Γράφει η Ζωή Ταυλαρίδου για τον Σωφέρ Θεάτρου.
– «Είμαι έξω από το σπίτι σου. Σου χτυπώ την πόρτα. Μου ανοίγεις με τη χαρά της άγνοιας… Κατόπιν, βρίσκομαι μέσα στο δωμάτιό σου, σε κάθε δωμάτιό σου, σε κάθε γω-νιά. Είμαι στο εντός και το εκτός σου. Αποκοιμιέμαι κάτω, στο χαλάκι όπου πατάς. Ξα-πλώνω επάνω σου, κάθε φορά που με κοιτάς. Εμποδίζω τη θέα που ανιχνεύουν τα μάτια σου, όταν κοιτιούνται στον χρυσοποίκιλτο καθρέπτη σου. Είμαι το εμπόδιο στο βλέμμα σου, το απλανές και γεμάτο απορία, που θαυμάζει τα αστέρια στον ουρανό. Καταντώ ένα σκουπιδάκι στα μάτια σου. Μετατρέπομαι σε ουραγός σου. Μετατρέπομαι σε οδηγός σου. Σε κάθε περίπτωση, ελεύθερος δεν θεωρείσαι. Ως δεσμός σου, σε περιτυλίγω. Και όταν σε τρώω, με εκείνη τη βουλιμία του ανορεκτικού ανθρώπου, σε λιώνω στο στόμα μου με αργές και βασανιστικές μπουκιές. Είσαι ο ανορεκτικός και εξουσιαζόμενος άνθρωπος που ορέγεται λίγη ελευθερία. Και είμαι ο απόλυτος και αναπόδραστος δεσμός σου. Σε κατα-βροχθίζω, σε γουστάρω. Μου αρέσει η ελευθερία σου, που γίνεται άθυρμα στα χέρια μου. Σε θαυμάζω για την υπομονή σου, την υπομονή μιας μπουκιάς που κατά συρροήν κατα-βροχθίζεται και καταπίνεται. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία… αλλά το ακούς πρώτη φορά»;
– «Όλα ξεκινούν με την επίφαση της ελευθερίας. Θέλω να είμαι ελεύθερος στο να επι-λέγω αυτό που θέλω. Και είμαι ελεύθερος στο να επιλέγω. Ξέρω ωστόσο τι θέλω; Έχω επίγνωση του εντός μου; Κατανοώ τις ανάγκες μου; Κατανοώ ότι αυτό το μέσα μου θέλει να βγει προς τα έξω; Είμαι ένα άθυρμα στα χέρια σου, ειλικρινά αδυνατώ να δω. Ή δε θέλω να δω. Ή φοβάμαι αυτήν την πτώση του Ανθρώπου σε κάθε μορφή της. Σε κάθε περίπτωση, το επιλέγω αυτό. Κι εσύ είσαι ο κατ΄ επίφαση δεσμός μου, ο ουραγός κι ο οδηγός μου. Σε επιλέγω ως δεσμώτη. Επιλέγω το άθυρμα που γίνομαι. Μου αρέσει που κρύβεις το πρόσωπό μου στον καθρέπτη, που παίζουμε κρυφτό. Τρελαίνομαι να προσπαθώ να δω τα αστέρια και να μην μπορώ. Γίνεσαι ένα περίφημο βάρος στον σβέρκο των ενοχών μου. Ορέγομαι να σε έχω επάνω μου, κάτω μου, στο εντός, το εκτός μου, στις γωνιές μου. Αγαπώ τα δεσμά μου. Λατρεύω τις αλυσίδες μου. Κράτα με…λοιπόν. Τράβα με… Ξεφτίλισε την ύπαρξή μου. Εκμηδένισέ με, σε προκαλώ. Εάν δεν μπορώ να δω μέσα μου, είτε γιατί φοβάμαι, είτε γιατί δεν ξέρω πώς να βλέπω καθαρά, ποιο το όφελος της ελευθερίας μου; Άχρηστη μού είναι, ένα λήμμα σε λεξικό στην πιο πλούσια βιβλιοθήκη του κόσμου. Πού να διδαχτώ την αρετή τού να γνωρίσω επί τέλους τον εαυτό μου; Πώς να συνδεθώ ως ολότη-τα, δίχως να βουτήξω πιο πριν στην ψυχή μου; Θέλει πράγματι αρετή και τόλμη η ελευθε-ρία. Και δεν το ακούω πρώτη φορά».
Το χέρι της εξουσίας εισέρχεται στη ζωή μας αθόρυβα. Μας κάνει κουμάντο, δίχως να το φωνάζει, χωρίς σημαίες και ταμπούρλα, δίχως πολέμους και κραυγές. Μας κρατά αγκα-λιά και μας θηλάζει. Μας στέλνει στο σχολείο και μας διαβάζει το βράδυ παραμύθια. Μας διδάσκει καλούς τρόπους και τον πολλαπλασιασμό. Μας τρέχει σε δραστηριότητες και σε βόλτες, προκειμένου να διαπαιδαγωγηθούμε με την αρετή του όχλου. Ήσυχη και συγκατα-βατική, απύθμενη και αόρατη στα όριά της, η αρετή αυτή επιμένει ότι μας αγαπάει και γιαυτό μας κουνάει το δάχτυλο επάνω, κάτω, δεξιά κι αριστερά. Πρόκειται για την αρετή του όχι και του ναι. Η αρετή αυτή είναι μια καθωσπρέπει κυρία. Μοιάζει με καλοντυμένη γυναίκα που περιμένει υπομονετικά τη σειρά της στην ουρά, για να εξοφλήσει τις κάρτες της, να ψηφίσει τα χέρια της εξουσίας που διαρκώς εναλλάσσονται γύρω από το ίδιο κέντρο, να αναρωτηθεί, να εκφράσει την γνώμη της, να σταθεί στον καθρέπτη μπροστά και να ξυ-πνήσει.
Παντού μια σειρά. Παντού μια ουρά. Παντού δάχτυλα.
Αρετής συνθήκες.
Θέλω να αφεθώ λοιπόν… Θέλω να αποφύγω τα χέρια που τρυφερά, με αγάπη και σε-βασμό, θωπεύουν το κορμί μου, τα χέρια της μήτρας και της αγκαλιάς, το γάλα με το οποίο με θήλασαν. Θέλω να διαφύγω από τους οίκους της ενοχής, από την αναπόδραστη συνθήκη της ευυπόληπτης κοινωνίας, του ναι και του όχι. Θέλω να διαμορφώνω τη ζωή μου, το σπίτι μου, την πατρίδα μου. Θέλω να τρέχω και να κάθομαι στους ρυθμούς της ανα-πνοής μου, να αποκοιμιέμαι επάνω στα χαλίκια, να ζαλίζομαι με τα αστέρια, να μπαίνω σε δίνες, και να βγαίνω όρθια και με πλήρη συνείδηση. Και θέλω να κόψω τον ομφάλιό μου λώρο, τον γόρδιο δεσμό μου, τον ψυχαναγκασμό μιας αρετής καθωσπρέπει, άτιμης και δειλής… όλα ξεκινούν από ένα άνοιγμα της πόρτας. Εκεί διασταυρώνονται τα χέρια.
.

.
Το θεατρικό έργο του Χρήστου Χαρτοματσίδη ΛΙΛΙΑ σε σκηνοθεσία του Χάρη Ευστρατίου από την Εταιρεία Οργάνωσης και Παραγωγής Θεατρικών Παραστάσεων Dino΄s Films στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς ΄Μελίνα Μερκούρη΄ επιδιώκει να προβληματίσει για τη σχέση Ανθρώπου και Εξουσίας μέσα από μια πολυπρισματική αντίληψη. Μέσα σε ένα καταπιεστικό κι εξουσιαστικό περιβάλλον, είτε αυτό είναι πολιτικό-κοινωνικό είτε ερωτικό, εξουσιαστής κι εξουσιαζόμενος, θύτης και θύμα γίνονται ένα, ενώνονται, ερωτεύ-ονται. Ο ένας ικανοποιεί τις ανάγκες του άλλου και, κάθε φορά που το αρχικό σχεσιακό μοτίβο κουράζει, οι ρόλοι τους εναλλάσσονται. Ο θύτης και το θύμα φθάνουν στο σημείο να ξεχνούν την αρχική τους υπόσταση και τους στόχους που είχαν αρχικά θέσει. Ως εναλ-λασσόμενα στοιχεία, δίχως την επίγνωση του Εαυτού και του Άλλου, ενδιαφέρονται απο-κλειστικά να συντηρήσουν την ισορροπία του τρόμου. Τα χέρια τους διασταυρώνονται, άλλοτε παλεύουν, άλλοτε κρατιούνται τρυφερά. Σε κάθε περίπτωση, ο εξουσιάζων και ο εξουσιαζόμενος αποτελούν πιστούς συνεργάτες της δικτατορίας της εξουσίας, ενός κατ΄επίφαση δημοκρατικού συστήματος, ισότητας κι ισονομίας. Στο αφαιρετικό σκηνικό της παράστασης, παιχνίδια εξουσίας αποκαλύπτουν τη βούληση των θιασωτών της. Δεν έχει χρώμα η εξουσία. Καμιά ιδεολογική απόχρωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει τα παιχνίδια της. Το χέρι της εκάστοτε εξουσίας, βαρύ από ενοχές, κλειδώνει και ξεκλειδώνει πόρτες, τις οποίες θύτες και θύματα έχουν πιο πριν ερμητικά σφραγίσει. Και ο Έρωτας μέσα σε όλα αυτά, ως δυαδική πνοή κι ελπίδα, καταντά μια αδικαιολόγητη ερμηνεία των κακώς κειμένων μιας κατά τα άλλα ανθρώπινης κοινωνίας, του θύτη και του θύματος. Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία.
,
΄΄
Μουσική Πρόταση:
Madrugada, “Majesty”
So am I good or bad
The way that things did turn out
I did only make you sad
And we cried and we cried on the phone
Oh but in my mind
You were never that all alone
Oh you were majesty
Your robes were heavy
And your longing was a cutting from bone
So am I, am I good or bad
Could only awake your anger
I could only make you mad
Now was that how you showed me
That you were still so young and bold
Anyway, those fights did drive me
And I was dying of thirst and I wasn’t growing old
Oh you were majesty
Your robes were heavy
And your robes were very cold
Oh oh oh majesty, oh
But in my mind
I could still climb inside your bed
And I could be victorious
Still the only man
To pass through the glorious arch of your head, oh
Oh you were majesty
Your robes were heavy
And your treats were very red
Oh you were majesty
Now it’s like I said
That spirit, it’s now dead
Oh oh oh majesty, oh
————————————————
Φωτογραφικό υλικό