Την πρωτοείδα (αν θυμάμαι καλά) στην «Σελεστίνα» του Χοσέ Ριβέιρα και τα΄χασα… Τότε υπήρχε ένα θεατράκι απέναντι από την ΧΑΝΘ που το λέγανε Όρα. Σ΄ αυτό το ατμοσφαιρικό υπόγειο την «ανακάλυψα» ερμηνεύοντας μια γυναίκα που έχει σταματήσει ο χρόνος. Ωραίο γλυκό μουτράκι και μια διεισδυτική ερμηνεία εξαιρετικά σπάνιο να συναντάς σε νέα ηθοποιό. Έκτοτε και για αρκετά χρονάκια έτρεχα όπου έβλεπα το όνομά της και ποτέ μα ποτέ δεν με απογοήτευσε.
Και μετά ήρθε το «σκότος»… Εξαφανίστηκε από προσώπου γης… λάθος, εξαφανίστηκε από Θεσσαλονίκη καθώς χάραξε μια νέα πορεία στην πρωτεύουσα όπου έκανε την οικογένειά της και σιγά σιγά άρχισαν και οι επαγγελματικές της δραστηριότητες στο παιδικό θέατρο, στη σκηνοθεσία και επιλεκτικά σε κάποιους ρόλους.
Και σήμερα, χρόνια μετά, επιστρέφει στη πόλη που έκανε τα πρώτα της βήματα με μια παράσταση που αναμένεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον, πρόκειται για το «Μάλο Μόμε ή μικρό κορίτσι» της Χαρούλας Αποστολίδου που θα παρουσιαστεί στο θέατρο Μετροπόλιταν 19-20-21 Μαρτίου. Απλά δεν χάνεται.
Η αξιολάτρευτη Νάντια Δαλκυριάδου μιλά στον Γιάννη Τσιρόγλου για την Κουλτουρόσουπα.
-Νάντια, επίτρεψέ μου τον ενικό, γνωριζόμαστε από παλιά, τότε που σε απολαμβάναμε σε μικρές τοπικές παραστάσεις και σε μικρούς χώρους και ξεχώριζες, το εννοώ! Τι θύμησες έχει από εκείνη την εποχή;
Χαίρομαι που τα ξαναλέμε!!
Μια λέξη μου έρχεται στο νου από εκείνη την εποχή. Φόρα… Με πολλή φόρα τελειώσαμε τη σχολή, μπήκαμε στη δουλειά, πρωί βράδυ, πολλές δουλειές ταυτόχρονα. Αυτό θυμάμαι· τη φόρα με την οποία βγήκαμε από τη σχολή.
-Θύμισέ μας κάποιες παραστάσεις και συνεργασίες που είχες τότε και τι κρατάς από αυτές;
Στο Μικρό Θέατρο – κατόπιν ΟΡΑ – τη Σελεστίνα, το Νορντοστ, το 100. Στο Κθβε την Ελένη, στο Σοφούλη με την Παυλίνα Χαρελα το Ποιος ανακάλυψε την Αμερική…
Πολλές παιδικές παραστάσεις, πολλές βραδινές. Νομίζω έχω παίξει σχεδόν σε όλα τα θέατρα της πόλης.
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάτι για να πω ότι μόνο αυτό κρατάω.

Σελεστίνα
-Κρίνοντας το θεατρόφιλο κοινό της Θεσσαλονίκης, πως θα το χαρακτήριζες;
Μάλλον αδικημένο, αν δούμε ότι στην Αθήνα έχει αυτή τη στιγμή 400 παραστάσεις και στην Θεσσαλονίκη ούτε το ένα τρίτο.
-Ήταν προσχεδιασμένο να εγκαταλείψεις την Θεσσαλονίκη; Ένιωθες εγκλωβισμένη, δεν υπήρχε περιθώριο έκφρασης;
Όχι δεν ήταν προσχεδιασμένο. Τα έφερε έτσι η ζωή, θα έλεγα. Έκανα ό,τι είχα να κάνω στην Θεσσαλονίκη, έζησα όσα είχα να ζήσω και έκλεισε ο κύκλος. Ήταν η στιγμή να ανοίξει ένας νέος.
Δεν θα έλεγα ότι δεν υπήρχε περιθώριο έκφρασης στη Θεσσαλονίκη, ούτε θα έλεγα ότι ήμουν εγκλωβισμένη. Απλώς στην Αθήνα τα ερεθίσματα είναι περισσότερα. Σε κρατάνε σε εγρήγορση, σε άλλο ρυθμό. Αυτό είναι πολύ καλό βέβαια, ακούγεται πολύ ζωντανό και προκλητικό αλλά από την άλλη, μπορεί και να σε κάνει να ξεχάσεις την αληθινή ζωή.
-Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα και πόσο χρόνο σου πήρε να ενσωματωθείς στο χώρο/σύστημα;
Τα πρώτα χρόνια ήταν ξεκούραστα. Δουλειά ως υπεύθυνη στο θέατρο Άβατον, λίγες δουλειές ως ηθοποιός, και “τουρισμός”,αφού υπήρχε χρόνος… Έτσι θυμάμαι τα δύο πρώτα χρόνια. Η Αθήνα έχει τόσα πράγματα νέα να δεις, νιώθεις στην αρχή ότι είναι αστείρευτη.
Στο χώρο δεν ξέρω αν ενσωματώθηκα. Αλλά τουλάχιστον μπορώ να πω ότι έχω μια βάση, νιώθω περισσότερη ασφάλεια.
-Βλέποντας σήμερα, με την εμπειρία που πλέον έχεις, έχουν αλλάξει οι ανάγκες «επιβίωσης» και ποιες οι διαφορές ενός νέου καλλιτέχνη μεταξύ πρωτεύουσας και συμπρωτεύουσας;
Η ανάγκη επιβίωσης νομίζω έχει αλλάξει και συγκεκριμένα, έχει αγριέψει, για όλους και όλες τους πολίτες αυτής της χώρας. Κατ’ επέκταση, όντως έχει αγριέψει το τοπίο και για τους καλλιτέχνες. Αν πρέπει να δούμε πόσο διαφορετικές είναι Αθήνα και Θεσσαλονίκη, εγώ δεν θα το περιόριζα στους νέους καλλιτέχνες. Αλλά, γενικότερα, σε όλους όσοι αναζητούν δουλειά και τρόπο έκφρασης. Η Θεσσαλονίκη που την αγαπάμε, που την στηρίζουμε, που είναι η πατρίδα της καρδιάς μας δεν έχει ευκαιρίες, δεν νιώθουν οι άνθρωποι ότι έχουν επιλογές. Δεν εννοώ ότι η Αθήνα είναι η γη της επαγγελίας, αλλά καλώς ή κακώς, αφού θεωρείται το κέντρο των εξελίξεων, έχει ακόμη επιλογές και ευκαιρίες να προσφέρει.
-Υπάρχουν στιγμές ή συνεργασίες που σε «σημάδεψαν» με θετικό τρόπο και άλλες που θέλεις να ξεχάσεις δια παντός;
Δεν θα σας πω αυτές που θέλω να ξεχάσω αλλά σίγουρα θα σας πω τη συνεργασία που με σημάδεψε. Ήταν αυτή που γνώρισα τον Δημήτρη, μετέπειτα σύντροφο, σύζυγο, συνεργάτη.
-Διακριτικά και μεθοδικά έχεις δημιουργήσει μια ωραία καλλιτεχνική πραγματικότητα, έχετε δημιουργήσει μια ομάδα και ειδικεύεστε στο παιδικό βρεφικό θέατρο. Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση κάθε φορά που στήνετε μια νέα παράσταση;
Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι και με το θέατρο για παιδιά προσχολικής ηλικίας και πραγματικά έχω σταθερή συνεργασία με συγκεκριμένους ανθρώπους που επικοινωνούμε. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να επικοινωνήσει το θέμα της παράστασης αλλά και οι ήρωες με τα παιδιά, γνήσια και αληθινά. Μόνο τότε θα συμμετέχουν. Μόνο τότε θα γελάσουν, θα περάσουν καλά, δεν θα κάνουν φασαρία επειδή βαρέθηκαν. Μονο τότε θα είναι η παράσταση σαν γιορτή.
-Και με ποια κριτήρια διαμορφώνετε το ρεπερτόριο και επιλέγετε τα έργα που θα παρουσιάσετε;
Το βασικό κριτήριο είναι να μας συγκινήσει αυτό που έρχεται μπροστά μας. Να μας αρέσει, να μας λέει κάτι και να μας κάνει να θέλουμε να το επικοινωνήσουμε.
-Ποια είναι η γνώμη σου για τις παραστάσεις που ανεβαίνουν τα τελευταία χρόνια και γενικά για την θεατρική παραγωγή στην Ελλάδα;
Χαίρομαι γιατί υπάρχει δουλειά, γιατί ο κόσμος πάει στο θέατρο, τα θέατρα γεμίζουν, νέοι συγγραφείς εμφανίζονται. Είναι μια εποχή γόνιμη νομίζω.
– Ως καλλιτέχνης και δημιουργός, πώς οραματίζεσαι το μέλλον για το θέατρο, τί πιστεύετε ότι λείπει, τί θα μπορούσε να συμβάλλει στην εξέλιξή του, πώς βλέπεις την ένταξη της θεατρικής παιδείας στην εκπαίδευση;
Δεν θα έλεγα ότι έχω ένα συνολικό όραμα για το θέατρο. Ευχή μου είναι οι άνθρωποι να βρίσκουν τρόπο να κάνουν τέχνη, να εκφράζονται, όχι μόνο στο θέατρο, στο σανίδι, στη μουσική, αλλά παντού, σε κάθε πτυχή της ζωής τους, να είναι καλλιτέχνες. Τότε έχει νόημα. Η τέχνη να είναι πραγματικά μέσα στη ζωή μας. Η ένταξη της θεατρικής παιδείας στην εκπαίδευση είναι ένα θέμα που το γνωρίζω μόνο από συναδέλφους. Δεν έχω δουλέψει σε αυτό τον κλάδο. Αυτό που μπορώ να ξέρω όμως είναι ότι κουτσουρεύονταιμέρα με τη μέρα τα μαθήματα, οι εργαζόμενοι, οι ώρες, το κύρος του μαθήματος.
-Περνώντας στο «Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι», τι ήταν αυτό που σε εντυπωσίασε ώστε να το επιλέξεις και σκηνοθετήσεις και δυο λόγια για την παράσταση;
Η Χαρούλα Αποστολίδου έχει γράψει ένα έργο για τα παιδιά των ξενιτεμένων που έμειναν πίσω, στην πατρίδα. Δεν είχα σχεδόν ποτέ ασχοληθεί και σκεφτεί αυτή την πλευρά της μετανάστευσης…
-Ποια στοιχεία διατηρήθηκαν ατόφια και για ποιους λόγους αφαίρεσες διασκευάζοντάς το;
Νομίζω δεν έχω αφαιρέσει στοιχεία. Θα έλεγα ότι τα προσάρμοσα. Ατόφια κράτησα αφενός κομμάτια που αφορούσαν διακρατικές συμφωνίες ή κομμάτια από ιστορικά στοιχεία, αφετέρου υπάρχουν αφηγήσεις που τις κράτησα ατόφιες επειδή ήθελα να κρατήσω την ζωντάνια και την αυθεντικότητα της αφήγησης.
-Μιλώντας για τους γκασταρμπάιτερ, σημειώνω πως και οι γονείς μου πήγαν Στουτγάρδη για δουλειά, ζήσαν για χρόνια εκεί, έκαναν τα παιδιά τους, μεγάλωσα εκεί και εγώ, καλές αναμνήσεις, και πολλές γενιές γαλουχήθηκαν με εντελώς διαφορετικές νοοτροπίες. Η παράσταση τρόπον τινά «τιμά» αυτούς τους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να μεταβούν στη Γερμανία για μια καλύτερη ζωή;
Τιμά τον άνθρωπο που θέλει και έχει δικαίωμα να ζήσει, να ονειρευτεί σε μια καλύτερη ζωή. Τιμά τον άνθρωπο που, χωρίς να το έχει επιλέξει, σηκώνει βάρη ασήκωτα, που δεν του αναλογούν.
-Είναι μια παράσταση που τοποθετείται στο 1960, σε συνδυασμό με τις ηρωίδες έχει μια γενική άποψη για τα τεκταινόμενα της εποχής και αν παίρνει θέση μεταξύ των δυο χωρών;
Όχι δεν παίρνει θέση ανάμεσα στις δύο χώρες. Θα έλεγα ότι παίρνει θέση για τους ανθρώπους, που είτε φεύγουν, είτε μένουν, είναι θύματα του ίδιου πράγματος.
-Μιλώντας για τον στόχο, τί θα ’θελες να μεταφέρεις στον θεατή;
Μια δεύτερη σκέψη ίσως…
Τι είναι αυτό που ξεριζώνει ανθρώπους απ’ τον τόπο τους, απ’ τα παιδιά, απ’ τους γονείς. Τι είναι αυτό που αλλάζει τα όνειρα των ανθρώπων, που τους κάνει να δουλεύουν σε ορυχεία 800 μέτρα κάτω απ’ τη γη ή να ταξιδεύουν στη Γερμανία για να ζήσουν σε ένα χαιμ.. Είναι η φτώχεια;
-Τι συναισθήματα νιώθεις που ανεβαίνεις Θεσσαλονίκη;
Μεγάλη χαρά! Μεγάλη αγωνία! Περιμένω να δω αν θα αρέσει η παράσταση μας!
Ευχαριστώ θερμά.
ΜΕΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ
«Μάλο Μόμε ή μικρό κορίτσι» της Χαρούλας Αποστολίδου.
Πρεμιέρα: Τρίτη 19/03
Το Φθινόπωρο του 1959 ο αντικαγκελάριος της δυτικής Γερμανίας Λούντβιχ Έρχαρτ προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση να στείλει φτηνό εργατικό δυναμικό στη Γερμανία κι έτσι να λύσει, εν μέρει, το πρόβλημα της φτώχειας της χώρας. Έτσι ξεκινάει η ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης προς τη Γερμανία. Έτσι ξεκινάει η ιστορία των Ελλήνων Γκασταρμπάιτερ, των φιλοξενούμενων εργατών. Έτσι ξεκινάει και η ιστορία των παιδιών των Γκασταρμπάιτερ. Έτσι ξεκινάει και η ιστορία των γυναικών του Μάλο Μόμε…
Σκηνοθεσία: Νάντια Δαλκυριάδου. Ερμηνεύουν: Δέσποινα Σαραφείδου, Ξένια Αλεξίου, Ήρα Ρόκου, Μπακάρ Αλμπακάρ
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:Τρίτη 19/3, Τετάρτη 20/3, Πέμπτη 21/3/24
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ