Γράφει η Ζωή Ταυλαρίδου.
“Μια φορά, τώρα τελευταία, άκουσα μια φωνή… κάποιον να μου λέει: “Υπομονή, η αγάπη θα ξανάρθει. Κι εγώ γέλασα από αμηχανία. Δεν ξέρω τι να την κάνω -αν έρθει”.
380. 22. 09. 19. Θυμάμαι τότε που στα όνειρά μου, παιδάκι μικρό, μάζευα σανίδες από ξύλα. Τις έβαφα. Τις βερνίκωνα, να αντέχουν στην τόση υγρασία. Σκυφτός, τις επεξεργαζόμουν για ώρες. Ήταν τιμή μου που τις είχα στα χέρια μου. Απασχολούσα τις σκέψεις μου, χαϊδολογώντας τες. Κι έτσι, απορροφημένος στη μοναξιά μου, κάποια στιγμή ολοκλήρωνα το μεγάλο μου όνειρο: ένα παγκάκι σε ένα μοναδικό για την πρασινάδα του πάρκο. Έμοιαζε απόκοσμο το πάρκο αυτό. Έμοιαζε με δάσος. Αλλά αυτή η εκκωφαντική ηρεμία του προοικονομούσε με την πιο αυστηρή νομοτέλεια τον γεμάτο κόσμο προσανατολισμό του. Πράγματι, το πάρκο αυτό ήταν πάντοτε γεμάτο με κόσμο και κοσμάκη κάθε λογής.
Εγώ όμως στόχευα σε ανθρώπους του γούστου μου: τις γυναίκες.
Στο στόχαστρό μου συγκεντρώνονταν, σαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, δεκάδες εκπρόσωποι του γυναικείου φύλου. Γυναίκες έμπαιναν κι έβγαιναν από τη ζωή μου με την ταχύτητα της μίας νύχτας. Κι αυτός ο ήχος των βημάτων του έλα και του φεύγα μού θύμιζε το θρόισμα των φύλλων, λίγο πριν πέσουν και χαθούν στο χώμα. Γιατί όλα χώμα είναι. Και στο χώμα καταλήγουν.
Έπιασα τον εαυτό μου να πετάει κάτι κλειδιά σε έναν κάδο. Μονολόγησα ότι όλα είναι χάλια κι έκανα να φύγω. Αλλά κάτι με κράτησε πίσω. Γύρισα, μα δεν ήταν αρκετό. Τα βήματά μου με οδηγούσαν σε αυτό που ανέκαθεν νόμιζα ότι είναι ασφάλεια. “Πώς μου ζητάς να αφήσω τη γυναίκα και τα παιδιά μου”;

.
Πριν τα κλειδιά και μετά το βερνίκωμα των σανίδων, στο τώρα μου, δεν έχω ιδέα τι μου συμβαίνει. Κάθομαι σε ένα παγκάκι και μονολογώ σαν χαζός. Εντάξει, ποιος δεν πίνει; Παρατηρώ άλλοτε με γουρλωμένα μάτια και στόμα που χάσκει αυτούς που περνούν… άλλοτε με μάτια ερμητικά κλειστά και παρωπίδες, σαν να μην βρίσκομαι εκεί -ή να μη θέλω να είμαι. Έρμαιο της δικής μου ζωής, δεν έχω επαφή πια. Θα με ρωτήσετε τώρα με ποιον… ή ακόμη καλύτερα με ποια. Κυνηγώ τα φουστάνια, το φουρ φουρ τους με μαγνητίζει, με κάνει να χαμογελώ στον άθλιο εαυτό μου. 380. 22. 09. 19.
Κι εσύ κάθεσαι και με κοιτάς με το αυστηρό σου βλέμμα. Θέλω να σου φωνάξω πως, ναι, δεν σε θυμάμαι… δεν σε θυμήθηκα ποτέ… Δεν έχεις την αξία που χρειάζεσαι στα δικά μου μάτια. Ναι… το φωνάζω ευθαρσώς. Στα μούτρα σου σε κοροϊδεύω και σου έχω αραδιάσει ένα σωρό ψέματα. Ποια είσαι; Γιατί να σου συμπεριφερθώ καλύτερα από εμένα; Εγώ με κοροϊδεύω μια ζωή. Στα μούτρα μου γελάω -και πίνω. Και κάθομαι με τις ώρες στο παγκάκι, που μόνο στα όνειρά μου μπορώ να φτιάξω. Τα ποδήλατα δεν μου αξίζουν. Ούτε τα παγκάκια. Ούτε και τα κλειδιά των σπιτιών. Νιώθω άχρηστος… χρόνια άνεργος, μια εδώ – μια εκεί, σκέτο κουρέλι, ένα ανθρωποειδές της κακιάς ώρας.
Κι έχω γυναίκα και παιδιά. Έχω όνομα κι επίθετο. Και είναι γραμμένο σε μιαν ταυτότητα. Σε προκαλώ λοιπόν να την αρπάξεις και να με δεις ολόκληρο, με το όνομα και το επίθετό μου! Γι αυτό και σου δίνω το σακάκι μου, να μπεις λιγάκι και στα δικά μου τα μανίκια.
Μα, σουλατσάρω μόνος μου σε ένα πάρκο, ντεμέκ Αλεξέι, ντεμέκ ξένος από άλλη πόλη, ντεμέκ “ξέρω ποιος είμαι και ψάχνω”. Θέλω να έρθω σπίτι σου, να σε γνωρίσω πιο καλά, νομίζω. Αλλά οι άμυνές σου με βγάζουν εκτός… εαυτού ή πραγματικότητας, πάλι δεν έχω ιδέα. Το μόνο που μπορώ να δω είσαι εσύ. Με κοιτάς καλά. Με παρατηρείς σχεδόν με περιέργεια… νοσηρή, θα έλεγα. Ούτε στο παγκάκι δεν μπορώ να καθίσω. Κι ας το έφτιαξα δήθεν εγώ. Τα όνειρά μου, γεμάτα παιδιά και γυναίκα και υποχρεώσεις και οικογένεια, αποδιώχνουν το παγκάκι τους πίσω στο πάρκο. Εκείνο επισκέπτομαι κάθε φορά: το παγκάκι. Το παγκάκι είναι η ηρεμία μου, η μοναξιά μου, το χαμένο μου εγώ, η ζωή που δεν έζησα. Έχει -ομολογώ- μια μαγεία. Γίνεται ο καθρέπτης μου, το σεντούκι της ψυχής μου, η ανάπαυλά μου. Κι όσες τολμούν να ακουμπήσουν τη δική τους μοναξιά εκεί, μετατρέπονται σε παραμύθι, σε χάδι, σε όαση, σε λιμάνι.
Δεν έχω μάθει να αντέχω τα βαρίδια πίσω στο σβέρκο μου. Βαρέθηκα να σκύβω. Κουράστηκα να πίνω τα συναισθήματά μου. Το σακάκι έχει καταντήσει το άλλο μου δέρμα. Δεν το βγάζω πια. Έχει μέσα του μια άλλοτε κρυμμένη ταυτότητα, με ένα όνομα κι επίθετο δίχως πραγματική αξία. 380. 22. 09. 19.

.
Σε παρακαλώ… Άφησέ με να έλθω, σου κραυγάζω σιωπηλά. Η ψυχή μου θέλει να βγει, να πάρει αέρα. Δεν την αφήνω. Με φοβίζουν τα ακραία της σημεία, οι ανάγκες της. Εσύ αντιστέκεσαι σθεναρά. Δεν την αφήνεις επίσης. Κι όταν αποφασίζεις να μου δώσεις τα κλειδιά, τα πετάω με μιαν τολμηρή αναποφασιστικότητα στον κάδο. Κάνω ένα βήμα πίσω, μα δυο μπροστά.
Ήμουν δειλός, κορίτσι μου. Άλλωστε, κι εσύ ένα σωρό ψέματα μού είπες, κοιτώντας με μάλιστα βαθιά στα μάτια. Και σε ρωτώ: Ποιος από τους δυο μας ήταν ο λιγότερο ψεύτης; Εάν δεν έφευγα, ίσως η απάντηση θα ήταν μπροστά μου. Ήμουν δειλός, κορίτσι μου…

.
Η παράσταση «Το Παγκάκι», έργο του Ρώσου συγγραφέα Αλεξάντερ Γκέλμαν, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Κιμούλη στο Θέατρο Αμαλία, αποτελεί τη σιωπηρή κραυγή ενός άνδρα χαμένου μέσα στο Εγώ του για αγάπη, κατανόηση κι αποδοχή. Ο Θίοντορ ή Αλεξέι ή απλά ο Κανένας είναι ο άνθρωπος των δύο κόσμων, καθώς παραπατά ανάμεσα σε ένα σπίτι και σε ένα παγκάκι. Δεν έχει ιδέα ούτε ποιος είναι, ούτε τι πραγματικά θέλει. Κι εμφανίζεται ως συνοδοιπόρος του, η Βέρα, έστω και για μία ώρα. Οι δύο αυτοί άνθρωποι συνεργάζονται στο ψέμα, κυνηγώντας την αλήθεια τους. Η σχέση τους είναι φαινομενικά ανταγωνιστική. Στην πραγματικότητα, συνεργάζονται με στόχο να αναγνωρίσουν και να επικοινωνήσουν ο ένας στον άλλον τα σκοτάδια τους, τις φοβίες τους, τις σκέψεις τους, κάνοντας αναδρομή στο χθες και αναφορά στο τώρα τους. Αγνοούν το μέλλον, δεν το λαμβάνουν καθόλου υπ΄όψιν. Το τώρα φαίνεται να διαθέτει μιαν ιδιαίτερη σημασία. Το παγκάκι λοιπόν μετατρέπεται σε σημείο συνάντησης δύο τραυματισμένων και θλιμμένων προσώπων, που ωστόσο βρίσκουν σημεία επαφής κι επικοινωνίας, ακόμη κι αν δεν ξαναβρεθούν ποτέ πια.
Μουσικοθεατρική Πρόταση:
“Περί – πτώσης ο λόγος”. Γιάννης Μαστρογεωργίου.
.
-k-
ΑΜΑΛΙΑ
«ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ» του Αλεξάντερ Γκέλμαν.
ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ


Δύο άγνωστοι συναντιούνται σε ένα πάρκο και κάθονται στο ίδιο παγκάκι. Είναι όμως πραγματικά άγνωστοι; Μπορεί κάποτε να ήσαν κάτι άλλο; Είναι τυχαία αυτή η συνάντηση ή όχι; Μήπως έχουν επινοήσει μία ζωή που δεν μπόρεσαν ποτέ να ζήσουν; Πρόκειται για μια κωμικοτραγική ιστορία δύο μοναχικών και απελπισμένων ανθρώπων, που θα μπορούσε να συμβεί παντού, σε κάθε χώρα, σε κάθε πόλη.
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιμούλης.
Ερμηνεύουν: Γιώργος Κιμούλης και Φωτεινή Μπαξεβάνη.
Ήμερες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη – Κυριακή στις 21.00 (έως 03/11)
.
-k-
Δείτε και αυτά:
Από τη ματιά της Ψυχοθεραπεύτριας Νέλης Βυζαντιάδου.

. .
.
Δείτε & αυτά:
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 15/5/2019 έως 14/05/2020 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 10α -επετειακά- Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2020.
& αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
–Τι παίζουν οι κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
.
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία, κλικ εδώ.
Ακολουθήστε μας στα social media
Φωτογραφικό υλικό