Γράφει η Ζωή Ταυλαρίδου για τον Σωφέρ Θεάτρου.
Μια γυναίκα βρίσκεται σε ένα δωμάτιο επεμβαίνοντας σε ένα γλυπτό κρανίου – μόνη κι έρημη. Αναρωτιέται… Βηματίζει στο δωμάτιο σκεπτική. Σταματά σε έναν συρμάτινο τοίχο. Τακτοποιεί τους πίνακες ζωγραφικής. Βηματίζει ξανά. Σταματά ξανά. Διορθώνει τη ματαιότητα του γλυπτού μιας τηλεόρασης, μιας άστοχης παρουσίας στον χώρο και ίσως στον χρόνο. Βηματίζει ξανά. Τακτοποιεί το άδειο δωμάτιο. Έγκλειστη είναι άλλωστε εκεί. Κι επιστρέφει στο κρανίο. Προσπαθεί να αλλάξει αυτό που κρύβεται στην κοιλιά της, να του “βάλει μυαλό”. Δεν το κατορθώνει. Η ζωή που τράφηκε μέσα της φέρνει νότες πίσω από την πλάτη της και την περικυκλώνει με μουσικές. Της επιβάλλεται. Την αποδιοργανώνει. Την κάνει να χάνει τη θέληση να αλλάξει η ίδια. Η γυναίκα-μητέρα πιάνει τον εαυτό της να σκύβει το κεφάλι μπροστά στα μουσικά παιχνίδια αυτού του μυαλού.
Ο εγκέφαλος του παιδιού της είναι ανώτερος. Κάθεται ψηλά και δημιουργεί μουσική με την κατρακύλα των γονέων του. Η πτώση των γονέων που επιδιώκουν τον έλεγχο του παιδιού τους είναι αναπόφευκτη. Μιαν άλλη Μήδεια έχει γεννηθεί. Μπροστά στην πίεση μιας κοινωνίας που κλωσσά τις γυναίκες-μητέρες ως αναπόδραστη ανάγκη, η Μήδεια εγκλωβίζεται. Ο ρόλος της γυναίκας-μητέρας προσεγγίζει το χάος της επιβεβαίωσης και της αποδοχής. Η Μήδεια θέλει “να γίνει μάνα” -ως πότε θα παραμένει απαξιωμένη κι άχρηστη; Ως πότε θα τριγυρνά ικανοποιώντας τις εγωιστικές της ανάγκες; Η οικογένεια χτίζεται από τη γυναίκα. Η οικογένεια διαλύεται από τη γυναίκα. Πού εντοπίζεται ο ρόλος του άνδρα; Ο πατέρας ψάχνει απλά την κόρη του. Δεν μπορεί να την βρει. Θαυμάζει το μυαλό της, αλλά δεν μπορεί να το αλλάξει. Το συνειδητοποιεί αυτό, το καταλαβαίνει. Η Μήδεια ωστόσο αδυνατεί να το κατανοήσει. Νιώθει αβοήθητη να ελέγξει την κοιλιά της. Νιώθει ανήμπορη να αποδεχτεί τον θαυμασμό της κοινωνίας για την μητρότητα, για την πιο μεγάλη καταστροφική εφεύρεση που υπάρχει, το να κάνει κανείς παιδιά.
Η μοίρα της είναι να γεννά παιδιά. Σαν γεννά, η κερκίδα ξεσπά:
“Ζήτω!!! Λυτρώθηκε η μάνα!” Έστω και στο τελευταίο λεπτό.
Και μετά σιωπή. Τα παιδιά βρίσκονται πάνω από το κεφάλι της παίζοντας μουσική. Τα παιδιά την ελέγχουν με την ανωτερότητα της ύπαρξής τους. Τα παιδιά άλλωστε έχουν την τάση να δια-φύγουν, να προσανατολιστούν σε μιαν άλλη ζωή και να την βιώσουν, αποκομμένα πλέον από τον ομφάλιο λώρο. Ο πατέρας ψάχνει το παιδί του. Η μητέρα ψάχνει το παιδί της. Το σύνδρομο της “άδειας φωλιάς” είναι αυτό που μετατρέπει την γυναίκα-μητέρα σε Μήδεια. Παίρνει το όπλο κι αφουγκράζεται τη σιωπή. Με πολλή επιμέλεια και μανία το καθαρίζει, για να επιτελέσει σωστά το έργο του. Το καθάρισμα του όπλου εναρμονίζεται τέλεια με την απεγνωσμένη ταλάντωση του σώματος του πατέρα. Το σίγουρο είναι ότι ο άνδρας, “ο γεννημένος για οικογένεια”, έχει χάσει την μπάλα. Ο ρόλος του έχει περιοριστεί στο να δέχεται τις σφαίρες της συζύγου του, αυτής που έχει θυσιάσει ίσως τα πάντα, “για να γίνει επί τέλους μάνα”.
Ξάφνου εισέρχεται χαρούμενα στην σκηνή ο Έρωτας, ο θαυμασμός για τη φύση και τη ζωή, στα μάτια δύο ερωτευμένων χελώνων. Οι χελώνες ερωτοτροπούν με τα σώματά τους, με τα γουρλωμένα μάτια τους, με τα στόματά τους που χάσκουν. Προβληματίζονται για τα ανθρώπινα σκουπίδια, τα ανθρώπινα μέλη που πετάγονται εδώ κι εκεί κατόπιν της πιο μεγάλης καταστροφικής εφεύρεσης, της διαιώνισης του είδους για λόγους ανάγκης. Ο Έρωτας εδώ κινείται στην αρχέγονή του διάσταση, της εγγύτητας, του μοιράσματος, της εμπιστοσύνης, της κατανόησης, της χημείας, της έλξης. Ο Έρωτας είναι η καλύτερη εγγύηση για την δημιουργία οικογένειας, μιας οικογένειας φίλων κι όχι ανταγωνιστών. Ο Έρωτας είναι αυτός που επιβιώνει σε όλες τις δυσκολίες. Οι Χελώνες με μιαν αγνότητα και καθαρότητα μαζί, με μιαν αγάπη για τη ζωή και θαυμασμό για τον ουρανό και τη γη, επιθυμούν να πετάξουν ψηλά, να αγγίξουν το ακατόρθωτο. Κατορθώνουν να αγγίξουν η μία την άλλη, να βγουν από το καβούκι τους. Οι χελώνες επιτελούν και την ταφή του πατέρα και της μητέρας, ή έστω των ρόλων μιας παραδοσιακής του φαίνεσθαι κοινωνίας, αποδίδοντας στην πατρότητα και την μητρότητα μια διαφορετική διάσταση, αυτή που θα έπρεπε να είναι. Δύο άνθρωποι ερωτεύονται. Δύο άνθρωποι αγαπιούνται. Δύο άνθρωποι κατανοούν. Δύο άνθρωποι σέβονται. Δύο άνθρωποι χορεύουν, ξεσπάνε… ένας ακανόνιστος χορός τούς κυριεύει. Δεν υπάρχουν κανόνες. Δεν υπάρχουν υποσχέσεις. Δεν τηρούνται αυτά. Χωρίς σενάριο, χωρίς πρέπει, η κάθε σχέση είναι μοναδική. Και η γέννηση ενός παιδιού ολοκληρώνει την ορχήστρα.
Η παράσταση «ΧΕΛΩΝΕΣ» της ΣΑΣΑ ΝΑΤΣΗ σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Παυλίδη στο Θέατρο ¨Vis Motrix¨ αναδεικνύει την ουσία της ερωτικής σχέσης και της δημιουργίας οικογένειας, ως ένα και το αυτό. Ο Έρωτας για τον άλλον συνυφαίνεται άρρηκτα με τον Έρωτα για αυτό που θα γεννηθεί. Δεν υπάρχει δυισμός στην ερωτική ένωση των ανθρώπων. Χρειάζεται απλά μία φραγή στις επιταγές μιας κοινωνίας που άγχεται να διαιωνίσει τα ιδανικά και τις πρακτικές της εκμεταλλευόμενη το σμίξιμο και την βαθύτερη ένωση των συντρόφων. Η παράσταση αυτή δραματοποιεί με έξοχο τρόπο τη σύγκρουση των ρόλων του σημερινού άνδρα και της σημερινής γυναίκας αλλά και την ένωσή τους, χρησιμοποιώντας in vivo μουσικά στοιχεία, εντέχνως περιορισμένα σκηνικά μέσα κι εργαλεία και πολύ τρυφερές χορογραφίες.
ή της πραγματικότητας.
Πληροφορίες για τη παράσταση, διαβάστε εδώ
Μουσική Πρόταση: λάμδα, “Κρύα χέρια” – Στίχοι: λάμδα – Μουσική: λάμδα
Είναι που θα μ’αγγιζουνε για πάντα κρύα χέρια είναι οι μεσσίες που σαν με δουν θα κλείνουνε τα μάτια για μένα μόνο πέφτουνε δε λάμπουνε τ’αστέρια και αδειάζουνε οι θάλασσες γεμίζουν τα πηγάδια
θα ξοργιστώ ένα πρωί και η θηλιά δεν θα ναι στον κουρασμένο μου λαιμό που απ τις θηλιές πονάει θα ναι στου πάθους το λαιμό και στου καημού την πλάτη χάρη σ’αυτόν που ζήτησε για πάντα να αγαπάει
και σαν περάσουν οι καιροί σε αυτά τα κρύα μέρη και σαν διαβάσουνε ξανά με το κερί στο χέρι για μάγισσες που αστροβατούν και για θεριά θα λένε και όλοι στις λύπες θα γελούν και στις χαρές θα κλαίνε
Φωτογραφικό υλικό