Ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, συγγραφέας, πολιτικός, ο κορυφαίος Γιάννης Βούρος έχει αφήσει έντονο αποτύπωμα τόσο στον χώρο του θεάτρου και της τηλεόρασης όσο και στον δημόσιο βίο μέσα από την πολιτική του δράση. Με πορεία δεκαετιών στον πολιτισμό και ενεργό ρόλο στην τοπική αυτοδιοίκηση, μας μιλά σήμερα για τις προκλήσεις, τα οράματά του και την ανάγκη για ουσιαστική σύνδεση μεταξύ πολιτισμού και κοινωνίας.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1955. Αριστούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Τμήματος Θεατρικών σπουδών και πτυχιούχος Δημοσιογραφίας Δημοσιολογίας. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Διακρίθηκε ως ηθοποιός με σημαντικές παρουσίες στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, ενώ υπήρξε ενεργός στον χώρο του πολιτισμού για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την πολιτική: υπήρξε βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου και από το 2019 ανέλαβε καθήκοντα Δημάρχου στη Νέα Φιλαδέλφεια – Νέα Χαλκηδόνα. Η διαδρομή του χαρακτηρίζεται από βαθιά αγάπη για την τέχνη, κοινωνική ευαισθησία και έντονη παρουσία στα κοινά.
Υπήρξε πολιτικός συντάκτης στις εφημερίδες Αθηναϊκή και Ημερησία. Αργότερα συνεργάστηκε με την ενημερωτική τηλεοπτική εκπομπή “Κάθε μέρα” στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας Τηλεοράσεως (Ε.Ι.Ρ.Τ.). Το 1977 υπήρξε μαζί με άλλους ηθοποιούς, συνιδρυτής του Θεάτρου της Άνοιξης.
Έχει συμμετάσχει σε θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτικές σειρές και ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Σκηνοθέτησε επίσης θεατρικές παραστάσεις σε περιφερειακά θέατρα (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.), κρατικές σκηνές, παραστάσεις του παίχθηκαν σε θέατρα του εξωτερικού και στο Φεστιβάλ Αθηνών. Έχει μεταφράσει θεατρικά έργα από τα αγγλικά και τα γαλλικά.
Έχει διατελέσει μέλος, αντιπρόεδρος και πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών από το 1992 έως το 1997. Τον Μάιο του 2013 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.
Στον παλμό των 14ων Θεατρικών Βραβείων Θεσσαλονίκης, συνέντευξη του κορυφαίου ηθοποιού, σκηνοθέτη, συγγραφέα και πολιτικού Γιάννη Βούρο.
ΕΠ.: Πως βλέπετε τον θεσμό των 14ων Θεατρικών Βραβείων Θεσσαλονίκης; Ποια πιστεύετε ότι είναι η αξία τους για τον καλλιτεχνικό χώρο;
Γ.Β.: Είναι πολύ σημαντικό να πραγματοποιούνται τέτοιες δράσεις, τέτοιες διαδικασίες επιβράβευσης των προσώπων που ασχολούνται γενικότερα με τον χώρο της τέχνης. Βέβαια όταν γίνεται κατά κόρον ή καθ υπαγόρευση, δημιουργείται ένα θολό τοπίο γύρω από αυτές τις επιβραβεύσεις ή γύρω από τις διαδικασίες που τιμάται κάποιος καλλιτέχνης. Όταν όμως γίνεται με φειδώ και σκέψη, όταν υπάρχει ζύμωση των μελών μιας επιτροπής, τότε αποκτά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σημασία. Προσωπικά, από την στιγμή που εμπλέκομαι στη φετινή εκδήλωση, τιμάται για ην καλλιτεχνική του προσφορά στα 14α ΘΒΘ διαλέγω – και ας μου επιτραπεί η χρήση του συγκεκριμένου ρήματος, με ποιους μπορώ να συνεννοηθώ, να αποδεχτώ μια τέτοια τιμή και ποιους θα μπορούσα να απορρίψω, εάν αυτή η τιμή δεν είχε προέρθει μέσα από μια ζύμωση από μια, εάν θέλετε, αντικειμενική αναγνώριση. Και μου δίνεται βέβαια και η ευκαιρία να ευχαριστήσω την Κουλτουρόσουπα και το επιτελείο της, με τους οποίους είχα μια εξαιρετική συνεργασία κατά την διάρκεια της θητείας μου στο ΚΘΒΕ.
Ε.Π.: Τι ήταν αυτό που σας ώθησε αρχικά στην υποκριτική; Ήταν μια συνειδητή επιλογή ή κάτι που σας επέλεξε;
Γ.Β.: Οι στόχοι μου όταν ξεκίνησα την καριέρα μου αφορούσαν το κοινωνικό πλαίσιο. Ασχολήθηκα με τη δημοσιογραφία και μάλιστα κάτω από δύσκολες συνθήκες. Εντελώς τυχαία και σχεδόν «επαγγελματικά – ερασιτεχνικά», ασχολήθηκα με τον αθλητισμό, περνώντας μάλιστα από διάφορα στάδια πρωταθλητισμού. Το θέατρο προέκυψε μέσα από τον χώρο του σχολείου, φτιάχνοντας τα σκηνικά των θεατρικών παραστάσεων. Στην τελευταία τάξη του σχολείου, ήταν καλεσμένοι οι θιασάρχες εκείνης της εποχής, μέσω του υπευθύνου του τμήματος θεάτρου που είχαμε στο σχολείο. Συναντήθηκα λοιπόν με αυτούς τους ανθρώπους ως μαθητής και μέσα από τη συζήτηση που κάναμε μου είπαν ότι θα έπρεπε να ασχοληθώ οπωσδήποτε με το θέατρο. Τη συγκεκριμένη περίοδο αυτή η κουβέντα χάθηκε μέσα στον λαβύρινθο των αναζητήσεών μου… και έτσι ασχολήθηκα με άλλα πράγματα. Μέχρι που κάποια στιγμή, γυρίζοντας από το εξωτερικό, βλέπω μια αγγελία για διεξαγωγή εισαγωγικών εξετάσεων στις δραματικές σχολές. Πήγα λοιπόν με ένα μονόλογο από τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα, ένα μονόλογο του Ορέστη και ένα ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη και πέρασα με υποτροφία στο Εθνικό Θέατρο. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.
Ε.Π.: Ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, συγγραφέας, πολιτικός…… ποιο από όλα σας αγγίζει τελικά περισσότερο;
Γ.Β.: Τώρα πια, μετά από τόσα χρόνια, η παρουσία στη σκηνή είναι ιδιαίτερα ψυχοφθόρα και με αρκετή καταπόνηση… Βρίσκω σταδιακά πιο δημιουργική την επαφή μου με τη σκηνοθεσία καθώς μπαίνεις στη λογική να ασχοληθείς με πολλούς χαρακτήρες και όχι μόνο με τον δικό σου, να αναλύσεις την εποχή και την κοινωνική της διαστρωμάτωση και πολλά ακόμη που είναι όμως ομόκεντροι κύκλοι… Απαντώντας στην ερώτησή σας, θα έλεγα ότι αυτό που με ενδιαφέρει τελευταία είναι να καταπιάνομαι με την ανάλυση πολλών χαρακτήρων και ενός ολόκληρου έργου σκηνοθετικά, με την αισθητική των σκηνικών, με τα ηχοχρώματα της μουσικής….. και έτσι, είναι λίγο πιο ολοκληρωμένη η επαφή μου με το θέατρο πια.
Ε.Π.: Υπήρξε ρόλος που σας στιγμάτισε περισσότερο, που άφησε έντονο το αποτύπωμά του;
Γ.Β.: Υπήρχαν πολλοί…. Βεβαίως και υπάρχουν ρόλοι που δεν πήγαν όπως θα ήθελα αλλά και άλλοι που τους αγάπησα και λαχταρούσα να βγω στη σκηνή να παίξω, να δημιουργήσω… όπως «Το σπασμένο γυαλί» του Μίλλερ, ο «Ορέστης» του Ευρυπίδη, «Χάρολντ και Μοντ», «Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού», «Επτά επί Θήβας» στην Επίδαυρο… Σε αυτές όμως τις αγαπησιάρικες σχέσεις που ανέπτυξα με κάποιους ρόλους δεν μπορώ να μην προσθέσω και τις αποτυχίες μου γιατί και αυτές ήταν στιγμές που με πείσμωσαν, που θύμωσα με τον εαυτό μου και όρμηξα στην επόμενη δουλειά μου με ζήλο και μεγαλύτερη προσπάθεια.
Ε.Π.: Πώς ορίζεται η αποτυχία ενός ρόλου; Έχει να κάνει με το κοινό, με το ταμείο του θεάτρου, τι πιστεύετε ότι την καθορίζει;
Γ.Β.: Σε προσωπικό επίπεδο πάντα, σε στιγμές που δεν συνδέθηκα με τον χαρακτήρα του έργου όσο θα ήθελα ή να μην μπόρεσα να συνδεθώ με τους υπόλοιπους συντελεστές του έργου…. Εγώ το ένιωθα έτσι… Η επαφή που αναπτύσσει ο ηθοποιός με τους θεατές είναι θα έλεγα ένα ερωτικό αλισβερίσι, το οποίο στις αποτυχίες καταλήγει να είναι ανεκπλήρωτο… Στις δουλειές όμως που χαίρεσαι αντιλαμβάνεσαι ότι μεταξύ φωτεινής σκηνής και σκοτεινής πλατείας πραγματοποιείται μια σύνδεση που πραγματικά εμπεριέχει όλη την ταχυπαλμία, την εφίδρωση, τις πεταλούδες στο ηλιακό σου πλέγμα οπότε καταλαβαίνεις ότι κάτι συμβαίνει…
Ε.Π.: Πώς αισθανόσταν, πώς αισθάνεστε ακόμη και σήμερα κάθε φορά πριν βγείτε στη σκηνή;
Γ.Β.: Δεν υπάρχει περίπτωση να μην αγχώνεσαι προκειμένου να επιβεβαιώσεις αυτούς που έμαθαν ότι υπάρχει μια καλή παράσταση και έχουν πληρώσει για να την δουν και να δικαιολογήσεις το ποσό που έδωσαν για να ευχαριστηθούν την παράσταση. Κυρίως, συναίσθημα ευθύνης θα έλεγα.
Ε.Π.: Πόσο χώρο αφήνει η υποκριτική στον πραγματικό εαυτό; Υπάρχει σημείο που ο ρόλος τελειώνει και ο άνθρωπος ξεκινά;
Γ.Β.: Δεν υπάρχει περίπτωση να μην συγχέονται αυτά τα δύο… Δεν υπάρχει περίπτωση να μην καταθέτει ο ηθοποιός μέρος της προσωπικότητάς του, του χαρακτήρα του, του αξιακού του συστήματος… Χαρακτήρες και ρόλοι είναι ένα πάζλ μέσα στο οποίο σίγουρα υπάρχουν και κομμάτια δικά σου. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας ενός ρόλου μέρος του εαυτού σου αρχίζει και απομυζάται, μεταγγίζεται στον χαρακτήρα που έχεις κληθεί να υποδυθείς.
Ε.Π.: Τι σας έχει διδάξει η μακρόχρονη έκθεση στο κοινό και στην κριτική; Σκληραίνει τον καλλιτέχνη ή τον μαλακώνει;
Γ.Β.: Τα πρώτα χρόνια επηρεαζόμουν πολύ από τις κριτικές. Σταδιακά όμως άρχισα να διαχωρίζω τη ήρα από τα σιτάρι και να υπολογίζω τις απόψεις και τις σκέψεις των έγκριτων κριτικών με παιδεία, με γνώση, με αισθητική… Όταν λοιπόν κατέληγα ότι μπορώ να δεχτώ την κριτική από ανθρώπους που τους έχω τοποθετήσει στο δικό μου αξιακό χώρο με τις γνώσεις, την παιδεία και την εμπειρία που κουβαλούσαν, συμφωνούσα μαζί τους. Έχω αποδεχτεί και αυστηρές κριτικές γιατί γνώριζα ότι είχαν δίκιο και επίσης τα πρόσωπα από τα οποία προερχόταν ήταν σημαντικά για μένα. Αυτές λοιπόν οι κριτικές δεν με στενοχώρησαν ποτέ. Δεν μιλάμε βέβαια για τις σκοτεινές διαδρομές του διαδικτύου…. Σε αυτές δεν δίνω καθόλου σημασία.
Ε.Π.: Η τέχνη έχει κάποια σχέση με την πολιτική ή πρέπει να διατηρεί την αυθεντικότητά της;
Γ.Β.: Παλιά πίστευα ότι η τέχνη είναι σύμμαχος της πολιτικής και ότι έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει καταστάσεις ανάλογες και να επηρεάσει την κοινωνία μέσω του περιεχομένου της, δημιουργώντας αυτόματα μια αμφίδρομη σχέση με την πολιτική… Πλέον δεν το πιστεύω… Η τέχνη μπορεί να αφυπνίσει και να προκαλέσει συνηδήσεις, μπορεί να δημιουργήσει αντιπαραθέσεις αλλά δεν μπορεί να βγάλει τον κόσμο στο δρόμο…. Για μένα η τέχνη δεν μπορεί να έχει χρώματα, να ανήκει σε κόμματα και να καθοδηγείται από το οποιοδήποτε κομματικό σύστημα.
Ε.Π.: Αν μπορούσατε να αφήσετε πίσω μία μόνο φράση ως παρακαταθήκη στα παιδιά σας ή στους νεότερους, ποια θα ήταν αυτή;
Γ.Β.: Από τη φύση μου είμαι αισιόδοξος άνθρωπος… Αυτό που λέω στα παιδιά μου και στους ανθρώπους που με περιβάλουν είναι η φράση «Αύριο είναι μια άλλη μέρα…»… Με αυτή την φράση πορεύομαι, ξεπερνάω όλες μου τις δυσκολίες και αυτή τη φράση θα ήθελα να αφήσω ως παρακαταθήκη, ως συμβουλή στους ανθρώπους γύρω μου αλλά και γενικότερα σε αυτούς που με παρακολουθούν.
Ε.Π.: Κοιτώντας πίσω, ποια στιγμή της ζωής σας θεωρείτε καθοριστική για την πορεία σας, όχι μόνο ως καλλιτέχνης ή πολιτικός, αλλά ως άνθρωπος;
Γ.Β.: Η γέννηση του πρώτου μου γιου, του Στέφανου, ένα παιδί που γεννήθηκε ΑΜΕΑ. Ο Στέφανος λοιπόν, άλλαξε όλη την θεώρηση της ζωής μου, με έκανε καλύτερο άνθρωπο, πιο δοτικό, πιο ανιδιοτελή… Με οδήγησε να σκέφτομαι τους ανθρώπους με τελείως διαφορετική ματιά, με ευαισθητοποίησε και στο παραμικρό που μπορεί να συμβαίνει γύρω μου και γενικότερα άλλαξε όλη την οπτική γωνία που έχω για τον κόσμο. Αυτό με ακολούθησε και στα έργα που άρχισα να δημιουργώ ως παραγωγός πια και όχι ως ηθοποιός, τα οποία είχαν κυρίως ένα ουμανιστικό χαρακτήρα. Επομένως θα έλεγα ότι η γέννηση του Στέφανου με έκανε ουμανιστή και πασιφιστή, βλέποντας από εντελώς διαφορετική οπτική γωνία τον κόσμο γύρω μου, τη ζωή μου αλλά και τη ζωή των ανθρώπων που ίσως επηρεάζονται από εμένα.
Ε.Π.: Αν είχατε τη δυνατότητα να απευθυνθείτε στον νεαρό εαυτό σας, λίγο πριν μπει στη Δραματική Σχολή, τι θα του λέγατε σήμερα;
Γ.Β.: Επιμονή και υπομονή στα δύσκολα… Ξέρετε όταν ξεκίνησα δεν περίμενα ότι θα ζήσω όλα αυτά στο χώρο του θεάματος… Στην αρχή του ταξιδιού, δεν ξέρεις τι σου αναλογεί γιατί το θεατρικό ταξίδι είναι χωρίς προορισμό, δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις … Θα του έλεγα λοιπόν να γευτεί το αναπάντεχο, το ασήμαντο και το σημαντικό, να αποδεχτεί το όμορφο αλλά και το άσχημο, να απομυζήσει, να στραγγίξει τη ζωή όπως αυτή του παρουσιαστεί…
Ε.Π.: Ποιο μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στους αναγνώστες της Κουλτουρόσουπας;
Γ.Β.: Η μοναδικότητά μας είναι αυτή που μας ξεχωρίζει…. Ξέρετε, εμείς οι ηθοποιοί είμαστε και λίγο παιδαγωγοί και αν προσέξετε θα διαπιστώσετε ότι μέσα στη λέξη παιδαγωγός εμπεριέχεται το ρήμα «άγω» που σημαίνει οδηγώ, κατευθύνω. Εάν λοιπόν εμείς έχουμε οριστεί από τη ζωή, από τις συγκυρίες να καθοδηγούμε θα πρέπει να νιώθουμε ενθουσιασμό πρωτίστως για μας, να καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας και να μπορούμε όλο αυτό να το μοιραζόμαστε με τον κόσμο. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να συνειδητοποιήσει ο καθένας από εμάς το ανώτερο εγώ του και όχι το γήινο και να προσπαθήσει να γνωριστεί μαζί του… Υποχρέωση του καθενός μας είναι να ζει, να αγαπά και να μαθαίνει…