«Η Υποκρισία και ο Έλεγχος». Για τον Επιθεωρητή του Ν. Γκογκόλ στο Σύγχρονο Θέατρο Ροντίδη. Από τη θεατρική στήλη «Σωφέρ» της Ζωής Ταυλαρίδου.
Μια φορά κι έναν καιρό, μια ωραία γυναίκα έκανε μπάνιο σε μια καθαρή λίμνη. Ένιωθε μοναδική, καθώς κολυμπούσε στα κρύα κρυσταλλένια νερά και παρακολουθούσε τη ζωή που υπήρχε κάτω από την επιφάνεια του νερού. Αναρωτιόταν πώς γίνεται τα ψάρια που ζουν στη λίμνη να μην παγώνουν. “Βέβαια, εάν είχαν τη δυνατότητα να βγουν από το νερό, ίσως το έκαναν“, σκέφτηκε. “Είμαι τυχερή που διαθέτω το χάρισμα αυτό, να μπαίνω και να βγαίνω σε λίμνες και ποτάμια, όποτε επιθυμώ“, παραδέχτηκε. Η Υποκρισία ήταν περήφανη για τον εαυτό της, για το ανάστημά της, για τα ωραία της ρούχα, για τα θέλγητρά της. Αισθανόταν μιαν ανεξήγητη δύναμη να κυλά στο αίμα της. Όλοι τη θαύμαζαν για την ομορφιά της και την αξιοπρέπεια που έβγαζε προς τα έξω, την ικανότητά της να ανατρέπει την αλήθεια και το ψέμα, να εξισορροπεί το σωστό και το λάθος, να πείθει και να διαφοροποιεί τα πάντα προς όφελός της. Κανείς δεν γνώριζε την αδυναμία, με την οποία ήταν προικισμένη.
.
Η Υποκρισία αδυνατούσε να κοιτάξει την εικόνα της στον καθρέπτη. Το πρόσωπό της την φόβιζε. Τρομοκρατούνταν στη σκέψη να παρατηρήσει το γκρίζο των ματιών της, τις φακίδες της στη μύτη, το φωτεινό χαμόγελό της, τον λευκό λαιμό της, το Εγώ της. Ο κόσμος ισχυριζόταν ότι τα μάτια είναι ο καθρέπτης της ψυχής. Κι αυτή αμφισβητούσε ότι η ψυχή όντως υπάρχει. “Ένα ψέμα είναι κι αυτή”, έλεγε. Παρόλα αυτά, δεν λάμβανε την απόφαση να ξεφορτωθεί τον καθρέπτη, να σπάσει το Εγώ της σε χίλια κομμάτια, να το υπερβεί και να τιμωρήσει την ύπαρξή του. Αντί για αυτό, αποφάσισε να τον καλύψει με ένα λευκό σεντόνι, σαν κι αυτό με το οποίο η οικογένεια ενός νεκρού σκεπάζει τους καθρέπτες του σπιτιού της μετά το θάνατό του. Το λευκό σεντόνι ανακούφισε και χαλάρωσε τις ενοχές της, άμβλυνε τις γωνίες της και γέμισε με άρωμα λεβάντας το θεόρατο σπίτι της με τις λευκές δανδελωτές του κουρτίνες. Αυτό δεν κράτησε πολύ.
Μιαν ηλιόλουστη πρωία, η Υποκρισία αποφάσισε να κάνει το καθιερωμένο της μπάνιο στην κρύα κρυσταλλένια λίμνη. Κατέβηκε με το ντελικάτο κι αργό περπάτημά της το μονοπάτι με τα πετραδάκια, ακούγοντας τιτιβίσματα πουλιών που ερωτοτροπούσαν. Όσο πλησίαζε, άρχισε να έχει το περίεργο αίσθημα ότι δεν είναι μόνη. Κάποιος πετούσε με μιαν παιχνιδιάρικη διάθεση πετραδάκια στη λίμνη. Γελούσε βροντερά και η πλάτη του ταρακουνιόταν ρυθμικά. Τα χέρια και τα πόδια του βρίσκονταν συνεχώς σε μιαν κίνηση μπρος και πίσω. Και κοιτούσε μια τη λίμνη και μια τον ουρανό με πάθος. Τα βήματά της τον έκαναν να στραφεί προς εκείνη, που πλησίαζε με προσεκτικό κι αδιάφορο δήθεν βηματισμό, σαφώς ενοχλημένη από την παρουσία του στη λίμνη της. Δεν πρόλαβε να του απευθύνει τον λόγο, κι αυτός ο όμορφος αλλά βλοσυρός άντρας τής έτεινε το χέρι του και συστήθηκε. Ο Έλεγχος φαινόταν δυνατός, σκληρός κι αψύς. Η χειραψία του, η κορμοστασιά του, η κίνησή του απέπνεαν ενέργεια και καθαρότητα. Της κρατούσε το χέρι και της μιλούσε κοιτώντας την στα μάτια. Προσπαθούσε να δει μέσα της και να μαντέψει. Αυτό τής θύμισε τον καθρέπτη του σπιτιού της και ρίγησε. Ο φόβος της, ωστόσο, είχε αναμιχθεί με μιαν ερωτική διάθεση που μύριζε λεβάντα. Ήθελε να κάνει πίσω και να φύγει τρέχοντας. Αλλά τα πόδια της είχαν ματώσει από την προσπάθειά τους να ριζώσουν στη βραχώδη γη. Από τότε, η Υποκρισία και ο Έλεγχος είναι αχώριστοι σύντροφοι.
Ο Έλεγχος είναι μέχρι και σήμερα ο πιο δημοφιλής κατασκευαστής και διακοσμητής Καθρεπτών.
Στον Επιθεωρητή του Νικολάι Γκόγκολ σε σκηνοθεσία του Γιώργου Ροντίδη στο Σύγχρονο Θέατρο Ροντίδη, η Υποκρισία και ο Έλεγχος ερωτοτροπούν στην οικία του Επάρχου μιας επαρχειακής πόλης της Ρωσίας. Οι ρόλοι τους εναλλάσσονται στο βωμό του χρήματος. Ο Επιθεωρητής καλείται να επιβάλει τον έλεγχο στις δημόσιες υπηρεσίες και να παντρευτεί τη μονάκριβη θυγατέρα του Επάρχου. Και όλα θα πήγαιναν κατ΄ευχήν, εάν βέβαια ο Επιθεωρητής ήταν ο αυθεντικός εκφραστής του ρόλου του. Στην πραγματικότητα, ο Επιθεωρητής είναι ένας απλός δημόσιος υπάλληλος, τυχοδιώκτης και εκμεταλλευτής της υποκρισίας και των αθέμιτων μεθόδων πλουτισμού των απανταχού Διοικητών και Διευθυντών, των εκπροσώπων της καθεστηκυίας τάξης και του απάνθρωπου κρατικού μηχανισμού. Η Υποκρισία γίνεται Έλεγχος και ο Έλεγχος γίνεται Υποκρισία. Στο τέλος, κανείς δεν είναι δυνατόν να διακρίνει τη διαχωριστική τους γραμμή.Οι θεατές της παράστασης καλούνται να διακοσμήσουν τον καθρέπτη.
.
Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε ΕΔΩ
.
Αντί Επιλόγου: Σας παραθέτω: α) το ποίημα “Ο Χαρταετός” του Οδυσσέα Ελύτη σε ανάγνωση της Έλλης Λαμπέτη και β) το τραγούδι “Ο Καθρέπτης” του Φοίβου Δεληβοριά. Κι όπως πάντα, περιμένω με αγωνία τις σκέψεις και τα σχόλιά σας.
.
Α) Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. (Διαβάζει η Έλλη Λαμπέτη)
Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν – ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πώς να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε –
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι…
Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε•
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «δεσποινίς»
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»•
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια•
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ’βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι «Ή Άννέτα με τα σάνταλα»
«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω – δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα».
Μου το ’χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ’χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου•
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου•
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ – δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια•
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν – απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν•
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.
Β) Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ. ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ.
Στίχοι: Φοίβος Δεληβοριάς
Μουσική: Φοίβος Δεληβοριάς
Έχω μπροστά μου συνεχώς έναν καθρέφτη
που μ’ εμποδίζει ότι είναι πίσω του να δω
δεν έχω δει ποτέ μου πιο μεγάλο ψεύτη
και το χειρότερο, είναι όμοιος εγώ…
Δείχνει πολύ καλός ενώ εγώ δεν είμαι,
δείχνει κακός ενώ δεν είμαι ούτε αυτό
Όσοι μου λένε “φίλε όπως είσαι μείνε”
είναι όσοι χάψαν τον αντικατοπτρισμό.
Έναν καθρέφτη συνεχώς έχω μπροστά μου
πάνω του πέφτει και ραγίζεται η καρδιά μου
πάνω του πέφτει και ραγίζεται η καρδιά μου,
ένα καθρέφτη συνεχώς έχω μπροστά μου…
Αντανακλά αυτά που θέλουν οι γυναίκες
κι έτσι τις πείθει ότι είμαι το άλλο τους μισό
μπροστά του γδύνονται του λεν(ε) γλυκές κουβέντες,
πίσω απ’ το τζάμι εγώ ολομόναχος κοιτώ.
Κάνει παιχνίδι ως και με τα πρότυπά μου
τις θείες φωνές που μου μιλούσανε παιδί
τις φέρνει απέναντι μου και στα κυβικά μου
πάω να τις φτάσω και τσουγκρίζω στο γυαλί.
Έναν καθρέφτη συνεχώς έχω μπροστά μου
πάνω του πέφτει και ραγίζεται η καρδιά μου
πάνω του πέφτει και ραγίζεται η καρδιά μου,
ένα καθρέφτη συνεχώς έχω μπροστά μου…
Ξέρω πως όλοι πια πιστεύουν σε καθρέφτες
σε οθόνες σε φωτοτυπίες και προβολείς
μέχρι παιχνίδια έχουν βγάλει που οι παίκτες
ζουν σε μια γυάλα και τους βλέπουμε όλοι εμείς.
Μα εγώ θα κάνω τον καθρέφτη μου κομμάτια
ξέρω ότι αυτό που κρύβει πίσω του είσαι εσύ
εσύ που ψάχνεις μεσ’ τα μαύρα σου τα μάτια
να καθρεφτίζεις μόνο εμένα στην ζωή.
Φωτογραφικό υλικό