρα», τη «Λύκη Βυθού» κλπ. Έχει γράψει τα θεατρικά έργα: «Dracula in far west» (2007), «Dracula Silent» (2014), «Σε μια κόλλα χαρτί» (2010). Έχει παίξει στον κινηματογράφο και την τηλεόραση (Καραβάν Σαράι, Μανιάτισσα, Ανατομία ενός εγκλήματος κλπ) και έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλά διαφημιστικά τηλεοπτικά σποτ (Φέτα Ήπειρος, Media Markt, Εθνική τράπεζα κλπ) Είναι ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Θεάτρου «ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ».
Επιστρέφει τώρα στη σκηνή του «Γκραν Γκινιολ λαμπ» με το νέο έργο του γιου του, Κωνσταντίνου Μαυρόπουλου, με τον προκλητικό τίτλο «Πώς να προσποιείστε ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες: Στον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ».
Πρόκειται για μια «Άθλια Κωμωδία» που συνομιλεί με τον κλασικό Τσέχωφ, μεταφέροντας το τσεχοφικό δράμα των χρεωμένων αριστοκρατών στο σήμερα, όπου ένα μικρό θέατρο κινδυνεύει με πλειστηριασμό. Ο ίδιος ο κ. Μαυρόπουλος ενσαρκώνει έναν ρόλο που αγγίζει τα όρια της αυτοβιογραφίας.
Συναντήσαμε τον Στάθη Μαυρόπουλο για να μας μιλήσει για το προσωπικό στοίχημα αυτού του έργου, το δύσκολο εγχείρημα του να διατηρεί κανείς μια ανεξάρτητη σκηνή στη Θεσσαλονίκη, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μικρές ομάδες και το μέλλον του θεάτρου στην πόλη.
Συνέντευξη στον Γιάννη Τσιρόγλου για την Κουλτουρόσουπα
-
Ποια είναι η κεντρική ιδέα του έργου «Πώς να προσποιείστε ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες: Στον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ» του Κωνσταντίνου Μαυρόπουλου, και πώς συνδέει τη δική σας θεατρική ομάδα με το κλασικό έργο του Τσέχωφ;
Σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον, η θεατρική ομάδα Γκραν Γκινιόλ, παρά τα σοβαρά οικονομικά της προβλήματα, ετοιμάζεται να ανεβάσει τον Βυσσινόκηπο του Άντον Τσέχωφ. Ο επικεφαλής της, βουτηγμένος στα χρέη και στις αποτυχημένες οικονομικές του επιλογές, κινδυνεύει να χάσει το σπίτι του και αναγκάζεται να ζει κρυφά μέσα στο θέατρο, προσπαθώντας να αποφύγει τις τράπεζες και τους δανειστές. Ένα σπίτι υπό κατάσχεση, μια ομάδα έτοιμη να διαλυθεί, ένα αύριο γεμάτο αβεβαιότητα. Και μέσα στην απόγνωση, γεννιέται μια απροσδόκητη ιδέα: η επιστροφή ενός παλιού μέλους, που πλέον είναι γνωστό πρόσωπο της τηλεόρασης και της διαφήμισης — ίσως η τελευταία τους ευκαιρία για σωτηρία.
-
Ο Τσέχωφ είχε χαρακτηρίσει τον Βυσσινόκηπο κωμωδία. Πώς προσεγγίζετε αυτή τη «δύσκολη» ισορροπία μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας στην παράστασή σας, λαμβάνοντας υπόψη τη σύγχρονη πραγματικότητα της τέχνης;
Κρατάμε τον κοινό άξονα του Τσέχωφ, αυτή τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, αλλά δεν προσπαθούμε να αναπαραστήσουμε τον Βυσσινόκηπο όπως τον ξέρουμε. Φτιάχνουμε έναν καινούριο μύθο, που στηρίζεται περισσότερο στην κωμωδία — όχι για να αποφύγουμε τη δραματική πλευρά, αλλά για να τη φωτίσουμε αλλιώς. Στη σημερινή πραγματικότητα της τέχνης, που συχνά μοιάζει η ίδια με φάρσα, το γέλιο γίνεται ένας τρόπος επιβίωσης, μια μορφή αντίστασης. Μέσα από αυτό το πρίσμα προσεγγίζουμε την ισορροπία που ζητά το έργο: γελώντας, γελώντας δυνατά.
-
Πώς αξιοποιήσατε δραματουργικά το γεγονός ότι οι ηθοποιοί του έργου «Πώς να προσποιείστε…» είναι υπαρκτά μέλη της ομάδας «Γκραν Γκινιόλ» και ότι οι πρόβες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παράστασης;
Εδώ ακριβώς στηρίζεται η ιδέα. Όχι μόνο υπαρκτά πρόσωπα αλλά και με αληθοφανείς ομοιότητες στον χαρακτήρα τους που θα μπορούσε ο θεατής να πιστέψει ότι είναι αληθινές. Πιστεύουμε ότι αν έπρεπε να ασχοληθούμε με κάτι σύγχρονο πάνω στον Βυσσινόκηπο, θα έπρεπε να «εμπλακούμε» προσωπικά, οι χαρακτήρες οι «δικοί» μας να έχουν πράγματι πρόβλημα, ώστε ο καινούριος δικός μας μύθος να πάρει σάρκα και οστά.
-
Ο χώρος «ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ λαμπ» άνοιξε πέρσι στην Τούμπα. Ποια ήταν η φιλοσοφία πίσω από τη δημιουργία ενός νέου θεατρικού «λαμπ» (εργαστηρίου) στη Θεσσαλονίκη και ποιους στόχους θέσατε για τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του;
Νομίζω, μας αρέσει η ιδέα του «να βγαίνουμε έξω από το κουτί». Τα τελευταία χρόνια οι ανησυχίες μας γίνονται ολοένα και περισσότερο ιδιαίτερες π.χ παίζουμε στον δρόμο, αναδιαμορφώνουμε αποθήκες για να μοιάζουν με κοιτώνες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κλπ. Το να βρεθούμε σε έναν δικό μας χώρο στην Τούμπα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρόκειται να παίξουμε σε «κανονικό» Θέατρο, είναι μάλλον μια ιδέα για να δοκιμάζουμε και άλλα καινούρια πράγματα, ένα σημείο αναφοράς όπου θα βρισκόμαστε και θα ετοιμάζουμε πολύ προσεκτικά και χωρίς τη βιασύνη τις δουλειές μας. Είναι ένας χώρος που δεν ξεκίνησε ως χώρος παραστάσεων αλλά προέκυψε ως επιθυμία ελευθερίας κινήσεων και δημιουργίας. Θέλουμε να γίνει ένας μικρός πυρήνας στη γειτονιά αυτή, της Τούμπας, να έρθουν εκεί για να δουν θέατρο όχι μόνο οι θεατές της Γκραν Γκινιόλ που την ακολουθούν όλα αυτά τα χρόνια αλλά και οι άνθρωποι της περιοχής.
-
Ποια είναι η σημασία του ονόματος «ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ» για την ταυτότητα της ομάδας σας, δεδομένης της ιστορικής του αναφοράς στο παρισινό θέατρο τρόμου και αγωνίας;
Στο σάιτ μας γράφουμε ότι η ομάδα μας έχει μια «τρομακτική» αγάπη για το θέατρο. Το όνομα προκρίθηκε από μια μικρή σειρά ονομάτων όταν θέλαμε το 2013 να ξεκινήσουμε την ομάδα.
-
Πώς γεννήθηκε η ιδέα να συνδεθεί ο κλασικός «Βυσσινόκηπος» με το σύγχρονο, υπαρξιακό δράμα της δικής σας ομάδας; Πόσο μεγάλο προσωπικό στοίχημα είναι για εσάς, ως επικεφαλής της «Γκραν Γκινιόλ», ένα έργο που αγγίζει τόσο άμεσα την απειλή του πλειστηριασμού του δικού σας θεατρικού χώρου;
Να πούμε ότι η απειλή του πλειστηριασμού δεν είναι υπαρξιακό δράμα της ομάδας μας, αλλά μυθοπλασία. Η οποία και σκοπό έχει να δώσει νότα ρεαλισμού και αλήθειας στον καινούριο μύθο όπως είπα και νωρίτερα.
-
Ο Τσέχωφ χαρακτήριζε τον «Βυσσινόκηπο» κωμωδία, ενώ το δικό σας έργο φέρει τον χαρακτηρισμό «Άθλια Κωμωδία». Πού εντοπίζετε αυτή τη λεπτή γραμμή μεταξύ τραγωδίας και κωμωδίας στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και πώς επιδιώκετε να γελάσει ο θεατής χωρίς να ξεχάσει την «αθλιότητα»;
Το «Άθλια Κωμωδία», έχει να κάνει περισσότερο με την ζωή των ηρώων της. Οι ήρωες εδώ, είναι πραγματικά «Άθλιοι», ο καθένας από αυτούς (εμείς δηλαδή) έχει κάποιο πρόβλημα. Ο Στάθης (εγώ) χρωστάει στους πάντες και τα πάντα, η Ιωάννα δουλεύει σερβιτόρα εξήντα ώρες την εβδομάδα για να κάνει απλήρωτες πρόβες κλπ. Μια «κανονικότητα» τόσο οικεία, τόσο μίζερη αλλά εδώ στην περίπτωση μας και τόσο αστεία…
-
Υποδύεστε τον επικεφαλής του θεάτρου που κινδυνεύει, έναν ρόλο που μοιάζει να αντικατοπτρίζει τη δική σας θέση. Πόσο δύσκολο ή απελευθερωτικό είναι να ενσαρκώνετε έναν χαρακτήρα που ζει το δικό σας άγχος και πώς διαχωρίζετε τον «Στάθη Μαυρόπουλο-ηθοποιό» από τον «Στάθη Μαυρόπουλο-χαρακτήρα» του έργου;
Αν μη τι άλλο, είναι πολύ διασκεδαστικό. Ο χαρακτήρας μου θυμίζει αρκετά εμένα. Αλήθεια, δεν έχει πολύ πλάκα, δεν είναι τελείως παράξενο να χρησιμοποιείς μια τέτοια φράση; Σε ποια άλλη δουλειά θα μπορούσες να την χρησιμοποιήσεις, να πεις «Ο χαρακτήρας μου θυμίζει αρκετά εμένα»; Νομίζω πουθενά εκτός από το θέατρο.
-
Το κείμενο υπογράφει ο γιος σας, Κωνσταντίνος Μαυρόπουλος, ο οποίος έγραψε ουσιαστικά «μια ιστορία για εσάς, τους ανθρώπους της Γκραν Γκινιόλ». Πόσο βαθιά επηρέασε η δική σας προσωπική εμπειρία και οι δικές σας αγωνίες τη συγγραφική του διαδικασία;
Ο Κωνσταντίνος, είναι πολύ ταλαντούχο άτομο και νομίζω δεν είναι μόνο η άποψη του περήφανου πατέρα. Ξέρει πολύ καλά τους περισσότερους από εμάς και όσους δεν γνωρίζει και τόσο καλά, φρόντισε να επινοήσει την δική τους ιστορία. Και όσον αφορά τη διαδικασία… είναι ωραίο να περπατάς με παρέα…
-
Στην ουσία, το ίδιο το «ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ λαμπ» γίνεται ένας χαρακτήρας του έργου. Ποια είναι η συμβολική σημασία του κινδύνου που διατρέχει αυτός ο χώρος και τι αντιπροσωπεύει η απώλεια ενός μικρού θεάτρου στην πολιτιστική ζωή μιας πόλης όπως η Θεσσαλονίκη;
Στη δική μας περίπτωση, η ενδεχόμενη απώλεια του ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ λαμπ, λειτουργεί συμβολικά με την απώλεια του Βυσσινόκηπου στον Τσέχωφ. Είναι το «πρόβλημα» που είναι πάντα απαραίτητο στην ύπαρξη δραματουργίας. Όσο για την απώλεια, κάποιος θα σκεφτεί έχασε η Βενετιά βελόνι, αλλά το ζήτημα είναι τι ανοίγει όταν κλείνει ένα θέατρο μικρό ή μεγάλο.
-
Η υπόθεση περιλαμβάνει την ιδέα της επιστροφής ενός παλιού μέλους που πλέον έχει επιτυχία στην τηλεόραση, ως μέσο σωτηρίας. Πόσο ρεαλιστική είναι αυτή η «λύση» στον καλλιτεχνικό χώρο και πώς σχολιάζετε τη σχέση «τέχνης» (θέατρο) και «εμπορικής λάμψης» (τηλεόραση/διαφήμιση);
Κακά τα ψέματα! Η δύναμη της τηλεόρασης είναι τεράστια. «Υπάρχεις» καλλιτεχνικά αν παίζεις σε κάποια σειρά στην τηλεόραση, αν έχεις followers στα social, αν είσαι αυτό που λέμε «επώνυμος». Η Θεσσαλονίκη δεν πάει πίσω σ΄αυτό. Στην παράσταση, οι ήρωες σκαρφίζονται αυτό το τέχνασμα για να εκμεταλλευτούν ένα παλιό μέλος της ομάδας, που αποφάσισε μετά από επιτυχία στην Αθήνα να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη για δικούς του λόγους, ελπίζοντας πως έτσι θα γεμίσουν τα ταμεία του θεάτρου και θα μειώσουν την χασούρα. Δε λέω, καλή ιδέα… αλλά ποιό κορόιδο θα στραβωθεί να επιστρέψει…;
-
Η παράσταση χρησιμοποιεί τη διαδικασία των προβών ως αναπόσπαστο, εκτεθειμένο μέρος της δράσης. Τι κερδίζει ο θεατής βλέποντας τους ηθοποιούς να «αναγνωρίζουν άθελά τους» τις ομοιότητες με τους τσεχοφικούς χαρακτήρες επί σκηνής;
Είναι γαϊτανάκι. Ο θεατής αναγνωρίζει ομοιότητες με τους ηθοποιούς, που οι ηθοποιοί αναγνωρίζουν ομοιότητες με τους τσεχωφικούς χαρακτήρες.
-
Το έργο μιλάει για την «αδυναμία να προσαρμοστούν οι άνθρωποι σε έναν κόσμο που αλλάζει ασταμάτητα». Ποια είναι η δική σας, προσωπική, θεατρική απάντηση σε αυτή την αδυναμία; Μπορεί το θέατρο να λειτουργήσει ως θεραπεία απέναντι στην ανασφάλεια του μέλλοντος;
Το θέατρο βέβαια δεν είναι πανάκεια, το φάρμακο που θεραπεύει τα πάντα. Το θέατρο παρατηρεί, σχολιάζει, γελάει η κλαίει. Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι έβλεπαν την ζωή τους μέσα από τα μάτια του θεάτρου και πάντα ήλπιζαν σε μια κάθαρση και λύτρωση που έρχεται στο τέλος, ή όχι;
-
Ξεκινήσατε τη θητεία σας από την Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» από το 1993. Ποια θεωρείτε την πιο καθοριστική εμπειρία ή παράσταση από εκείνη την περίοδο που σας διαμόρφωσε ως ηθοποιό;
Νομίζω ότι δεν αρκεί μία παράσταση ή μια συγκεκριμένη θεατρική εμπειρία για να διαμορφωθεί κάποιος. Στην Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης» πέρασα περίπου είκοσι πολύ δημιουργικά χρόνια που συνολικά με διαμόρφωσαν ως ηθοποιό. Αν με ρωτάτε ποιες παραστάσεις θα ξεχώριζα περισσότερο, χωρίς να ρίξω τις άλλες, θα έλεγα «Το Σώσε» του Μάικλ Φρέιν που το παίζαμε τρεις σαιζόν σε κατάμεστο θέατρο και το « Περιμένοντας τον Γκοντό» του Σάμιουελ Μπεκετ.
-
Έχετε συνεργαστεί με διάφορα σχήματα της Θεσσαλονίκης. Ποια πιστεύετε ότι είναι σήμερα η μεγαλύτερη πρόκληση και ποια η μεγαλύτερη δύναμη του τοπικού θεατρικού «χάρτη»;
Αν εξαιρέσει κανείς το ΚΘΒΕ, για όλους εμάς τους άλλους, το στοίχημα είναι να αντέξουμε ακόμη μια μέρα. Να πείσουμε τους Σαλονικιούς να βλέπουν λιγότερη τηλεόραση και να ρίξουν μια ματιά στα θέατρα της πόλης. Η μεγαλύτερη δύναμη των θεατρικών ομάδων της πόλης είναι το κουράγιο και η επιμονή τους, τίποτε άλλο.
-
Έχετε υποδυθεί πολλούς αντι-ήρωες (όπως τον Υμπύ στον Υμπύ Τύραννο). Τι είναι αυτό που βρίσκετε πιο γοητευτικό ή πιο αληθινό στους αντι-ήρωες σε σχέση με τους κλασικούς «καλούς» χαρακτήρες;
Μα γι αυτό δεν κάνουμε θέατρο; Για να μπορούμε να είμαστε ότι άλλο; Έχει πάρα πολύ πλάκα να είσαι ο κακός!
-
Ως δημιουργός, έχετε γράψει θεατρικά έργα, όπως το «Dracula in far west». Ποια ανάγκη σας οδήγησε στο να περάσετε από την ερμηνεία στη συγγραφή, και πώς επηρεάζει η εμπειρία σας ως ηθοποιός τη συγγραφική σας διαδικασία;
Τι όμορφα που ήταν! Πέρασα υπέροχα γράφοντας το και ακόμη καλύτερα παίζοντας και εδώ πρέπει να πω ότι η Δήμητρα Χουμέτη που σκηνοθέτησε το ««Πώς να προσποιείστε ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες: Στον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ» έχει σκηνοθετήσει και το «Dracula in far west» στο μακρινό 2008, στην Πειραματική Σκηνή της «Τέχνης».
-
Ποια θεωρείτε τη σημαντικότερη διαφορά ή ομοιότητα μεταξύ του να σκηνοθετείτε και του να βρίσκεστε στη σκηνή ως ηθοποιός;
Ήμουν, είμαι και θα είμαι ηθοποιός…
-
Αν έπρεπε να περιγράψετε το «ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ» σε έναν θεατρόφιλο που δεν σας έχει δει ποτέ, με τρεις λέξεις-κλειδιά, ποιες θα ήταν αυτές;
Περιέργεια – περιέργεια – περιέργεια
-
Ως άνθρωπος που εργάζεστε σε μια ανεξάρτητη μικρή σκηνή όπως το «ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ λαμπ», πώς κρίνετε το σημερινό τοπίο των μικρών, ανεξάρτητων θεάτρων της Θεσσαλονίκης; Υπάρχει συναγωνισμός ή συνεργασία μεταξύ των ομάδων και ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν σήμερα;
Συναγωνισμός; Γιατί; Δεν είμαστε ανταγωνιστές, όλοι φίλοι είμαστε και πηγαίνουμε να δούμε τις παραστάσεις των άλλων για να νιώθουν ότι είμαστε δίπλα τους συνοδοιπόροι. Να εμπνευστούμε, να φύγουμε από τα στεγανά των δικών μας ιδεών, να δούμε πως σκέφτονται οι άλλοι βρε παιδί μου;
-
Παρατηρείτε αύξηση ή μείωση της θεατρικής κίνησης τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη, πέρα από τους μεγάλους φορείς; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του θεατρόφιλου κοινού της πόλης – είναι πιστό, τολμηρό, απαιτητικό, ή επιφυλακτικό απέναντι σε νέα είδη και κείμενα;
Λέω να μην απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση γιατί θα με πείτε γκρινιάρη…
-
Πιστεύετε τελικά, ότι υπάρχει ένα διακριτό «θεατρικό πνεύμα» ή ύφος που χαρακτηρίζει τις παραγωγές της Θεσσαλονίκης σε σχέση με την Αθήνα; Αν ναι, πού έγκειται αυτή η διαφορά και πώς επηρεάζει την επιλογή ρεπερτορίου και το ύφος της σκηνοθεσίας;
Και ποσοτικά να το πάρουμε, οι παραγωγές της Θεσσαλονίκης σε σχέση με τις Αθήνας είναι πολύ λίγες. Άρα είναι λογικό να υπάρχουν διαφορές ύφους. Το ρεπερτόριο φυσικά που επιλέγεται κάθε φορά έχει να κάνει κυρίως με τα καλλιτεχνικά ρεύματα, τα οικονομικά του θιάσου κ.α.
-
Πόσο υποστηρικτικό είναι το πλαίσιο (οικονομικό, υλικοτεχνικό) που παρέχεται από την Πολιτεία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση για τις μικρές, ανεξάρτητες θεατρικές ομάδες; Τι θα χρειαζόταν άμεσα το θέατρο της Θεσσαλονίκης για να αναπτυχθεί περαιτέρω;
Ευρώπη δεν είμαστε πάντως. Δεν είναι στις προτεραιότητες της πολιτείας οι μικρές ανεξάρτητες θεατρικές ομάδες, ούτε το θέατρο της αναζήτησης, ούτε ο χορός ή τα εικαστικά. Είμαστε μάλλον φτωχοί συγγενείς που μας δίνει ένα χαρτζιλίκι για να μην γκρινιάζουμε. Η καλύτερα που δεν δίνει σε όλους για να γκρινιάζουμε μεταξύ μας. Ακόμη και όταν παίρνουμε κάποια επιχορήγηση από το ΥΠΠΟ, οι προϋποθέσεις για να τις πάρουμε είναι τόσο εξοντωτικές και τα χρήματα που θα πρέπει να ξοδέψουμε υπερπολλαπλάσια από αυτά που διαθέτουμε και θα μας δώσουν.
-
Βλέπετε να αναδύονται στη Θεσσαλονίκη νέες φωνές (συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί) με φρέσκες ιδέες; Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο καλλιτέχνη που ξεκινά τώρα και επιλέγει να παραμείνει στην πόλη αντί να αναζητήσει τύχη στην πρωτεύουσα;
Πάντα αναδύονται φωνές, ταλέντα! Το ζήτημα είναι να μπορούν να ανθίσουν. Η μόνη μου συμβουλή είναι « κάνε αυτό που λέει η ψυχή σου»!












