Η “Πετριχώρα” της Εταιρείας Θεάτρου DOT Ensemble δεν είναι απλώς μια θεατρική παράσταση—είναι πλέον ένα πολυβραβευμένο καλλιτεχνικό φαινόμενο που λειτούργησε ως γέφυρα ανάμεσα στον αρχέγονο μύθο και τη σύγχρονη κοινωνική συζήτηση.
Βασισμένη στον μύθο του “Γεφυριού της Άρτας”, η παράσταση επιστρέφει από 6 του Δεκέμβρη στο Θέατρο Αυλαία της Θεσσαλονίκης για περιορισμένο αριθμό επαναλήψεων, κουβαλώντας πλέον την αναγνώριση των Θεατρικών Βραβείων Θεσσαλονίκης και τη διεθνή διάκριση στην Πρίστινα. Η ίδια η λέξη, “Πετριχώρα”, περιγράφει τη μυρωδιά της γης μετά τη βροχή, μια εικόνα που προετοιμάζει το κοινό για την αρχέγονη, σχεδόν τελετουργική εμπειρία που ακολουθεί.
Ο σκηνοθέτης, με μια βαθιά και συγκλονιστική σκηνική γλώσσα, χρησιμοποίησε τον μύθο της Λυγερής και του Πρωτομάστορα όχι ως ιστορική αναπαράσταση, αλλά ως ζωντανό σώμα που θέτει καίρια ερωτήματα στο σήμερα: “Τι κοινωνία είναι αυτή που χρειάζεται να χτίσει Λυγερές για να προοδεύσει;”
Όπως εξηγεί ο ίδιος, η επιτυχία του έργου δεν μετρήθηκε στα sold out ή στα βραβεία, αλλά στον ουσιαστικό διάλογο που άνοιξε με τον κόσμο, καθώς και στο «ξεμπλοκάρισμα» συναισθημάτων σε ένα κοινό που παρέμενε σιωπηλό στην αίθουσα, αδυνατώντας να επεξεργαστεί την ωμότητα της θεματολογίας (βία, εκφοβισμός) μέσα από το πρίσμα του αρχαίου τραύματος.
Με αφορμή την πολυαναμενόμενη επιστροφή του έργου στη σκηνή της Θεσσαλονίκης και λίγο πριν παρουσιάσει τη νέα του παραγωγή, εμπνευσμένη από τον “Κεμάλ” του Νίκου Γκάτσου, συναντάμε τον Χάρη Θώμο. Συζητάμε για το βάρος και την απελευθέρωση των διακρίσεων, την ωρίμανση του έργου μέσα από την περιοδεία σε Ελλάδα και εξωτερικό, και το ανεξίτηλο ερώτημα που επιμένει να αφήνει η Πετριχώρα στο κοινό.
Συνέντευξη στον Γιάννη Τσιρόγλου για την Κουλτουρόσουπα.
Το έργο πλέον επιστρέφει ως βραβευμένο. Πόσο βαραίνει ή απελευθερώνει αυτός ο τίτλος στην επανάληψη; Πώς διαχειρίζεστε την προσδοκία του κοινού που έρχεται να δει ένα έργο που έχει ήδη ξεχωρίσει;
Η επιστροφή της Πετριχώρας ως βραβευμένου έργου είναι περισσότερο μια στιγμή χαράς παρά ένα βάρος. Νιώθω πως μας απελευθερώνει παρά μας βαραίνει. Τα βραβεία και οι υποψηφιότητες – τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό – δεν τα αντιλαμβανόμαστε ως μια “ταμπέλα επιτυχίας”, αλλά ως μια υπενθύμιση ότι αυτό που δημιουργήσαμε κατάφερε να αγγίξει ανθρώπους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους. Από τις διακρίσεις στα Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης και τις υποψηφιότητες στα βραβεία της Ελληνικής Ένωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών, μέχρι τη βράβευσή του στην Πρίστινα, κάθε αναγνώριση λειτουργεί σαν μια γέφυρα που δείχνει ότι μια ιστορία που ξεκινά από ένα παλιό δημοτικό τραγούδι μπορεί πραγματικά να ταξιδέψει.

Όμως, όταν ανοίγει ξανά η αυλαία, όλα αυτά μπαίνουν στην άκρη. Η Πετριχώρα, εξάλλου, δεν παίζεται με βραβεία αλλά με σώμα, φωνή, ρυθμό και εμπιστοσύνη. Η προσδοκία του κοινού, φυσικά, υπάρχει και ίσως είναι πιο έντονη τώρα. Αλλά την αντιμετωπίζουμε με τον πιο υγιή τρόπο: Ως μια υπενθύμιση να είμαστε παρόντες, αληθινοί, ακριβείς. Κάθε παράσταση είναι μια νέα τελετουργία, μια νέα πρόσκληση να χαθούμε και πάλι μέσα στην ιστορία της Λυγερής, του Πρωτομάστορα, του πουλιού και του χορού.
Αν κάτι “βαραίνει”, είναι μόνο η ευθύνη απέναντι σε όσους θα καθίσουν στη σκοτεινή αίθουσα. Αν κάτι “απελευθερώνει”, είναι το γεγονός ότι ξέρουμε πως αυτό το έργο έχει ήδη βρει τον δρόμο του, νιώθω ότι τώρα τον ξαναδιασχίζουμε με περισσότερη ωριμότητα, αλλά με την ίδια καρδιά.
Πώς μετράτε εσείς την επιτυχία της «Πετριχώρας» – μέσω των αριθμών (π.χ. πληρότητα), των βραβείων, ή μέσω του ποιοτικού διαλόγου που άνοιξε με την πόλη για τα θέματα που θίγει;
Για ’μένα, η επιτυχία της Πετριχώρας δεν μετριέται ποτέ μόνο με αριθμούς ή διακρίσεις, όσο κι αν αυτά έχουν τη σημασία τους. Το ουσιαστικό μέτρο της επιτυχίας ήταν και παραμένει ο διάλογος που άνοιξε.
Η Πετριχώρα γεννήθηκε από ένα δημοτικό τραγούδι και μια βαθιά ανάγκη να ξαναπιάσουμε το νήμα της παράδοσης όχι ως μνημείο, αλλά ως ζωντανό σώμα. Και το μεγαλύτερο δώρο ήταν ότι θεατές διαφορετικών ηλικιών, άνθρωποι που κουβαλούν μνήμες χωριών, οικογενειακές ιστορίες, βιώματα άρχισαν να μας μιλούν. Να αναγνωρίζουν εικόνες, συναισθήματα, φόβους και αντοχές που έρχονται από παλιά, αλλά παραμένουν απολύτως σύγχρονα.

Το ότι τόσοι θεατές ένιωσαν πως το έργο ανοίγει έναν δίαυλο προς κάτι ελληνικό, προφορικό, αρχέγονο – χωρίς να γίνεται αναχρονιστικό – αυτό ήταν η αληθινή επιτυχία. Το ότι, μετά από κάθε παράσταση, άκουγες συζητήσεις για τη συλλογική μνήμη, για το τι χάσαμε και τι κουβαλάμε ακόμη. Το ότι νέοι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν την παράδοση ως βίωμα την πλησίασαν μέσα από μια σύγχρονη τελετουργία. Αν έπρεπε να δώσω ένα μόνο μέτρο επιτυχίας, θα ήταν ότι η Πετριχώρα λειτούργησε ως γέφυρα ανάμεσα στο τώρα και στο τότε, στον θεατή και την παράδοση, στον μύθο και το σώμα.
Με δεδομένη την ωμή και σκληρή θεματολογία του έργου (εκφοβισμός, βιασμός), ποιες ήταν οι πιο έντονες ή προσωπικές αντιδράσεις που λάβατε από το κοινό σε σχόλια, μηνύματα ή μετά το τέλος της παράστασης; Πώς λειτούργησε το έργο ως «καθαρτήριο» για τους θεατές;
Η θεματολογία της Πετριχώρας είναι πράγματι σκληρή. Μιλά για βία και για το πώς ένα σώμα μπορεί να γίνει πεδίο εξουσίας. Και ίσως γι’ αυτό οι αντιδράσεις του κοινού υπήρξαν εξαιρετικά προσωπικές. Μετά από αρκετές παραστάσεις, το κοινό παρέμενε καθισμένο για αρκετά λεπτά, σχεδόν σιωπηλό. Μας είπαν ότι χρειάζονταν χρόνο για να «ξεκολλήσουν» από την εικόνα, να ηρεμήσει το σώμα τους πριν σηκωθούν.
Άλλοι μίλησαν για ένα αίσθημα συγκίνησης που δεν μπορούσαν εύκολα να εξηγήσουν, για ένα σφίξιμο που ένιωσαν στη διάρκεια, σαν να έβγαιναν στην επιφάνεια πράγματα που δεν είχαν λόγια. Η τελετουργική μορφή της παράστασης, οι ρυθμοί, οι αναπνοές, ο συλλογικός παλμός των σωμάτων στη σκηνή, λειτούργησαν για πολλούς θεατές σαν μια διαδικασία εκτόνωσης. Σαν μια μετάβαση: Από το βάρος του θέματος προς μια αίσθηση ότι κάτι μέσα τους «ξεμπλόκαρε», «μετακινήθηκε» ακόμη κι αν δεν μπορούσαν να το ονομάσουν.
Αυτό που βιώσαμε πιο συχνά ήταν μια βαθιά, κοινή συγκίνηση. Δεν είχε πάντα λέξεις, αλλά είχε παρουσίες που έμεναν εκεί για λίγο ακόμη, σαν να χρειάζονταν χρόνο να ξαναβρούν τον ρυθμό της καθημερινότητας.
Τι αποτύπωμα σας άφησε η περιοδεία σε Ελλάδα και εξωτερικό; Ένα επιτυχημένο έργο συχνά οδηγείται σε περιοδεία.
Η περιοδεία της Πετριχώρας στην Ελλάδα και στο εξωτερικό άφησε σε όλους μας ένα βαθύ αποτύπωμα. Κάθε τόπος, κάθε αίθουσα, κάθε κοινό, μας ανάγκασε να ξαναδούμε το έργο από την αρχή. Οι παραστάσεις στην Ελλάδα είχαν μια οικειότητα· ένιωθες ότι οι θεατές κρατούσαν μέσα τους τα ίδια σημεία αναφοράς, τις ίδιες εικόνες από την ύπαιθρο, τη γη, την παράδοση. Αυτή η αναγνώριση έκανε την παράσταση να «ανασαίνει» διαφορετικά.
Στο εξωτερικό, το αποτύπωμα ήταν άλλο: Εκεί διαπιστώσαμε ότι το έργο μπορεί να λειτουργήσει πέρα από γλώσσες και σύνορα. Το κοινό στην Πρίστινα και στα Τίρανα, για παράδειγμα, συνδέθηκε με το τελετουργικό, το ρυθμό, την ανθρώπινη συνθήκη του έργου. Αυτή η διαπολιτισμική αναγνώριση ήταν κάτι βαθιά συγκινητικό για όλους μας.
Η περιοδεία μάς έκανε να ωριμάσουμε ως ομάδα. Μας έδωσε αντοχή, πειθαρχία, αλλά και την επίγνωση ότι ένα έργο, όταν ταξιδεύει, αλλάζει. Κι εμείς αλλάζουμε μαζί του. Δεν νιώσαμε ότι «οδηγηθήκαμε» στην περιοδεία λόγω της επιτυχίας· περισσότερο ότι η ίδια η Πετριχώρα μάς έσπρωξε προς τα έξω, σαν να είχε ανάγκη να ακουστεί σε διαφορετικούς τόπους και να δοκιμαστεί μπροστά σε διαφορετικές ματιές.
Στην επανάληψη, υπάρχουν αλλαγές ή προσθήκες στη σκηνοθετική προσέγγιση, στους ρυθμούς ή στα τεχνικά μέσα, οι οποίες προέκυψαν ως αποτίμηση της πρώτης φοράς ή ως αποτέλεσμα της ωρίμανσης του έργου;
Στην επανάληψη της Πετριχώρας δεν υπάρχουν συγκεκριμένες σκηνοθετικές ή τεχνικές αλλαγές, ούτε νέα μέσα ή προσθήκες, πέραν κάποιων αλλαγών στη σύνθεση του θιάσου. Το έργο παραμένει πιστό στη μορφή και στη δομή με την οποία δημιουργήθηκε. Αυτό που έχει αλλάξει είναι οι ίδιοι οι επιτελεστές: Η σχέση τους με το υλικό, ο τρόπος που το κουβαλούν.
Μετά από τόσες παραστάσεις και ταξίδια, η Πετριχώρα έχει γίνει πια κτήμα τους. Αυτό φέρνει μια διαφορετική ποιότητα στον ρυθμό, στις παύσεις, στον τρόπο που το σώμα αντιδρά και επικοινωνεί. Δεν πρόκειται για «νέες σκηνοθετικές οδηγίες», αλλά για μια φυσική ωρίμανση. Η παράσταση βαθαίνει επειδή έχουν βαθύνει και οι άνθρωποι που την ζωντανεύουν επί σκηνής.
Αυτό το οργανικό “χτίσιμο” πάνω στο ίδιο υλικό είναι ίσως η πιο ουσιαστική αλλαγή. Η Πετριχώρα σήμερα δεν είναι διαφορετική επειδή την αλλάξαμε εμείς, αλλά επειδή εξελίσσεται μέσα από τη συλλογική εμπειρία, τη μνήμη των σωμάτων και την ακρίβεια που έρχεται με τον χρόνο.
Το έργο αφορά ένα τραύμα που μένει ανεξίτηλο. Δύο χρόνια μετά, με την ευαισθητοποίηση για θέματα βίας να έχει αυξηθεί, πιστεύετε ότι το κοινό είναι πιο έτοιμο να δεχτεί την ωμότητα της «Πετριχώρας» ή νιώθετε ότι η ευθύνη σας απέναντι στο θέμα παραμένει ίδια;
Η Πετριχώρα δεν επιδίωξε να παρουσιάσει τη βία με ωμότητα. Αντίθετα, υιοθέτησε έναν τρόπο που επέτρεψε να αγγίξουμε ένα βαθύ τραύμα χωρίς να το αναπαράγουμε. Το στοιχείο της παράδοσης – οι εικόνες, οι ρυθμοί, η μυθολογία του τόπου – λειτουργεί σαν ένα πολιτιστικό γονιδίωμα που μιλάει κατευθείαν στον καθένα μας. Δεν χρειάζεται να έχεις βιώσει τη συγκεκριμένη εμπειρία για να τη νιώσεις, είναι κάτι συλλογικό, σχεδόν εγγεγραμμένο μέσα μας.

Δύο χρόνια μετά, με την κοινωνική ευαισθητοποίηση γύρω από θέματα βίας να έχει πράγματι αυξηθεί, ίσως το κοινό να είναι πιο δεκτικό στο να σταθεί απέναντι σε δύσκολα θέματα. Αλλά η ευθύνη μας παραμένει ακριβώς η ίδια. Το πώς μιλάς για ένα τραύμα στη σκηνή απαιτεί σεβασμό, ακρίβεια και συνείδηση και αυτά δεν τα “χαλαρώνεις” επειδή το πλαίσιο γύρω σου αλλάζει.
Ξέρουμε ότι μια θεατρική παράσταση από μόνη της δεν αρκεί για να λύσει ή να αναχαιτίσει προβλήματα που ταλανίζουν την κοινωνία. Δεν τρέφουμε τέτοιες αυταπάτες. Αλλά αν η Πετριχώρα κατάφερε να βάλει έστω ένα μικρό λιθαράκι, να ανοίξει έναν δίαυλο σκέψης ή συζήτησης, τότε αυτό για εμάς είναι ήδη κάτι πολύτιμο.
Σε επίπεδο παραγωγής και οργάνωσης, ποια είναι η μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στο να «στήνεις» την παράσταση για πρώτη φορά και στο να την «επαναφέρεις» ως ήδη επιτυχημένη; Ήταν η διαδικασία πιο εύκολη ή πιο απαιτητική;
Η πρώτη φορά που στήνεις μια παράσταση είναι πάντα η πιο επισφαλής: Όλα δοκιμάζονται από το μηδέν, τα υλικά αναζητούν τη μορφή τους, ο χρόνος κυλάει αλλιώς. Η επαναφορά μιας ήδη επιτυχημένης παράστασης, όπως η Πετριχώρα, έχει σίγουρα πρακτικές ευκολίες καθώς ξέρεις πλέον τη δομή, τις ανάγκες, τους ρυθμούς, το τι απαιτεί το έργο σε επίπεδο τεχνικού και οργανωτικού συντονισμού.
Από την άλλη, αυτό δεν σημαίνει ότι η διαδικασία είναι πιο “εύκολη”. Σε ορισμένα σημεία είναι μάλιστα πιο απαιτητική. Γιατί τώρα υπάρχει η ευθύνη να διατηρηθεί η ποιότητα και η ενέργεια που θυμάται το κοινό. Πρέπει συνεχώς να επανασυγκροτείταιο θίασος, να ξαναβρίσκεται η συλλογική αναπνοή, να ενεργοποιείται ο μηχανισμός της παράστασης χωρίς να γίνει τυπικός ή μηχανικός.
Το μεγάλο στοίχημα δεν είναι να “στήσεις” κάτι από την αρχή, αλλά να το επαναφέρεις ζωντανό. Να μη γίνει αναπαραγωγή, αλλά νέα συνάντηση. Σε αυτό το επίπεδο, η επανάληψη της Πετριχώρας αποδείχθηκε ίσως πιο απαιτητική από την πρώτη της δημιουργία, όχι επειδή χρειάστηκε περισσότερη δουλειά στα τεχνικά, αλλά επειδή χρειάζεται μόνιμα να συνδεόμαστε ξανά με τον παλμό και την αλήθεια της.
Ποια «κληρονομιά» θα θέλατε να αφήσει η «Πετριχώρα» στο κοινό, πέρα από την αναγνώριση των βραβείων; Ποιο είναι το καλλιτεχνικό μήνυμα που επιμένετε να περάσει ο ήρωας και η ιστορία του;
Αν η Πετριχώρα αφήσει μια κληρονομιά, θα θέλαμε να είναι ένα ερώτημα που δεν ησυχάζει: “Τι κοινωνία είναι αυτή που χρειάζεται Λυγερές για να προοδεύσει;”
Τι κοινωνία είναι αυτή που ζητάει θυσίες και σιωπές για να διατηρήσει την τάξη της;

Αυτό είναι το νήμα που διαπερνά όλη την παράσταση. Η ιστορία δεν παρουσιάζεται για να συγκινήσει απλώς, αλλά για να μας κάνει να κοιτάξουμε ξανά τους μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από τους μύθους μας. Η παράδοση εδώ λειτουργεί ως ζωντανός οργανισμός, ένα πολιτισμικό γονιδίωμα που αποκαλύπτει συνήθειες, ρόλους και ανοχές που κληρονομήσαμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Δεν αναζητούμε μια απάντηση στο ερώτημα της παράστασης. Αντίθετα, πιστεύουμε ότι η δύναμή του βρίσκεται στο ότι σε ακολουθεί και μετά το τέλος. Σου θυμίζει πως οι κοινωνίες γράφουν τις ιστορίες τους με επιλογές: Ποιον προστατεύουν, ποιον αποκρύπτουν, ποιον αφήνουν να χαθεί για να “προχωρήσουν”.
Κι αν κάτι θα θέλαμε να μείνει στο κοινό, είναι η επίγνωση ότι ακόμη και οι πιο παλιές αφηγήσεις μπορούν να μας βοηθήσουν να αναγνωρίσουμε τα σημερινά μας αδιέξοδα· ότι η Λυγερή δεν είναι ένα σύμβολο του χθες, αλλά ένα ερώτημα του τώρα. Μια υπενθύμιση πως η πρόοδος δεν μπορεί να βασίζεται στη σιωπή ή στην εξαφάνιση κάποιων σωμάτων, κι ότι η αλλαγή αρχίζει από το να αναγνωρίσουμε αυτό το μοτίβο και να αποφασίσουμε να το σπάσουμε.
Πέρα από την «Πετριχώρα», ποια είναι τα επόμενα σκηνοθετικά σας σχέδια ή οι θεματικές που σας απασχολούν και θα θέλατε να εξερευνήσετε στο άμεσο μέλλον;
Αυτή την περίοδο βρισκόμαστε στη φάση της έρευνας για τη νέα μας παραγωγή που θα κάνει πρεμιέρα τον Μάρτιο στο Θέατρο Αυλαία. Το έργο εμπνέεται από την ιστορία πίσω από τον “Κεμάλ” του Νίκου Γκάτσου και παρακολουθεί τον νεαρό πρίγκιπα της ανατολής που προσπάθησε να πολεμήσει την αδικία και πλήρωσε το τίμημα με την ίδια του τη ζωή.
Αντλώντας έμπνευση από το ανατολίτικο παραμύθι “Χίλιες και μία νύχτες“ και μέσα από μια συλλογική προσπάθεια, υπό την εξαιρετική καθοδήγηση της δραματουργού μας, Αμαλίας Κοντογιάννη, αυτή τη στιγμή συντίθεται το υλικό του έργου στο κέντρο του οποίου βρίσκεται το καίριο ερώτημα: “Μπορεί να αλλάξει αυτός ο κόσμος;” Περισσότερα σύντομα…
Μην τη χάσεις ξανά! Η επιτυχημένη «Πετριχώρα» (Σκηνοθ. Χάρη Θώμου) ξανά στο Θέατρο Αυλαία!
Σπουδαία θεατρική εμπειρία η εμπνευσμένη «Πετριχώρα»…
Είδαμε και σχολιάζουμε ΔΙΑΒΆΣΤΕ ΑΝΑΛΥΤΙΚΆ ΕΔΏ










