«…ματιών σελάγισμα». Από τη στήλη «Σωφέρ» της Ζωής Ταυλαρίδου.
“Τυφλός τα τ’ ώτα, τον τε νουν, τα τ’ όμματ’ εί.”
Σοφοκλής, 496-406 π.Χ., “Οιδίπους”
(μτφρ: είσαι τυφλός και στα αυτιά και στο μυαλό και στα μάτια)
Τα μάτια μου διάπλατα ανοίγω. Τα ανοίγω διάπλατα και περπατώ στο πλήθος. Το πλήθος παρακολουθώ με επιμονή και προσδοκία. Με προσδοκία παρακολουθώ τους περαστικούς μου, ότι θα με κοιτάξουν και θα με ακούσουν. Ακούω θορύβους και στα αυτιά μου οι θόρυβοι μοιάζουν μουσική. Η μουσική της πόλης θρέφει τα ματόκλαδά μου. Τα ματόκλαδά μου δακρύζουν. Δακρύζουν από το τόσο μεγάλο άνοιγμα, λες κι έχουν κρεμαστεί από ένα σκοινί, τεντωμένο και σκληρό. Θέλω να κατορθώσουν αυτό το άνοιγμα. Έτσι, κρατώ τεντωμένα τα ματόκλαδά μου. Της ψυχής το άνοιγμα το νιώθουν, το αφουγκράζονται διπλά. Και οι ήχοι της πόλης μοιάζουν με το πεντάγραμμο. Δεν ξέρεις πού να ζωγραφίσεις το κλειδί, αλλά η μουσική παραμένει η ίδια. Οι νότες και τα αστέρια κάνουν βόλτες στο μυαλό μου. Διχάζομαι- πού να το αφήσω να ξεκουραστεί; Τα αυτιά μου γίνονται τεράστια. Τα χέρια μου σκληρά και τρυφερά σε κάθε άγγιγμα. Αισθάνομαι το φως υποδόρια, άλλοτε να φωτίζει κι άλλοτε να καίει: πόσο παιχνιδιάρικο το φως που με γαργαλάει!
Τα μάτια μου στερεύουν. Κουράστηκαν. Τα κλείνω. Και το φως το αισθάνομαι πιο δυνατό, ανεπαίσθητα δοτικό της ελπίδας. Μου δίνεται η ελπίδα, ότι ο κόσμος γύρω μου θα γίνει πιο καθαρός. Ανατριχιάζω με τη δύναμη του κορμιού και του μυαλού και της καρδιάς μου. Αφουγκράζομαι ακόμη και τον ήχο του μυρμηγκιού. Και προσέχω με ευλάβεια μην το πατήσω. Πώς γίνεται αυτός ο ήχος να παραμένει διακριτός μέσα σε μια θορυβώδη πολιτεία; Το σώμα μου φουσκώνει σαν μπαλόνι και νομίζω ότι θα σκάσει. Αλλιώς, δεν εξηγείται η τόση ησυχία των ανθρώπων πλάι μου. Δεν μπορώ ακόμη να αισθανθώ τη θέρμη του κορμιού τους. Περίεργο. Αλλά πού θα πάει; Κάποια στιγμή, όταν τα αυτιά μου και τα χέρια μου και τα πόδια μου και η πλάτη μου και ο λαιμός μου και η γλώσσα μου και τα μαλλιά μου επιμηκυνθούν και γιγαντωθούν, θα μπορέσω επιτέλους να τους αγγίξω με το φως και την αλήθεια μου.
Αγγίζω τα μάτια μου. Αγγίζω τα ματόκλαδά μου. Το βλέμμα μου αισθάνομαι να ανθίζει. Δεν κοίταξα ποτέ στο κενό… παρά μόνο στο φως.
Αλήθεια, είμαι τυφλός; Η΄ φταίει το σκοτάδι γύρω μου;
Η Μαύρη Κωμωδία του Πήτερ Σάφερ στο Βασιλικό Θέατροσε μετάφραση της Μιμής Ντενίση και σκηνοθετική επιμέλεια της ΄Αννης Τσολακίδου και της Γιολάντα Μπαλαούρα αποτελεί ένα θαυμάσιο ταξίδι των ματιών της ψυχής στον χώρο και στον χρόνο. Το φως εναλλάσσεται έντεχνα με το σκοτάδι, η αλήθεια με το ψέμα. Το φως αποκτά την αξία του σκότους και δεσμεύεται με το προσωπείο. Το σκότος αποκτά την αξία του φωτός και αποκαλύπτει το πρόσωπο. Έχει σεμνότητα το σκοτάδι.
Πενθέας: Καί <τα όργια> αὐτά τά κάνεις νύχτα μέρα;
Διόνυσος: Μᾶλλον τη νύχτα. Ἔχει σεμνότητα τό σκότος. (Βάκχες Ευρ. σε απόδοση Βάρναλη)
Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σε συνεργασία με το Κέντρο Εκπαιδεύσεως και Αποκαταστάσεως Τυφλών (Κ.Ε.Α.Τ) παρείχε την ευκαιρία σε βλέποντες να μπουν στο πετσί των ανθρώπων με μερική ή ολική απώλεια της όρασης. Μισή ώρα πριν την έναρξη της παράστασης, οι ενδιαφερόμενοι φόρεσαν μάσκα και περιηγήθηκαν σε συγκεκριμένο χώρο συνοδευόμενοι από άτομα με μερική ή ολική απώλεια όρασης. Βίωσαν, έστω και για μισή ώρα, την έλλειψη του “βλέπω“, την ανεπάρκεια, τη δυσκολία, τον αγώνα να οριοθετηθούν από την αρχή. Έστω και για μισή ώρα. Θεωρώ το ηθικό και συναισθηματικό κομμάτι του εγχειρήματος αυτού εξαιρετικής σημασίας.
Υπόθεση: Ένα Κυριακάτικο βράδυ στο Λονδίνο, ο γλύπτης Μπρίντσλει Μίλερ μαζί με την αρραβωνιαστικιά του, Κάρολ, ετοιμάζουν ένα πάρτι, για να εντυπωσιάσουν. Προκειμένου να ομορφύνουν το διαμέρισμά τους, «δανείζονται» τα ακριβά έπιπλα του γείτονά τους εν απουσία του. Μια καμένη ασφάλεια βυθίζει το διαμέρισμα στο σκοτάδι. Κι ο γείτονας κάνει την εμφάνισή του. Ποικίλες ανατροπές επιβραδύνουν με έναν κωμικοτραγικό τρόπο τις γεμάτες αγωνία προσπάθειες του γλύπτη να αποκαταστήσει τα πράγματα, πριν ανάψουν τα φώτα.Οι ήρωες κινούνται στο φως της σκηνής με αντεστραμμένους τους όρους του φωτός και του σκοταδιού. Όταν τα φώτα του διαμερίσματος υποτίθεται ότι είναι αναμμένα, τίποτε στη σκηνή δεν είναι ορατό. Όταν τα φώτα του διαμερίσματος υποτίθεται ότι σβήνουν, βλέπουμε τους χαρακτήρες στο φως της σκηνής να συμπεριφέρονται σαν να έχει συμβεί μπλακ-άουτ. Οι ήρωες σταδιακά χαλαρώνουν κι αποδεσμεύονται από τα προσωπεία τους, αποκαλύπτουν το πρόσωπό τους, τα μυστικά, τις ανασφάλειες και τα συναισθήματά τους. Το σκοτάδι τους γεμίζει φως.
Αντί Επιλόγου: Σας παραθέτω: α) το τραγούδι της Δήμητρας Γαλάνη “Αχ, τα μάτια σου” στον Δίσκο “Χάνομαι γιατί ρεμβάζω” (1985), β) τη μουσική συλλογή “Ζαλισμένα Βλέμματα” από το Κασετόφωνο και γ) τη “Μαύρη κωμωδία (1976) του Peter Shaffer”από το Θέατρο της Δευτέρας. Και τα σχόλια δικά σας.
Δήμητρα Γαλάνη “Αχ, τα μάτια σου”
Στίχοι: Άκος Δασκαλόπουλος.
Μουσική: Μάνος Λοΐζος.
Κι αν τα μάτια σου δεν κλαίνε
έχουν τρόπο και μου λένε
για τον πόνο που πονούν.
Μ’ ένα βλέμμα λυπημένο
πρωινό συννεφιασμένο
για την άνοιξη ρωτούν.
Με κοιτάζουν μου μιλούν και απορούν
αχ τα μάτια σου,
για τον έρωτα που χάσαμε ρωτούν
αχ τα μάτια σου.
Μάτια παραπονεμένα
μάτια που ‘σαστε για μένα
θάλασσες υπομονής,
με κλωστούλες μεταξένιες
πλέκω τις κρυφές σας έννοιες
σε τραγούδι της ζωής.
Κασετόφωνο: Ζαλισμένα Βλέμματα
Θέατρο της Δευτέρας
Μαύρη κωμωδία (1976) | του Peter Shaffer
Φωτογραφικό υλικό