«Σαπουνόφουσκες. Και μετά φθινοπώριασε…». Από τη Ζωή Ταυλαρίδου.
«ΣΩΦΕΡ» από τη ΖΩΗ ΤΑΥΛΑΡΙΔΟΥ – ΝΕΑ ΣΤΗΛΗ 2016/17
.
Ακούγοντας το ποίημα «Τραγούδι του φθινοπώρου» του Πολ Βερλαίν υπό την ερμηνεία του Λεό Φερρέ συλλογίζομαι:
Η αλήθεια συγχρονίζεται με τη μνήμη σε αέναο ρυθμό και στη γλυκιά τη ζάλη, όταν είναι ενδεδυμένες με αυτό που εμείς οι άνθρωποι ονομάσαμε Αγάπη. Καλοκαίρι και Φθινόπωρο.
Κάπως έτσι πάει το μοτίβο: Ένα πρωινό ξυπνάμε από το κρύο και τις μεγάλες εκείνες νύχτες του χειμώνα, που ίσως συχνά, ή και σπανιότερα, μας αφήνουν παγερά αδιάφορους, αν όχι εγκλωβισμένους σε συναισθήματα και σκέψεις, και διαπιστώνουμε ότι όλα αλλάζουν. Αρχίζει να ζεσταίνει ο καιρός και να μεγαλώνει η ημέρα. Ελπίζουμε για κάτι όμορφο που έρχεται και χτυπά λίγο πιο γρήγορα η καρδιά μας. Ξάφνου έρχεται και το καλοκαίρι, κι εμείς αυτό το περιμέναμε με αγωνία. Η καρδιά μας ζεσταίνει και μόνο στη σκέψη του. Το σώμα μας αποδεσμεύεται σταδιακά και χαλαρώνει. Ανοίγει το βλέμμα και η ανάσα μας γίνεται πιο καθαρή. Η καρδιά μας χτυπά και ιδρώνει όλο μας το είναι. Άλλοτε πιάνουμε τον εαυτό μας να ζεσταίνεται πολύ, δυσανασχετούμε με το αναπόδραστο της ζέστης και αναπολούμε την κουβέρτα. Άλλοτε αισθανόμαστε ότι όλο αυτό θα τελειώσει – γιατί όλα τα καλοκαίρια ολοκληρώνουν κατ’ ανάγκη την πορεία τους στον Χρόνο – και μας λούζει το αίσθημα ενός γλυκού πανικού και θλίψης. Βγαίνουμε τότε έξω κι αποδεσμευόμαστε όλο και πιο πολύ. Προσπαθούμε να χωρέσουμε το καλοκαίρι σε ένα κουτί, για να το έχουμε μαζί μας λουσμένοι από το φως της ψευδαίσθησης. Το καλοκαίρι χρειάζεται να τελειώσει και δεν το αφήνουμε. Προσπαθούμε να καθυστερήσουμε το φθινόπωρο, και κατ΄ επέκταση τον χειμώνα, και κατ’ επέκταση το επόμενο καλοκαίρι. Βουτάμε θυμωμένοι ή απεγνωσμένοι στη θάλασσα και την χτυπάμε. Καιγόμαστε από τον ήλιο και παραμένουμε στην ίδια θέση, εκεί που αφήσαμε τον εαυτό μας προχθές. Η’ απλά ξαπλώνουμε στη θαλασσινή αύρα και κοιτάμε τον ουρανό με μια γλυκιά απάθεια, γιατί έχουμε γνώση των καλοκαιριών που διαρκώς απομακρύνονται κι έρχονται.
Δε θα το καταφέρουμε να επιβραδύνουμε τον Χρόνο. Όλα υπακούν σε κανόνες. Νομοτέλεια. Ας μη φοβόμαστε όμως. Γι αυτό υπάρχουν τα φθινοπωρινά βράδια. Για να ξεχνάμε με έναν όμορφο και γλυκό τρόπο τον ιδρώτα του κορμιού μας, το έντονο φως και τον φλοίσβο των κυμάτων που κάποτε κολάκευαν τα μάτια και τα αυτιά μας, το σμίξιμο και το μοίρασμα του καλοκαιριού. Ας τα αποδεχτούμε. Ας δούμε τα φύλλα, με πόση ομορφιά κιτρινίζουν και πέφτουν. Ας βάλουμε τη ζακέτα, να ζεστάνουμε το κορμί μας. Ας περπατήσουμε με σταθερό βήμα στη γεμάτη πια πόλη με τον θόρυβο, την ανωνυμία της, τις μουσικές της. Ας αφουγκραστούμε τον θόρυβο της μοναξιάς μας, κλείνοντας απαλά τα μάτια εν μέσω του ασφυκτικού από κόσμο πεζοδρομίου την ώρα αιχμής… Θα απολαύσουμε αυτή τη μοναχικότητα των σταθερών βημάτων μας στους χρόνους που ορίζει η καρδιά μας. Η σιωπή και οι ήχοι του σώματός μας και της φύσης αποκτούν την αξία τους και μέσα από τη βαβούρα και τη στασιμότητα του τσιμέντου. Πενθούμε με τον πιο αισιόδοξο τρόπο. Γιατί η απώλεια και το πένθος μόνο ελπίδα μπορούν να είναι για κάτι διαφορετικό, αν όχι καλύτερο, αν όχι χειρότερο. Με βάση ποιανού το κριτήριο άλλωστε, το καλύτερο και το χειρότερο έχουν τη δύναμη να οριστούν ως τέτοια; Ανοησίες…Θα ζήσουμε το Τώρα. Οι εποχές και οι άνθρωποι αλλάζουν… και καλώς. Πολύ καλώς έχει αυτή την κατεύθυνση η ψυχή του Ανθρώπου. Να μοιράζεται, να δίνει, να παίρνει, να ξεχνά, αλλά όχι να λησμονεί. Ποτέ δε λησμονούμε αυτό που αγγίξαμε, αυτό που μας άγγιξε.
Καθόμαστε δίπλα σε ένα περίπτερο χαρωπά και δημιουργούμε σαπουνόφουσκες στον αέρα, για να παίξουμε σαν παιδιά μέσα σε ένα πλαίσιο ασφάλειας. Κάποια στιγμή κουραζόμαστε με το καθισιό. Το σώμα μας παθαίνει αγκύλωση με τη στασιμότητα. Σηκωνόμαστε και περπατάμε ανάμεσα στους ανθρώπους, στην αρχή αποφεύγοντας οποιαδήποτε επαφή, βλεμματική και σωματική, εν είδει μοτιβοειδούς κίνησης στον Χώρο. Σταδιακά το σώμα μας απολαμβάνει τον ρυθμό του βαδίσματος και αρχίζει να επιβραδύνει ή να επιταχύνει το περπάτημά του, εναλλάσσοντας τον ρυθμό και τη φιγούρα του. Χαλαρώνουμε και παρατηρούμε το γύρω μας. Τότε είναι που εντοπίζουμε, με ή χωρίς καμία έκπληξη, τους γνωστούς και άγνωστους συνοδοιπόρους της ύπαρξής μας, μορφοποιώντας ανάλογα και τις εκφράσεις του προσώπου μας και απορρίπτοντας έστω και για λίγο το προσωπείο που φοράμε σε κάθε περίπτωση.
Όμορφα αλλάξαμε. Κι αλλάζουμε διαρκώς όμορφα. Αγκαλιάζουμε το Τώρα. Αγκαλιάζουμε το Αύριο.
Με τις σαπουνόφουσκες στην τσέπη. Πόσο όμορφες οι αλλαγές στον Χωρόχρονο…
Σας παραθέτω προς σκέψη κι έμπνευση το όμορφο ποίημα «Πλησίον Παραθύρου Ανοικτού» του Κ.Π. Καβάφη και το “Τραγούδι του Φθινοπώρου” από τον Λεό Φερρέ σε ποίηση Πολ Βερλαίν (Ζωντανή ηχογράφηση του 1986):
Κ.Π. Καβάφης. «Πλησίον Παραθύρου Ανοικτού»
«Εν φθινοπωρινής νυκτός ευδία,
πλησίον παραθύρου ανοικτού,
εφ’ ώρας ολοκλήρους, εν τελεία,
ηδονική κάθημαι ησυχία.
Των φύλλων πίπτ’ η ελαφρά βροχή.
Ο στεναγμός του κόσμου του φθαρτού
εν τη φθαρτή μου φύσει αντηχεί,
αλλ’ είναι στεναγμός γλυκύς, υψούται ως ευχή.
Aνοίγει το παράθυρόν μου κόσμον
άγνωστον. Aναμνήσεων ευόσμων,
αρρήτων μοι προσφέρεται πηγή.
Επί του παραθύρου μου πτερά
κτυπώσι — φθινοπωρινά πνεύματα δροσερά
εισέρχονται και με περικυκλούσι
κ’ εν τη αγνή των γλώσση μοι λαλούσι.
Ελπίδας αορίστους και ευρείας
αισθάνομαι· κ’ εν τη σεπτή σιγή
της πλάσεως, τα ώτα μου ακούουν μελωδίας,
ακούουν κρυσταλλίνην, μυστικήν
εκ του χορού των άστρων μουσικήν.»
(Από τα Αποκηρυγμένα, Ίκαρος 1983)
To “Τραγούδι του Φθινοπώρου” από τον Λεό Φερρέ σε ποίηση Πολ Βερλαίν.
Φωτογραφικό υλικό