Μπορεί να γεννήθηκε στην Πάτρα και να σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή στα Γιάννενα, ωστόσο «ρίζωσε» στη Θεσσαλονίκη ως απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ, για να αναδειχθεί στην πορεία των χρόνων με τη θεαματική θεατρική του δράση, ως ένας από τους σημαντικότερους θεατράνθρωπους της πόλης, κι ας μην αποδέχεται λόγω σεμνότητας τον τιμητικό τίτλο…
Τον οποίο όμως κατέκτησε με το πλουσιότατο βιογραφικό του, συνοδευόμενο από ήθος, σοβαρότητα, συνέπεια, πνευματική καλλιέργεια, καλλιτεχνική ευαισθησία, ουσιαστική προσφορά… Ξεκινώντας το 1993 με την ίδρυση της «Λύκης Βυθού» και εν συνεχεία την έκδοση της μοναδικής θεατρικής εφημερίδας «Κουίντα», έχει σκηνοθετήσει μεταξύ άλλων στα ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, Σερρών, Κρήτης, έχει διατελέσει υπεύθυνος θεατρικής ομάδας στην Θεραπευτική Κοινότητα «Ιθάκη», υπεύθυνος Θεατρικής Σκηνής της Τέχνης στο Κιλκίς, διευθυντής της Πρότυπης Σχολής Θεάτρου Villarte, διευθυντής σπουδών στην Ανώτερη Δραματική Σχολή «Βασίλης Διαμαντόπουλος», από το 2008 Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Ανώτερης Σχολής Δραματικής Τέχνης «Ανδρέας Βουτσινάς», ενώ διδάσκει αδιάλειπτα υποκριτική σε σχολές, εργαστήρια, σεμινάρια…
O σεμνός, ταλαντούχος δημιουργός Παύλος Δανελάτος, με βαθιά γνώση του αντικειμένου και συγκροτημένη σκέψη, με αφορμή τη σκηνοθεσία της πολυαναμενόμενης «Γίδας» του Έντουαρντ Άλμπι που ανεβαίνει από 22 Νοεμβρίου στο Art box Fargani, παραχωρεί μια εφ’ όλης της ύλης θαυμάσια συνέντευξη στην Κουλτουρόσουπα…
- Ξεκινήσατε με σπουδές στη Φιλοσοφική και εν συνεχεία σας βρίσκουμε στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ… Τί συνέβαλε σε αυτή την καθοριστική στροφή;
Από την αρχή των σπουδών μου στη Φιλοσοφική Σχολή Ιωαννίνων έτυχε (και το εννοώ, έτυχε) να ασχοληθώ με τη ΘΕΣΠΙ, τη Θεατρική Συντροφιά Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που μόλις είχε δημιουργηθεί. Αυτή η ομάδα (που ακόμα υπάρχει και δημιουργεί) σημάδεψε το μέλλον μου. Τώρα πια γνωρίζω ότι η μοιραία ενασχόληση με το θέατρο ήταν μια προσπάθεια να ξεφύγω από την αβάστακτη εσωστρέφειά μου, αγώνας που ακόμα συνεχίζεται.
- Από τα χρόνια της νιότης, ποια ήταν τα όνειρα που συνόδευσαν την είσοδό σας στον θεατρικό χώρο; Πώς οραματιζόσασταν την πορεία σας;
Στα χρόνια πριν τις σπουδές μου στη φιλοσοφική, ήμουν ένα παιδί που διάβαζα πολύ και τον τελευταίο καιρό πριν μπω στο πανεπιστήμιο είχα «κολλήσει» με τα θεατρικά έργα, διάβαζα θεατρικά έργα, χωρίς ποτέ να έχω πάει στο θέατρο! Όταν ανέβηκα στα Ιωάννινα πήρα μαζί μου 150 θεατρικά έργα, κυρίως ελληνικά… Δεν είχα καμιά άλλη σχέση με το θέατρο, ούτε ήθελα, ονειρευόμουν να γίνω ένας καλός στοχαστής/φιλόλογος που… παίζει καλή μπάλα!
- Ποιο ή ποια είναι τα στοιχεία που ωθούν έναν ηθοποιό, προορισμένο για δράση πάνω στη σκηνή, να κατέβει κάτω από αυτήν ως σκηνοθέτης;
Όταν μπήκα στη σχολή του ΚΘΒΕ δεν ονειρευόμουν παρά να γίνω ένας πολύ καλός ηθοποιός. Είχα παρατήσει τα πάντα για να το κάνω, μεταξύ των οποίων και να διαλύσω τη σχέση με τους δικούς μου που αντέδρασαν άσχημα. Είχα σκηνοθετήσει βέβαια τα τελευταία χρόνια στη ΘΕΣΠΙ και μου άρεσε. Τι να πω δυσκολεύομαι να απαντήσω. Αυτό που έκανε εμένα πάντως, να κατέβω από το σανίδι στην σκηνοθετική καρέκλα ήταν πιο πολύ η θέληση να κάνω τους ηθοποιούς να παίξουν καλύτερα κι αυτό είναι νομίζω το μεγαλύτερο προσόν μου.
- Επιλέγετε με συγκεκριμένα κριτήρια ένα έργο; Υπάρχει περίπτωση να σκηνοθετήσετε λόγω ανάθεσης κάτι που δεν σας εμπνέει ιδιαίτερα;
Το τελευταίο το έχω κάνει μόνο μια φορά κι έχω μετανιώσει είναι αλήθεια. Πάντα επιλέγω έργα που μου αρέσουν πολύ, θέλω να τρελαίνομαι με το έργο αλλιώς νιώθω ότι προδίδω τους πάντες, τους ηθοποιούς μου, το κοινό, εμένα.
- Μέχρι ποιου σημείου πιστεύετε ότι μπορεί ο σκηνοθέτης ως «αρχιτέκτονας» της παράστασης να παρέμβει στα «θεμέλιά» της, ήτοι το κείμενο του συγγραφέα;
Προτιμώ πάντα να μην παρεμβαίνω στα έργα. Οι μεγαλύτερες παρεμβάσεις που έχω κάνει είναι κάποια κοψίματα που αφορούν τη διάρκεια. Κατά τα άλλα, το να κόβει ο σκηνοθέτης κομμάτια του έργου που δεν ταιριάζουν στην «σκηνοθετική του ματιά» μου φαίνεται ατιμία εκτός κι αν αναφέρεται παντού ότι πρόκειται για διασκευή.
- Μιλώντας για Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς και με βάση την πολύχρονη πείρα σας, ποια είναι η γνώμη σας για την σύγχρονη παραγωγή στον τομέα;
Πιστεύω πολύ στους Έλληνες θεατρικούς συγγραφείς του καιρού μας και νομίζω ότι μετά το ξέσπασμα των έργων της δικτατορίας όπου υπήρχε ένα χάσμα, εμφανίστηκαν πολλοί και καλοί συγγραφείς οι οποίοι παρέα με τους παλιότερους (Κεχαϊδη, Αναγνωστάκη, Καμπανέλλη, Ποντίκα, Σκούρτη κ.ά.) δημιούργησαν μια νέα σπουδαία γενιά. Ενδεικτικά μάλιστα θα αναφέρω τους Θεσσαλονικιούς Δήμου, Σερέφα και Τριαρίδη που τους αγαπάω πολύ.
- Μεταξύ του κλασικού και του σύγχρονου ρεπερτορίου, ποιο σας γοητεύει ιδιαίτερα ή ποιο παρουσιάζει περισσότερες σκηνοθετικές προκλήσεις;
Αγαπάω πάρα πολύ την τραγωδία και το Σαίξπηρ αλλά τα τελευταία χρόνια με γοητεύει ο σύγχρονος (και ίσως ωμός) ρεαλισμός. Με αυτά θέλω να ασχολούμαι πια. Έργα σαν το CLOSERτου Πάτρικ Μάρμπερ, τη ΓΙΔΑ του Έντουαρντ Άλμπυ ή το ΜΕΝΓΚΕΛΕ του Θανάση Τριαρίδη ας πούμε.
- Θα τολμούσατε κάποια σκηνική επιλογή που θα σόκαρε το κοινό στο όνομα μιας πρωτοπορίας και ποια είναι η θέση σας απέναντι σε παρόμοιες επιλογές;
Δεν έχω κάνει ποτέ μια παράσταση ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΚΑΡΩ. Έχω σοκάρει πολλές στιγμές το κοινό αλλά δεν ήταν ο απόλυτος και καθοριστικός λόγος της παράστασης. Μου φαίνεται παγίδα όποτε συμβαίνει στο μυαλό του σκηνοθέτη. Αντιθέτως όταν επιλέγω έργο, κείμενο δηλαδή που σοκάρει τότε νιώθω πιο ελεύθερος.
- Ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, ποιο είδος θεωρείτε ότι παρουσιάζει μεγαλύτερη δυσκολία στην προσέγγιση;
Η κωμωδία πιστεύω ότι είναι πιο δύσκολη. Εγώ νομίζω πώς έχω χιούμορ αλλά γελάω δύσκολα όταν παρακολουθώ κάποιο έργο. Το χυδαίο ή «εύκολο» χιούμορ με απωθεί αλλά είναι εύκολο να το κάνεις. Αυτό το ξέρουμε όλοι κατά βάθος.
- Πέρα από τον προφανή οικονομικό αντίκτυπο, εσείς προσωπικά πώς θα ορίζατε τις έννοιες επιτυχία ή αποτυχία μιας παράστασης;
Επιτυχία είναι να μπορέσει ο θεατής να δει το «δικό του» μέσα στο «δικό σου». Για να γίνει αυτό πρέπει οι ηθοποιοί να είναι εξαιρετικά αληθινοί και η προσέγγιση του έργου ολοκληρωτική και απολύτως τίμια. Καθόλου εύκολα πράγματα δηλαδή.
- Σε μια συλλογική δουλειά όπως η δική σας, ποιοι βασικοί όροι πρέπει να διέπουν μια ομαλή συνεργασία;
Βασικός όρος είναι ο καλλιτεχνικός σεβασμός όλων των συνεργατών κυρίως από το σκηνοθέτη. Σεβασμός στους ηθοποιούς, στο σκηνογράφο, στο μουσικό ακόμα και τους τεχνικούς. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είναι σίγουροι ότι προσφέρουν καλλιτεχνικά και δεν εκτελούν απλά εντολές. Όλοι πρέπει να είναι χαρούμενοι που έδωσαν κάτι προσωπικό στο τέλος.
- Κατά τη διάρκεια των προβών, ακολουθείτε πιστά το όραμά σας ή δέχεστε «συνδιαμόρφωση» από προτάσεις των ηθοποιών;
Κάποτε ήμουν απόλυτα πιστός στο δικό μου όραμα. Μετά κατάλαβα ότι αυτό είναι ανοησία. Οι ηθοποιοί επιλέγονται από μένα οπότε θα πρέπει να περιμένω πολλά απ’ αυτούς. Θεωρώ πολύτιμη και απαραίτητη πια την ανταλλαγή δεδομένων.
- Σε προσωπικό επίπεδο, αυτό που για σας έχει τη μεγαλύτερη βαρύτητα είναι η κρίση των συναδέλφων, των κριτικών ή του κοινού;
Θεωρώ πολύτιμη την κρίση συναδέλφων, πολύ λιγότερο δίνω σημασία στους κριτικούς, γενικά βλέπω στα μάτια το κοινό και καταλαβαίνω. Αυτό με κάνει να ξέρω την αποτυχία ή την επιτυχία μου.
- Τί προσδοκάτε ως βασικό στόχο να αποκομίσει το κοινό από μια παράστασή σας ώστε να νιώσετε δικαίωση;
Μια μεγάλη εσωτερική χαρά που είδε κάτι που φαίνεται τόσο καλά δουλεμένο, μια λύτρωση που πηγάζει από το αίμα που στάξαμε στις πρόβες και, αν είναι δυνατό, μια αδυναμία να σου πει με λέξεις αυτό που αισθάνεται μετά την παράσταση.
- Υπάρχουν έργα που επιθυμείτε «διακαώς» να καταπιαστείτε ως σπουδαία σκηνοθετική πρόκληση ή άλλες θεατρικές φιλοδοξίες για το μέλλον;
Πάρα πολλά, δε θα ήθελα να πω ονόματα, αλλά έχω στα σχέδιά μου ένα ακόμα έργο του Τριαρίδη μετά το ΜΕΝΓΚΕΛΕ, ένα ακόμα έργο του Άλμπυ και πολλά άλλα. Ελπίζω να προλάβω, είμαι ήδη εξηντάρης…
- Από την μακρόχρονη εμπειρία σας στη διδασκαλία της υποκριτικής, πώς θα χαρακτηρίζατε το επίπεδο των σημερινών σπουδαστών και μελλοντικών καλλιτεχνών;
Οι νέες γενιές έχουν μεγάλο θέμα με την πνευματικότητά τους, έρχονται σε μια δραματική σχολή και δεν έχουν διαβάσει οι πιο πολλοί σχεδόν τίποτα, από λογοτεχνία, από φιλοσοφία κλπ. Το κινητό και τα media έχουν διαλύσει το μυαλό τους αλλά….Έχουν τρομερή όρεξη να μάθουν, δουλεύουν θα έλεγα πιο πολύ απ’ τους παλιούς και μπορούν να φτάσουν ψηλότερα τελικά. Αυτό γιατί και η διδασκαλία της υποκριτικής είναι καλύτερη, ποιοτικότερη και το κυριότερο πιο επιστημονική. Ας μην τους κατηγορούμε λοιπόν μόνο, γιατί εκτός των άλλων γινόμαστε και «παλιόγεροι» όπως αυτοί που κάποτε ΕΜΕΙΣ κατηγορούσαμε!
- Ως ένας από τους σημαντικότερους θεατράνθρωπους της πόλης, πού εντοπίζετε τις μεγαλύτερες δυσκολίες των τοπικών σχημάτων;
Είναι πολύ τιμητικός ο τίτλος που μου δίνετε και φοβάμαι ότι δε θα τον αποδεχτώ, ας πούμε ότι χρόνια με διάφορες ιδιότητες έχω κινηθεί στα θεατρικά μας δρώμενα. Πολλές οι δυσκολίες και μεγάλες οι προκλήσεις των νέων ομάδων. Έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ πιο σκληρές συνθήκες από κείνες που είχαμε εμείς τις δεκαετίες του ΄90 και του 2000.Οικονομικά, φορολογικά και ασφαλιστικά μόνο να το σκεφτείς, είναι απορίας άξιο πώς τα καταφέρνουν. Οι παραστάσεις είναι πολύ περισσότερες και είναι δυσκολότερο να ξεχωρίσουν ακόμα κι αν είναι αξιόλογες. Εγώ, παρόλα αυτά, βλέπω αρκετές να ξεκινάνε κι αυτό είναι πολύ καλό κι ας έχουν μικρό κύκλο ζωής. Είμαι υπερήφανος που δυο φορές έχω σκηνοθετήσει νέες ομάδες που βγήκαν από τη σχολή του Βουτσινά με μεγάλη επιτυχία μάλιστα. Επειδή είναι πολύ δύσκολο να κάνει ένας νέος ηθοποιός τα πρώτα του βήματα οι ομάδες αυτές είναι μια θαυμάσια λύση.
- Κρίνοντας την πορεία του ΚΘΒΕ τα τελευταία χρόνια, πόσο ικανοποιημένος δηλώνετε από το καλλιτεχνικό αποτύπωμα της κρατικής σκηνής;
Παρακολουθώ το ΚΘΒΕ πάνω από 30 χρόνια. Για την τρέχουσα περίοδο υπήρξα και υποψήφιος για την καλλιτεχνική διεύθυνση και αυτή την εποχή σκηνοθετώ ένα έργο που είναι συμπαραγωγή με το ΚΘΒΕ. Για όλους αυτούς τους λόγους δε θα ήταν σωστό να μιλήσω γιατί μάλλον δε θα ήμουν αντικειμενικός. Αυτό πάντως που με στενοχωρεί είναι ότι όταν πρωτογνώρισα το ΚΘΒΕ είχε πιστούς φίλους, γεμάτες σκηνές και βαθιά εκτίμηση για τους ηθοποιούς του, χωρίς τις μετακλήσεις αστέρων από την Αθήνα. Εγώ που ήρθα ξένος τότε στη Θεσσαλονίκη μάθαινα ότι οι μεγάλοι ηθοποιοί του ΚΘΒΕ ήταν ο Καρέλης, ο Ματσακάς, ο Καλός, η Λαμπράκη, ο Σαντάς, ο Βάγιας, ο Βρετός και τόσοι άλλοι και μας ήταν αρκετοί. Εκείνη η ζεστή ατμόσφαιρα κάπου έχει χαθεί και πρέπει να υπάρχουν σοβαροί λόγοι γι΄ αυτό.
- Πιστεύετε ότι οι τοπικές παραστάσεις στηρίζονται από το κοινό της πόλης και μπορούν να ανταγωνιστούν τις φιλοξενούμενες εξ Αθηνών;
Από την εποχή που είχα ο ίδιος ένα μικρό θέατρο στην πόλη, το ΘΕΑΤΡΟ ΛΥΚΗ ΒΥΘΟΥ είχα διαπιστώσει ότι η καλή δουλειά ανταμείβεται. Αυτό πιστεύω και σήμερα.
- Κλείνοντας θέλουμε την προσωπική σας μαρτυρία για την «Γίδα» που σκηνοθετείτε και ανυπομονούμε να δούμε… Πώς επιλέξατε το έργο, αν σας απασχολεί η σύγκριση με προηγούμενο ανέβασμα, πώς εισπράξατε τη συνεργασία, τί θέλετε να δώσετε…
Η ΓΙΔΑ, όπως και πριν είπα, είναι από τα αγαπημένα μου έργα. Το έχω μεταφράσει, και το 2000 που γράφτηκε, εγώ σκηνοθετούσα για τα ΔΗΠΕΘΕ Σερρών και Βέροιας (πάλι συμπαραγωγή!) για πρώτη φορά στην Ελλάδα το σχετικά άγνωστο έργο του Άλμπυ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ. Από τότε αγάπησα στην πράξη τον συγγραφέα. Η ΓΙΔΑ είναι το πιο αγαπημένο μου έργο του Άλμπυ και περίμενε χρόνια ημι-μεταφρασμένο στο συρτάρι μου, μαζί με το άλλο παράξενο έργο του την ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ (Seascape). Άρα έχω την αίσθηση ότι δεν το επέλεξα αλλά με επέλεξε.
Είναι το πιο προκλητικό έργο του συγγραφέα και στην ουσία το τελευταίο του μεγάλο έργο και πιο βραβευμένο. Η σύγκριση με το άλλο ανέβασμα που προηγήθηκε δε με απασχολεί καθόλου παρόλο που σε γενικές γραμμές μου άρεσε πολύ. Είναι πολύ διαφορετικό το δικό μας ανέβασμα. Στη δική μας εκδοχή ο μεγαλοαστικός κόσμος επιδεικνύεται πολύ περισσότερο και στην υποκριτική και στο σκηνικό. Εκεί η παρέμβαση στο σκηνικό ήταν τόσο δραματική, που κατά τη γνώμη μου λίγο ακύρωσε εν μέρει το έργο που είναι σπουδαίο. Η αίσθησή μου είναι ότι οι ηθοποιοί που ερμηνεύουν στην παρούσα παράσταση είναι πάρα πολύ καλοί και αυτό μου είναι αρκετό.
Η συνεργασία του ART BOX FARGANI (για την ακρίβεια της ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ) και του ΚΘΒΕ ήταν δική μου πρόταση που έγινε δεκτή αμέσως κι από τις δυο πλευρές. Τέτοιες συνεργασίες άλλωστε ήταν ένα σημαντικό κομμάτι στην πρόταση για την καλλιτεχνική διεύθυνση που είχα υποβάλλει όταν ήμουν υποψήφιος, οπότε νιώθω ότι εμμέσως εκπληρώνω κι αυτό το στόχο. Σημειώνω μόνο ότι διαπίστωσα κι από κοντά πόσο σπουδαία άτομα υπάρχουν μέσα σ’ αυτόν τον μεγάλο οργανισμό, το ΚΘΒΕ, και τους ευχαριστώ όλους για την άψογη συνεργασία μαζί μου.
Φυσικά τίποτα δε θα είχε συμβεί αν η Πολιτεία Πολιτισμού, μετά το περυσινό ανέβασμα του ΜΕΝΓΚΕΛΕ, δεν είχε πιστέψει τόσο πολύ και τόσο ουσιαστικά σ’ εμένα
ΦΑΡΓΚΑΝΗ
«Η Γίδα» του Έντουαρντ Άλμπι.
Πρεμιέρα: Παρασκευή 22 Νοεμβρίου, 21:00
Ο Μάρτιν και η Στήβι, χρόνια παντρεμένοι, φαίνεται, μαζί με τον gay έφηβο γιο τους, να είναι η τέλεια οικογένεια, με αλληλοσεβασμό, αγάπη και έρωτα που διαρκεί στο χρόνο. Στο απόγειο ωστόσο της καριέρας του, που μόλις έχει συμπληρώσει τα πενήντα, ερωτεύεται μια γίδα…
Σκηνοθεσία: Παύλος Δανελάτος. Ερμηνεύουν: Κωνσταντίνος Χατζησάββας, Λίλα Βλαχοπούλου, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Φαμπρίτσιο Μούτσο.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Κάθε Παρασκευή και Σάββατο: στις 21:00 Κυριακή: 20:00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ