Γράφει ο ηθοποιός Κωνσταντίνος Λεβαντής.
Ακόμα και η στατιστική ως επιστήμη, δεν μπορεί να υπολογίσει τα πάντα. Ένας από τους πιο ανέφικτους υπολογισμούς, είναι το να μπορείς να υπολογίσεις πόσους ανθρώπους μπορεί να γνωρίσει κάποιος στην ζωή του. Ίσως, να είναι καλό να μην μπορεί να υπολογιστεί αυτός ο αριθμός έστω και κατά προσέγγιση ή ως μέσος όρος, μιας και με μία μικρή παράμετρο, το αποτέλεσμα θα ήταν απογοητευτικό. Πόσοι από αυτούς που γνωρίζουμε, αλλάζουν τη ζωή μας προς το καλύτερο;
Τον Οκτώβρη του 1995, γνώρισα εκείνον τον άνθρωπο, ο οποίος όχι απλώς άλλαξε τη ζωή μου προς το καλύτερο, αλλά με βοήθησε να χαράξω την πορεία μου, να χτίσω τις κοσμοθεωρίες μου για αυτό που ήθελα να κάνω, μου χάρισε εφόδια που μόνος μου δε θα μπορούσα να αποκτήσω και με έπλασε και με διαμόρφωσε. Κι όλα αυτά ανεπιτήδευτα, χωρίς πάντα να απευθύνεται σε μένα απαραίτητα, απλά μέσα από τα λόγια του, τις πράξεις και το έργο του. Άνθρωποι σαν εκείνον, είναι ιδιαιτέρως χαρισματικοί, λειτουργούν ως δάσκαλοι πέραν ιδιότητας, ακόμα κι αν αυτή είναι η δουλειά τους ή μέρος αυτής. Κι εκείνος ήταν Δάσκαλος με το «Δ» κεφαλαίο, τεράστιο, πανύψηλο, φτιαγμένο από νέον ώστε να φωτίζει από χιλιόμετρα μακριά και να σε οδηγεί σαν φάρος ακόμα και όταν εκείνος δεν είναι εδώ, ακόμα κι αν σε χωρίζει απόσταση είκοσι χρόνων από εκείνον… Τέτοιος Δάσκαλος…
Πάντα ήξερα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου και τι ήθελα να γίνω (έχει μεγάλη διαφορά το ένα από το άλλο…). Όσο μεγάλωνα όμως, τόσο δυσκολευόμουν να το λέω. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω το γιατί. Κάποια στιγμή ανύποπτη, κι ενώ η «σχολική χρονιά» είχε ξεκινήσει, ένα βράδυ αποφάσισα πως δε γίνεται να μην το κάνω. Το επόμενο πρωί πήγα και γράφτηκα στο Θεατρικό Εργαστήρι του Βασίλη Διαμαντόπουλου, στο παλιό υπόγειο στην Μπούσγου. Την ίδια μέρα το απόγευμα, θα ξεκινούσα τα μαθήματα. Είχαν ήδη αρχίσει πριν από δύο βδομάδες. Πρώτη μέρα σχολείο… Μπήκα, κάθισα σε μια γωνια και μετά από λίγο μπήκε κι ο Δάσκαλος. Η τάξη ήταν φίσκα… Ο Δάσκαλος, έμπαινε μέσα στην τάξη πάντα ένα τσικ αργοπορημένος και πάντα έπιανε την κουβέντα. Σε κάποια φάση με πήρε το μάτι του, με ρώτησε πώς με λένε και γιατί είμαι εκεί. Είπα πως ήθελα να γίνω ηθοποιός, με κοίταξε λίγο περίεργα λες και του είπα πως θέλω να πάω στο διάστημα και προχώρησε στους επόμενους. Κάποια στιγμή άρχισε το μάθημα, άρχισε να ανεβάζει στην σκηνή μαθητές διαδοχικά να κάνουν κομμάτι και φρίκαρα εντελώς. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς μέσα στις δύο εβδομάδες που είχα χάσει όλοι αυτοί είχαν μάθει λόγια, έπαιζαν, πώς είχαν προχωρήσει τόσο. Μπλόκο. Στο τέλος του μαθήματος, μου είπε στα πεταχτά ποιο κομμάτι να πάρω. Το πρώτο μου. Αντρέι από τις «Τρεις Αδερφές» του Τσέχωφ. Κάθε μέρα όλη την εβδομάδα κάθε καθηγητής μου έδινε κι ένα κομμάτι. Και την επόμενη Δευτέρα, το μόνο που ήξερα απ’ έξω ήταν του Αντρέι. Μπαίνοντας στην τάξη ο Δάσκαλος, με ρώτησε αν το έμαθα και είπα όχι. Το ίδιο πράγμα σε όλους τους καθηγητές, κάθε μέρα. Την τρίτη εβδομάδα μπαίνοντας μου είπε να σηκωθώ στην σκηνή και είπα πως δεν ήμουν έτοιμος. Το ίδιο και στους άλλους καθηγητές. Και βδομάδα τη βδομάδα, το ίδιο βιολί. Για κάποιον λόγο είχα κολλήσει σε βαθμό που ναι μεν δεν έχανα μάθημα, ρουφούσα όσα άκουγα κι έβλεπα αλλά δεν σηκωνόμουν σε κανέναν. Κάποια φορά, αφού αρνήθηκα να σηκωθώ, ο Δάσκαλος μου είπε πως στις γιορτές των Χριστουγέννων θα γινόταν συμβούλιο και πως μετά τις γιορτές οι μισοί δε θα επέστρεφαν στη σχολή.
Να πω εδώ, πως ο Δάσκαλος δεν πίστευε καθόλου στις ατάκα κι επι τόπου εξετάσεις. Πίστευε πως χρειάζεται κάποιος χρόνο για να εμπιστευτεί και να δείξει τι μπορεί να κάνει προκειμένου να κρίθεί, αντίθετα με τις εξετάσεις του υπουργείου που έχεις στη διάθεσή σου ένα τέταρτο. Κι έτσι στην σχολή είχες τρεις ολόκληρους μήνες να δουλέψεις και να παρουσιάσεις αυτό που κάνεις.
Στις επόμενες βδομάδες, όσο περνούσε ο καιρός ο Δάσκαλος, πέρασε στον αντιπερισπασμό. Μπαίνοντας έπαιρνε παρουσίες, κι όταν έφτανε η σειρά μου ή με αγνοούσε ή μου την έλεγε. «Πάλι εδώ εσύ; Δεν βαρέθηκες να πληρώνεις τζάμπα; Δε βαριέσαι, έτσι κι αλλιώς μετά τα Χριστούγεννα θα φύγεις…» Και με πείσμωνε μεν, αλλά δεν αρπαζόμουν από την πρόκληση. Στο τελευταίο μάθημα πριν από τις γιορτές, μπαίνει, κάθεται, παίρνει παρουσίες και ρωτάει ποιος θέλει να σηκωθεί. Σηκώνω το χέρι, με βλέπει και γελάει. «Εσύ θα φύγεις, δεν υπάρχει λόγος να μου φας χρόνο». Άρχισα να επιμένω κι εκείνος αρνούνταν. Μάζεψα όλο μου το θάρρος και το θράσος και σηκώθηκα στην σκηνή χωρίς άδεια. Του είπα πως θα φύγω αλλά δικαιούμαι για μια φορά να δείξω το κομμάτι μου. Ζήτησε από κάποιες συμμαθήτριες να με βοηθήσουν κι άρχισα το κομμάτι. Δεν θυμάμαι πολύ καλά τι έκανα, ήμουν σε μία περίεργη φάση, λίγο εκτός εαυτού, κάπως σαν εξωσωματική εμπειρία, δεν ξέρω… Απλά σε κάποια φάση στο κρεσέντο μου έχωσα μέσα κι ένα «Που να πάρει ο διάολος» και κλώτσησα κι ένα τραπέζι. Σαφώς εκτός κειμένου και οδηγιών. Τελειώνω λοιπόν και κάθομαι. Πάντα έδινε τον λόγο πρώτα στους συμμαθητές να πουν τη γνώμη τους και μετά σχολίαζε εκείνος κι έκανε τις παρατηρήσεις του. Άρχισαν λοιπόν να λένε διάφορα, πετάγεται ένας και λέει επιθετικά «Αν άκουγε τον διάολο ο Τσέχωφ δε θα έγραφε ποτέ το έργο». Ο Δάσκαλος, θυμωμένα του απάντησε πως αν το άκουγε έτσι θα μετάνιωνε που δεν το έβαλε και η κουβέντα έληξε εκεί. Στις γιορτές με έτρωγε η αγωνία. Μη χτυπήσει το τηλέφωνο και μου πουν να μην ξαναπάω. Και δεν χτύπησε. Πήγα, ήμουν ακόμα εκεί και όπως είναι φυσικό έναν «αέρα» τον πήρα. Μάθημα πρώτο λοιπόν. Να αντέχεις στην κρίση, να αντέχεις στον ανταγωνισμό. Βαρύ, μεγάλο και το πήρα με τον πιο δύσκολο για μένα τρόπο. Και το κρατάω μέσα μου από τότε. Κάνε αυτό που μπορείς να κάνεις όσο καλύτερα μπορείς και όποια κι αν θα είναι η κριτική του άλλου, πάρε από αυτήν αυτό που χρειάζεσαι για να γίνεσαι καλύτερός. Ποτέ δεν θεώρησα πως πίστευε αυτό που απάντησε στον συμμαθητή μου. Κατάλαβα όμως πως είδε κάτι και δεν θέλησε να το αποθαρρύνει κι αυτό με δυνάμωσε πολύ. Κι αυτό με έβαλε στην διαδικασία να μην σκέφτομαι τον συνάδελφο ως ανταγωνιστή, αλλά ως συναγωνιστή. Ανταγωνιστής είναι μόνο ο εαυτός μου, από μένα πρέπει να προσπαθώ να γίνομαι καλύτερος…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 2 – ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ
Η υπόλοιπη χρονιά κύλισε εντελώς διαφορετικά όπως και η επόμενη. Από τον δάσκαλο αλλά και τους υπόλοιπους -εξαιρετικούς στην πλειοψηφία τους καθηγητές μου- πήρα πολλά μαθήματα. Όλα τα φέρω στο κεφάλι μου κι ανατρέχω σε αυτά και λειτουργώ με αυτά. Δεν υποτιμώ κανέναν τους σε σχέση με τον Δάσκαλο και τους χρωστάω εξίσου. Χρωστάω άπειρα από όσα έχω μέσα μου στον Τάκη Χρυσικάκο, τον Άλκη Παναγιωτίδη, τη Μαρίνα Γεωργίου, τον Ευδόκιμο Τσολακίδη, σε όλους τους και σε όλους όσους είχα καθηγητές και στην δεύτερη σχολή που πήγα και τελικά αποφοίτησα όπως και σε πολλούς συμμαθητές μου και κάποια στιγμή θα γράψω και γι’ αυτούς και για τα μαθήματα που μου έδωσαν. Αλλά ο Βασίλης Διαμαντόπουλος ήταν κάτι λίγο περισσότερο στο κεφάλι μου, επειδή με έβαλε σε πολλά μονοπάτια που μόνος δεν θα επέλεγα να πατήσω. Με έμαθε να παρατηρώ τους ανθρώπους, όλους τους ανθρώπους κάθε στιγμή μου σε κάθε στιγμή τους. Αδιάφορες μικρές κινήσεις ή λόγια της καθημερινότητας όποιου περνάει από μπροστά μου γίνεται ένα δεδομένο στον σκληρό δίσκο στο κεφάλι μου προς χρήση όποτε προκύψει. Με έμαθε να διαβάζω τους άλλους, τις κινήσεις και τις συμπεριφορές τους. Επέμενε να βλέπουμε κακές παραστάσεις επειδή ήταν μεγαλύτερο σχολείο να δεις τι πρέπει να μην κάνεις από το να θαυμάζεις αυτό που επιθυμείς. Με έμαθε να μη θεωρώ τον εαυτό μου ηθοποιό αν κάποιος άλλος δεν μου το αναγνωρίσει πρώτος. Πέρασαν πολλά χρόνια για να συστηθώ ως ηθοποιός κι αυτό επειδή πρέπει κάπως να προσδιορίσεις αυτό που κάνεις. Σε γενικές κουβέντες που κάναμε στην τάξη ή σε πηγαδάκια στην σχολή μας έλεγε να μη γίνουμε ηθοποιοί προβάλλοντας διάφορα κακά του χώρου ως επιχειρήματα. Θυμάμαι την τελευταία φορά που μιλήσαμε (ή κάποια από τις τελευταίες) που μου είπε πως αυτό δεν το έλεγε για όλους και πως ξέρω τι πρέπει να κάνω και να το κάνω. Κι αυτό ήταν για μένα το εισητήριό μου. Ένα πάσο διαρκείας που θα έχω πάντα στα μπαγάζια μου. Κι ας το ενέκρινε ένας. Σημασία για μένα έχει το ποιος ήταν αυτός ο ένας. Πάντα, σε κάθε μου δουλειά πριν ξεκινήσω, έχω στο νου μου πως θα ήθελα κάπως να με έβλεπε και να μου έλεγε πως είναι περήφανος για μένα. Ποτέ δεν συνέβη αλλά θα το ήθελα για μια φορά. Να μπορούσα να κάνω κάτι που θα του άρεσε και θα το έβρισκε καλό και αντάξιο του κόπου του, να αναγνώριζε πίσω από αυτό που κάνω πως στον πυρήνα και την ρίζα του βρίσκεται κι εκείνος.
Δε μου αρέσουν οι αγιογραφίες και δεν είναι αγιογραφία αυτό το κείμενο. Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ήταν περίεργη περίπτωση ανθρώπου. Κάποιες φορές ήταν και γραφικός γεράκος που προσπαθούσε να βάλει χέρι σε καμιά κοπέλα μέσα στην πλάκα (η σεξουαλική παρενόχληση δεν είχε την σημερινή έννοια τότε), ήταν κι αυτός που θα προσπαθούσε να σε πείσει να του δώσεις ένα τσιγάρο στη ζούλα, χωρίς να τον πάρει χαμπάρι η Μαρίνα (η γυναίκα του) έτσι, ένα τελευταίο ακόμα, ήταν κι αυτός που μέσα στην κουβέντα, μέσα στις ατελείωτες κουβέντες που ξεκινούσε, ερχόταν μόνος του στο τσακίρ και μουρμούριζε τις «Βεργούλες», το αγαπημένο του τραγούδι. Δεν ξέρω όλη τη ζωή του, όλες του τις συμπεριφορές. Ξέρω μόνο αυτόν που εγώ είχα Δάσκαλο. Κι αυτός μου ήταν αρκετός κι αυτός είναι που περιγράφω. Αυτός είναι που στο κεφάλι μου είναι η αρχή όσων θέλω να μπορώ να κάνω στη δουλειά μου, στο μυαλό μου όσα μου έδωσε είναι tattoo, είναι αυτός που από όσους έχω χάσει ήταν για κάποιον λόγο ο μόνος που δεν είχα το κουράγιο να αποχαιρετίσω. Ίσως φοβήθηκα πως χάνοντάς τον ρεαλιστικά θα χανόταν κάτι από όσα μου έδωσε ή όλα. Γι’ αυτό και τον κρατάω κι αυτόν στο μυαλό μου όπως τον άφησα. Κι αν έχω κάτι να ζηλέψω από τον Δάσκαλο, δεν είναι το ταλέντο του στη δουλειά μας, αλλά το ταλέντο του ως άνθρωπος. Να μιλάει και να μιλάει κι ακόμα όταν μπορεί να έχανε λίγο τον ειρμό του κι έλεγε και λίγο άσχετα, κατάφερνε να σε έχει κολλημένο στα χείλη του. Σε μάγευε και σε αιχμαλώτιζε λες κι εξέπνεε χρυσόσκονη κι αυτό τον έκανε τόσο μαγικό Δάσκαλο. Κι άνθρωπο.
Υ.Γ. Θέλω να γράψω και για κάποιους ακόμα. Στο λύκειο είχα μια καθηγήτρια, την κυρία Καλαντζή που δίδασκε Νεοελληνικά Κείμενα και την κυρία Βεργινάδη που μου έκανε αρχαία. Είχαν και οι δύο καταλάβει πού το πάω το πράγμα. Είδα μια φορά στο σινεμά την Καλαντζή, στον «Κύκλο Των Χαμένων Ποιητών» και αναλύοντας αυθαίρετα την ταινία μετά στην τάξη, είπα πως θα έδινα τα πάντα να είχα έναν τέτοιο δάσκαλο, σαν τον Keating. Κάποιες εβδομάδες μετά, κανόνισαν να πάμε εξωσχολικά να δούμε το «Ελευθερία Στη Βρέμη», στο θέατρο Ιλίσια. Στα βαριά μας πήγαν. Σιγά-σιγά κατά την διάρκεια της παράστασης οι συμμαθητές έφευγαν από την αίθουσα και στο τέλος έμεινα εγώ με εκείνες μόνο. Αποχαύνωση, σοκ, δέος… Πήγαμε μετά για καφέ οι τρεις μας και όταν κάτσαμε με ρώτησαν «Λοιπόν;» Θυμάμαι πως απάντησα μόνο «Αυτό θα κάνω στη ζωή μου». Και μετά μιλούσαν εκείνες συνέχεια, κανονικότατο prive μάθημα σχολικού επαγγελματιού προσανατολισμού. Άρα είχα πολλούς Keating…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ 3 – ΓΛΑΡΟΣ
Το άρθρο γράφτηκε ακούγοντας: Θορύβους γειτονιάς, oh captain my captain…
Φωτογραφικό υλικό