Γράφει η Ζωή Ταυλαρίδου.
“Δεν έχουν όλα τα παραμύθια ευτυχισμένο τέλος
ακόμη κι αν χτυπήθηκαν από τ’ έρωτα το βέλος”
Μια φορά κι έναν καιρό…κάπου αλλού, ίσως μακριά από εμάς, σε άγνωστα μέρη… ξημερώνει. Άνθρωποι χτίζουν γύρω τους βουνά και δάση, λίμνες και θάλασσες, προσπαθώντας να ανακαλύψουν μιαν αλήθεια ή ίσως τι δεν είναι. Τα μάτια τους άλλοτε αναπαύονται στο κενό, άλλοτε σε κοιτούν επίμονα, προσπαθώντας να κρύψουν… ή να ανακαλύψουν. Ποιος ξέρει… Πάντως, μια μυρωδιά από κρεμμύδια χορεύει κάπου στο πάτωμα, περιμένοντάς σε να ανοίξεις την πόρτα κι έπειτα να την κλείσεις πίσω σου, μουδιασμένος ίσως.
Αγαπώ τα παραμύθια.
Πίσω από ένα πλέγμα παρατηρώ μια γυναίκα. Δεν μπορώ να την πλησιάσω. Είναι ντυμένη στα κόκκινα. Τα μάγουλά της είναι ματωμένα. Με κοιτάει σίγουρα επίμονα, σχεδόν παρακλητικά, σχεδόν αυστηρά, έχω ξεχάσει πια τι θέλουν να πουν οι λέξεις. Απλά, παραμένω εκεί απέναντί της και αναρωτιέμαι πού πήγε εκείνο το κορίτσι με το καλάθι γεμάτο καλούδια για τη γιαγιά του. Στο ημίφως του δωματίου της, συνεχίζω να σκέφτομαι υποθετικά όλες τις πιθανές εκδοχές. Κι αν η Κοκκινοσκουφίτσα δεν ήταν απλά το αθώο κορίτσι που ήθελε να φροντίσει την άρρωστη γιαγιά του; Κι αν η γιαγιά δεν ήταν απλά η αθώα μπάμπω που καθισμένη σε κουνιστή πολυθρόνα δίπλα στη φωτιά συνήθιζε να αφηγείται παραμύθια στην εγγονή της; Κι αν ο καημένος ο λύκος αποτέλεσε απλά εργαλείο αλληλεπίδρασης γιαγιάς και κόρης στον βωμό μιας δικαιοσύνης, όπως την όριζε η καθεμία; Τι θα μας έλεγε ένα τέτοιο παραμύθι; Είναι τρομερό τι μπορείς να φαντασιωθείς βλέποντας κόκκινες τις παρειές της γλυκιάς Κοκκινοσκουφίτσας…
“Άλλοτε καταλήγουν σε πύργους ψηλούς
μ’ αγκάθια πλεγμένους,
άλλοτε σε δωμάτια μπουντρούμια σωστά
με αλυσίδα στο κρεβάτι δεμένη,
άλλοτε σε σκοτεινό
κελί ανήλιαγο
ψυχιατρείου δώμα”.
μ’ αγκάθια πλεγμένους,
άλλοτε σε δωμάτια μπουντρούμια σωστά
με αλυσίδα στο κρεβάτι δεμένη,
άλλοτε σε σκοτεινό
κελί ανήλιαγο
ψυχιατρείου δώμα”.
Περπατώντας σε έναν χώρο γεμάτο φωτάκια, χρώματα και μυρωδιές, κι έχοντας στα νώτα μου τον καταξεσκισμένο λύκο, προσέχω πού πατώ και πού βρίσκομαι. Γιατί μια μάλλον μεγάλη γυναίκα με μιαν σκούπα τρίχινη με χτυπάει στα πόδια, μαλώνοντάς με για τις βρωμιές των παπουτσιών μου. Με κοιτάει στα μάτια κι αυτή πολύ αυστηρά, σαν να θέλει να διαβάσει το πόση βρωμιά εντέλει έχει συσσωρευτεί μέσα μου, τη δική μου αλήθεια. Ντρέπομαι ειλικρινά. Δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από επάνω της. Μου δίνει έναν καθρέπτη να κρατήσω στα χέρια μου, τρέμω λιγάκι. Τι να ζητά άραγε… Στη θέα του καθρέπτη μεταμορφώνει ολόκληρο το πρόσωπό της με βαθύ κόκκινο χρώμα. Μιαν άλλη υπόσταση υιοθετεί, αντίθετη σε γνώμες και βρωμιές. Δεν τη χρειάζεται πλέον τη σκούπα, σκέφτομαι. Έχει βρει τον δικό της δρόμο, αποφασίζει. Και αποχωρεί πάλι, όπως ήρθε, σκυφτή, με την καμπούρα στην πλάτη της, κι ένα κόκκινο κραγιόν, πιο “ελαφριά” από πριν.

.
Στάχτες ολόγυρα… Κρεμμύδια αναδύουν μιαν ιδιαίτερη μυρωδιά, καθώς συγχνοτίζονται με μια νεαρή γυναίκα κι ένα γοβάκι. Ντυμένη στα μαύρα, παρατηρεί το πρόσωπό της στο δικό της καθρέπτη. Θρηνεί για τη νονά της, τη νεράιδα, τις κακές αδελφές της, τη μητρυιά της, τον πρίγκιπα του παραμυθιού, δήθεν μοιρολογίστρα. Αλλά δεν είναι. Το χαμόγελό της είναι σκοτεινό και το βλέμμα της κόβει σαν ξυράφι. Παραδέχεται πως το γοβάκι τής ήταν μεγάλο και με κοιτάει πονηρά στα μάτια. Φωτιές, μαχαίρια κι όλα τα συναφή φονικά εργαλεία βρίσκουν τη θέση τους στο παραμύθι της. Οι μυρωδιές και τα χρώματα με ζαλίζουν. Δε θα ήθελα -με απόλυτη σιγουριά- να είμαι η νονά ή ο πρίγκιπας του παραμυθιού αυτής της γυναίκας με τη δολοφονική αρχοντιά. Αναρωτιέμαι ποιος τέλος πάντων φτιάχνει τέτοια ασύμβατα κι απείθαρχα γοβάκια… στάχτες… κρεμμύδια… άμαξες ως το απόλυτο παραμυθικό πακέτο.
Η αλήθεια μου αλλάζει δωμάτια. Βρίσκω τον εαυτό μου να μετακινείται υπαρξιακά από παραμύθι σε παραμύθι, έως ότου αράξω στο δικό μου.
“Καλύτερα ποτέ μην είχε έρθει ο πρίγκηπας.
Τ’ άλογο του Δούρειος Ίππος-
σάπιο από μέσα
που τα σωθικά μας χώρισε
και τα κρέμασε σεντόνι στο μπαλκόνι του
τη δική του ανομία να κρύψει
στη δική μας αθωότητα μέσα”.
Τ’ άλογο του Δούρειος Ίππος-
σάπιο από μέσα
που τα σωθικά μας χώρισε
και τα κρέμασε σεντόνι στο μπαλκόνι του
τη δική του ανομία να κρύψει
στη δική μας αθωότητα μέσα”.
Ξάφνου, εκεί που κανείς δεν το περιμένει, πετάγεται ένας λαγός από το πουθενά. Χοροπηδά μπροστά μου και εξαφανίζεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Έχει ένα ρολόι που πρέπει να το φτάσει, να το πιάσει, να το υποτάξει. Ο Χρόνος είναι ο απόλυτος εχθρός. Κυλάει και κυλάει… κι αυτό το τικ τακ μοιάζει μαρτύριο. Μπαίνει και βγαίνει από αυτιά και μάτια, δεν ελέγχεται, δεν αγαπιέται. “Πιάσε τον λαγό, λιώσε τον, Αλίκη μου!”. Αυτό το ρολόι θα είναι η καταστροφή μου. Γιατί το μέλλον δεν έχει ακόμη έλθει και το παρελθόν έχει ήδη περάσει. Η στιγμή έχει σηκώσει όλο το βάρος και το βάθος της ύπαρξής μου. Το τώρα μου έχει σημασία. Κι όποιος δεν μπορεί να αφουγκραστεί τα ηχοχρώματα της στιγμής του θεωρείται ήδη νεκρός.
Κι έρχεται η στιγμή που τελειώνουν τα παραμύθια και κάνω την ηρωική έξοδο στον πραγματικό κόσμο. Η΄ μήπως η αλήθεια μου έχει ήδη βγει και περιπλανιέται, δίχως να το έχω καταλάβει;
Τα “Ακατάλληλα Παραμύθια” σε σύλληψη και σκηνοθεσία της Βίκη Φραγκούδη από την ομάδα Mprikia Kollame στον ιδιαίτερα ζεστό χώρο του Λα Λατίνα δημιουργούν μιαν υπέροχη ατμόσφαιρα παραμυθιού με ηρωίδες που αγαπήθηκαν πολύ. Μέσα σε αυτόν τον χώρο, τον γεμάτο χρώματα και μυρωδιές, οι ηρωίδες των παραμυθιών μεταμορφώνονται σε κάτι σκοτεινό. Η προσέγγιση των παραμυθιών θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσπάθεια απεικόνισης της ωμής ρεαλιστικής πραγματικότητας. Άλλωστε, σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει κι η σκοτεινή πλευρά. Ο θεατής επισκέπτεται τις ηρωίδες στον προσωπικό τους χώρο και παρακολουθεί καρέ καρέ τα πιο μελανά σημεία της προσωπικότητάς τους. Οι χαρακτήρες τους γίνονται εφιαλτικοί.
Κι εσύ, αγαπητέ μου αναγνώστη, θα έχεις τη μοναδική ευκαιρία να καθίσεις μαζί τους στο ίδιο τραπέζι και να μοιραστείς τη δική σου αλήθεια. Οι ηρωίδες των παραμυθιών, βασανισμένες και μοιραίες, έχουν την ευγένεια να σε κοιτάξουν με αυστηρή συμπάθεια στα μάτια. Μακάρι να έχεις το ίδιο θάρρος. Και μην αγνοήσεις, σε παρακαλώ, για κανένα λόγο τη διακριτική παρουσία της κωφάλαλης γυναίκας ως ανθρώπου-κλειδιού στο οδοιπορικό των δωματίων. Έχει πολλά να σου εκμυστηρευτεί, ξέρεις.
.
Κλείνοντας την πόρτα του Λα Λατίνα πίσω σου, σίγουρα κάτι έχει αλλάξει.
.
-Πληροφορίες για την παράσταση (παράταση 15, 16 & 17 Φεβρουαρίου) θα βρείτε εδώ
Μουσική Πρόταση:
Διονύσης Τσακνής. Φτιάξε Καρδιά μου το Δικό σου Παραμύθι.
Δείτε & αυτά:
-Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα ΕΔΩ
-Τι παίζουν οι κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη ΤΩΡΑ ΕΔΩ
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε ΕΔΩ
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε ΕΔΩ
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε ΕΔΩ
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιαζουμε ΕΔΩ
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία – ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό