Άρθρο του κ. Σταμάτη Γαργαλιάνου
Η Επιστήμη της Σημειολογίας βοηθά ώστε να αναλυθούν πολλά φαινόμενα της ζωής μας, όπως οι π.χ. ανθρώπινες συμπεριφορές, η Πολιτική, ο Αθλητισμός, η Μόδα, η Θρησκεία, καθώς και θεατρικές παραστάσεις. ΄Ολες οι παραστάσεις, από την πιο “μικρή” και ασήμαντη έως την πιο “μεγάλη”, περιέχουν σημεία, πρωτεύοντα και δευτερεύοντα. Παραδείγματα σημείων είναι ένα χρώμα, ένα κοστούμι, ένα αξεσουάρ, μια κίνηση, ένα μουσικό κομμάτι, όλο το σκηνικό κλπ.
Αυτά χρησιμοποιούνται από τους καλλιτέχνες, και εκ των υστέρων από τους θεατές και τους κριτικούς, προκειμένου να αναλύουν τα δεδομένα που έχουν μπροστά τους. Οι πολλαπλές αναλύσεις μιας παράστασης -λένε ότι κάθε θεατής δίνει και μια δική του ερμηνεία σε ό,τι βλέπει- είναι αυτές που προσδίδουν μια όμορφη διάσταση στην Τέχνη του Θεάτρου. Βεβαίως υπάρχουν παραστάσεις που οι δημιουργοί τους δεν επιθυμούν -ή δεν μπορούν- να λειτουργήσουν ως “πομποί σημείων”, έτσι παραδίδουν σκηνικά δημιουργήματα που δεν χρειάζονται ειδική σημειολογική ανάλυση -όπως π.χ. οι λεγόμενες “αστικές κωμωδίες”, που έχουν σαν στόχο να κάνουν το κοινό απλά να γελάσει. Σε ένα άλλο επίπεδο, οι παραστάσεις με σημεία -άρα μηνύματα- δημιουργούνται με βάση τα πάμπολλα θεατρικά σημεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, ίσως με στόχο να προκαλέσουν έντονες συζητήσεις -ίσως και διαμάχες- για την ύπαρξη, λειτουργία και σημασία όσων χρησιμοποιούν επί σκηνής.

Πρωτεύοντα θεατρικά σημεία
Α. Το Κείμενο
΄Ολα βασίζονται στο κείμενο, “εν αρχή ην ο λόγος”, έλεγαν οι αρχαίοι ΄Ελληνες. ΄Ομως κανείς δεν απάντησε στο αν υπάρχει θέατρο χωρίς λόγια, π.χ. η περίπτωση της Παντομίμας. Μήπως οι αρχαίοι πρόγονοι έπαιζαν θέατρο μόνο όταν μιλούσαν; Δηλαδή είχαμε μόνο εκφορά του λόγου και καθόλου κίνηση -ειδικά όταν οι ηθοποιοί δεν εξέφεραν το λόγο ;. Σήμερα -εδώ και αρκετές δεκαετίες- το μοντέρνο θέατρο περιλαμβάνει περισσότερη κίνηση χωρίς λόγια, ενώ δεν βασίζεται τόσο στο κείμενο, αλλά στα όσα πράττουν οι ηθοποιοί επί σκηνής.
Τεράστιες και πολλές, παγκοσμίως, οι ως τώρα διαμάχες συγγραφέων και σκηνοθετών που δεν συμφώνησαν μεταξύ τους και έφτασαν στο σημείο να μην ανεβάσουν μια παράσταση επειδή διεφώνησαν για τα νοήματα του Χ έργου. Αυτό έχει συμβεί ουκ ολίγες φορές ως τώρα. Ταυτόχρονα υπάρχει μια άλλη θεωρία -πολύ κοντά στην Σημειολογία- που λέει ότι κάθε θεατρικό κείμενο έχει “τρύπες” -ελλιπή νοήματα- άρα καλείται ο σκηνοθέτης να τις “γεμίσει” -με τις δικές του σκηνικές τοποθετήσεις και απόψεις, φυσικά. Πιο “μακριά” ακόμη, υπάρχει και η άλλη θεωρία που λέει ότι ο σκηνοθέτης είναι ένας δεύτερος “συγγραφέας”, που με τη δουλειά του “εγγράφει” ή παραδίδει στο κοινό ένα άλλο “κείμενο”, πάνω στο πρώτο, και που ίσως να είναι πιο ισχυρό από εκείνο του συγγραφέα.

Β. Η Σκηνοθεσία
Η Σκηνοθεσία στο Θέατρο ουσιαστικά «χρησιμοποιεί» τα θεατρικά σημεία και δεν τα αναλύει επί σκηνής -αυτό είναι δουλειά των κριτικών. Όμως μια σκηνοθεσία μπορεί από μόνη της να αποτελεί ένα μεγαλύτερο θεατρικό σημείο, τέτοιο που να απαιτεί ειδική σημειολογική προσέγγιση. Από μια άλλη πλευρά, ορισμένα τεμάχια μιας σκηνοθεσίας μπορούν να αποτελούν ειδικά θεατρικά σημεία.
Τέτοια δυνατόν να είναι όλα όσα υπάρχουν επί σκηνής -υποκριτική, σκηνικό, φωτισμοί κλπ.- αλλά και συγκεκριμένες σκηνές μιας παράστασης. Εδώ εμπίπτουν οι θεωρίες που σχετίζονται με την “άποψη” και το στυλ του σκηνοθέτη, οι οποίες μιλούν για μια ιδιαιτερότητα κάθε τέτοιου καλλιτέχνη, που χρωματίζει αλλά και στιγματίζει κάθε κείμενο με έναν δικό του τρόπο, τελείως ξεχωριστό από τους άλλους συναδέλφους του.
Υποσημείο της Σκηνοθεσίας είναι ο Ρυθμός. Αυτός αφορά τέσσερα επίπεδα :
α. την εκφορά του λόγου (πόσο γρήγορα ή αργά μιλούν)
β. τις κινήσεις ηθοποιών (αν κινούνται αργά ή γρήγορα)
γ. την χρήση μουσικής (αργή μουσική ή γρήγορη)
δ. την γενικότερη ταχύτητα της παράστασης
Ενας θεατής ή κριτικός επηρεάζεται ή και κρίνει μια παράσταση με βάση και αυτό το σημείο. Υπάρχουν παραστάσεις που είναι εξαιρετικά αργές και άλλες που είναι πολύ γρήγορες, έστω και αν η ταχύτητα είναι μια έννοια σχετική για κάθε θεατή ή πολίτη, στο θέατρο και τη ζωή.
Στην κατηγορία σημείων “ρυθμός” ανήκει και το σκεπτικό της έννοιάς του ως βασικό στοιχείο νοηματοδότησης του κειμένου. Σαν παράδειγμα εδώ θα δώσουμε την περίπτωση δυο κλασικών και γνωστών έργων, την “Λυσιστράτη” του Αριστοφάνη και την “Αντιγόνη” του Σοφοκλή. Αν η πρώτη παιχτεί πολύ αργά, ίσως ένας -όχι έμπειρος- θεατής να νομίσει πως βλέπει μια τραγωδία. Αν η δεύτερη παιχτεί πολύ γρήγορα, ίσως ο ίδιος θεατής να νομίσει ότι βλέπει μια κωμωδία.
.
·
Ο Σταμάτης Γαργαλιάνος είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών της Παιδαγωγικής Σχολής Φλώρινας, Π.Δ.Μ.
Φωτογραφικό υλικό