Από τον «ΠΑΛΜΟ ΤΩΝ ΦΟΥΑΓΙΕ» της Π. Στασινοπούλου
Αφορμή για το παρόν άρθρο υπήρξε αντίστοιχο του αγαπητού συνεργάτη της «Κ» και ηθοποιού Κωνσταντίνου Λεβαντή με τίτλο «Το προσκλητήριο μου έπεσε απ’ τα χέρια» (όλο το άρθρο εδώ). Για του οποίου τα γραφόμενα έχω εκφράσει δημόσια σε κολακευτικό σχόλιο τον θαυμασμό μου, κυρίως για το ήθος που αποπνέουν, προφανώς ως «συστατικό» του καλλιτέχνη και ανθρώπου. Διαβάζοντας στο τελευταίο άρθρο την άποψή του περί προσκλήσεων από την πλευρά βεβαίως του ηθοποιού, ένιωσα αυθόρμητα την ανάγκη να αντιπαραβάλω τη θέση του θεατή, καθώς ανήκω στην κατηγορία των «τζαμπατζήδων»- αν και όχι μόνο με την ιδιότητα του απλού θεατή, αλλά και του θεατρικού συντάκτη.
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν συμφωνώ σε πλείστα αυτονόητα και φυσικά όσον αφορά στην κατάχρηση των χορηγούμενων προσκλήσεων. Υποθέτω βέβαια ότι όσοι εξ ημών κάνουμε χρήση του «προνομίου» προκειμένου να καλύπτουμε παραστάσεις, εξαιρούμαστε από το σκεπτικό του άρθρου για ευνόητους οικονομικούς λόγους. Δεδομένου ότι η «Κ»- ανήκουσα στις εξαιρέσεις των sites – δεν περιορίζεται σε ολιγόλογα ξερά σχόλια ούτε αναμασά δελτία τύπου, αλλά εκθέτει αναλυτική θεατρική γνώμη για την πλειονότητα των παραστάσεων, και μάλιστα εντελώς «αδέσμευτα»- ενίοτε με ποικίλο κόστος, κάτι που ως εξαιρετικά σπάνιο αξίζει να τονιστεί.
Ωστόσο, θα ήθελα να σταθώ σε κάποια σημεία με τον τρόπο που θίγονται από τον συντάκτη, παίρνοντάς τα απλά ως αφορμή, καθώς ακούγονται κατά κόρον από τους ανθρώπους του χώρου. Ξεκινώντας από κάποια παραδείγματα που αναφέρονται, συγκρίνοντας τον ηθοποιό- εργαζόμενο με τους υπόλοιπους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, Όπου προκειμένου να αναδειχθεί η ανασφάλεια στο επάγγελμα των ηθοποιών, εκλαμβάνεται ως δεδομένη η… ασφάλεια των ιδιωτικών υπαλλήλων. Ότι δηλαδή έχουν σταθερή δουλειά, με σταθερό (έστω και μικρό) μισθό που τους επιτρέπει στοιχειώδη προγραμματισμό. σε αντίθεση με τους ηθοποιούς που αναζητούν δυο και τρεις φορές δουλειά μέσα στο χρόνο και συνήθως δεν αμείβονται με μισθό αλλά με ποσοστά επί των (όποιων) εισπράξεων.
Φίλτατοί μου ηθοποιοί, φαντάζομαι ότι άπαντες ζούμε στην ίδια χώρα, ήτοι στην Ελλάδα του 2018, όπου η λέξη «σταθερότης» συνάδει αποκλειστικά και μόνο με την κατηγορία των δημοσίων υπαλλήλων – τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που μιλάμε, για αύριο ουδείς γνωρίζει. Πέραν αυτών… τα πάντα ρει! Που σημαίνει ότι αν κάποιος προσληφθεί πχ Σεπτέμβρη σε μια δουλειά παντελώς άσχετη με τις γνώσεις, τα προσόντα, το μεράκι του… με ψωραλέο μισθό πείνας, συχνά έχοντας υπογράψει άλλα αντί άλλων… με απλήρωτες υπερωρίες, αγγαρείες και πάσης φύσης εκμετάλλευση… συχνά χωρίς ασφάλιση και με ανύπαρκτα εργασιακά δικαιώματα… ΔΕΝ σημαίνει- παρόλα αυτά, ότι θα συνεχίσει να έχει «σταθερά» αυτή την έστω άθλια δουλειά και τον Δεκέμβρη ή μέχρι το Πάσχα! Οπότε ΚΑΙ ο μη ηθοποιός, είναι αναγκασμένος να ψάχνει δουλειά δυο και τρεις φορές το χρόνο- κάτι που στα «μνημονιακά έτη» συμβαίνει σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από όσο νομίζουμε.
Όσον αφορά στα περί ποσοστών και όχι σταθερής αμοιβής του ηθοποιού, είναι βεβαίως γνωστό ότι ισχύει ευρύτατα στον ιδιωτικό τομέα, όπου 9 στις 10 αγγελίες ζητούν πωλητές πάσης φύσης που θα αμειφθούν με ποσοστά επί των πωλήσεων, ασχέτως αν δουλεύουν άπειρες ώρες για να πετύχουν μία ρημάδα και να κερδίσουν ένα ευτελές ποσό. Όσο για το απλήρωτο διάστημα της εκπαίδευσης ενός υπαλλήλου που κρατά λίγες μέρες, ενώ οι απλήρωτες πρόβες του ηθοποιού ένα δίμηνο, ας μη ξεχνάμε ότι οι πρώτοι συχνότατα τελειώνουν την… εργασιακή τους καριέρα εκεί! Ήτοι χρησιμοποιούνται ως αναλώσιμο και ανέξοδο εργατικό δυναμικό για ένα δεκαήμερο (τάχα μου δοκιμαστικό), μετά σουτάρισμα, μετά άλλος, και κάπως έτσι το αφεντικό σε συνθήκες απελπιστικής ανεργίας, βγάζει τη δουλειά στο τζάμπα. Ενώ ο ηθοποιός τουλάχιστον μετά το δίμηνο των προβών, θα δουλέψει και θα πληρωθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να πληρώνεται για το διάστημα των προβών.
Και έρχομαι στο κυρίως θέμα των προσκλήσεων που πολύ εύστοχα παραλληλίζεται από τον συντάκτη με την πολιτική ενός εμπόρου. Ο οποίος εν ολίγοις θα ήταν (τουλάχιστον) ανόητος να μοιράζει σε σταθερή βάση την πραμάτεια του δεξιά κι αριστερά, καταλήγοντας όχι μόνο με άδειο ταμείο, αλλά και με ζημιά όσον αφορά στο κόστος του εμπορεύματος. Είναι λογικό στο ξεκίνημά του μέχρι να «μαθευτεί» από τους πελάτες, αντί άλλης διαφήμισης να επιλέξει δωρεάν προσφορές των προϊόντων του ή με μεγάλες εκπτώσεις ως κράχτη, αλλά βεβαίως μέχρις ενός ορίου, πέρα από το οποίο, απλά «μπαίνει μέσα». Αν συνεχίσει να το κάνει, έχοντας ήδη ξεπεράσει το κρίσιμο όριο και μετρώντας πλέον ζημιά αντί χαμένου κέρδους, σημαίνει ένα και μόνο πράγμα- εφόσον έχει… σώας τας φρένας: ότι το εμπόρευμα για τον α ή β λόγο και ασχέτως ποιότητας, ΔΕΝ πουλιέται ούτε καν στο κόστος, οπότε για να μη του μείνει στο ράφι και το τρώει ο σκώρος πιάνοντας άδικα τόπο, επιλέγει να το δώσει τζάμπα, πετυχαίνοντας με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: αφενός δίνει την εικόνα του «ανοιχτοχέρη»- φυσικά με πόνο ψυχής και τσέπης- και αφετέρου αδειάζει τη γωνιά για να δοκιμάσει την τύχη του με άλλο προϊόν, ίσως πιο ευπώλητο… Τόσο απλά και αυτονόητα στο εμπορικό ρίσκο!
Εννοείται ότι η αντιστοιχία των ανωτέρω με τις προσκλήσεις των παραστάσεων είναι προφανής. Θα ήταν αφελής κάποιος να πιστέψει ότι μια παράσταση που είτε λόγω ποιότητας, είτε λόγω προβολής, είτε λόγω ονομάτων-κραχτών, «πουλάει» ανεμπόδιστα, θα κατέφευγε στην πολιτική των αλόγιστων προσκλήσεων. Εφόσον έχει τη δυναμική και το ρεύμα να κόβει εισιτήρια, είναι λογικότατο ως εμπορική επιχείρηση να προσφέρει προσκλήσεις με μεγάλη φειδώ και μόνο στο ξεκίνημα για την απαιτούμενη προβολή. Που σημαίνει ότι όταν αυτές προσφέρονται σωρηδόν και μέχρι τέλους… κάτι δεν πάει καλά, βλέπε «απούλητο εμπόρευμα στο ράφι», ενίοτε ανεξαρτήτως ποιότητας, το επαναλαμβάνω. Οπότε τί να κάνει ο παραγωγός; Να σέρνει την απούλητη παράσταση ενώπιον άδειων καθισμάτων; Προτιμά να την προσφέρει δωρεάν, ώστε τουλάχιστον να απευθυνθεί σε ζωντανούς αποδέκτες αντί άψυχων επίπλων και ταυτόχρονα ξεμπερδεύει συνοπτικά με την αποτυχία, βάζοντας πλώρη γι αλλού με περισσότερες ελπίδες. Κοινώς… κοινή λογική!
Φυσικά, κάθε νοήμων άνθρωπος κατανοεί και συμμερίζεται την πλευρά των ηθοποιών που βιώνουν σκληρό οικονομικό «καημό», ωστόσο όχι διαφορετικό από τον καθημερινό δικό του, υπεύθυνο για την μετάλλαξή του από αξιοπρεπή σε ζήτουλα, και μακάρι η ζητιανιά να αφορούσε μόνο στις προσκλήσεις για το θέατρο… Όντως οι τιμές των εισιτηρίων είναι πολύ χαμηλές για τη συγκεκριμένη τέχνη και τους λειτουργούς της, όμως με μισθό πείνας που δεν καλύπτει τα απαραίτητα, με καταχρεωμένα νοικοκυριά, με άδεια μαγαζιά- αν δεν έβαλαν λουκέτο, το θέατρο για κάποιον που το λαχταρά είναι άπιαστο όνειρο, προκλητική πολυτέλεια που δεν τολμά καν να διανοηθεί, κι αν δεν υπήρχαν προσκλήσεις, ούτε απέξω μπορούσε να περάσει. ΟΧΙ, δεν είναι η γυφτιά του ματζίρη που κυνηγά το τζάμπα «από άποψη», είναι- στη μεγάλη πλειοψηφία – η ανάγκη του στερημένου θεατή να απολαύσει αυτό που αγαπά και δεν έχει τα «μέσα»… που ακόμα και τα 5 ή 10 ευρώ θα λείψουν από το πενιχρό μηνιάτικο, μετρημένο μέχρι το τελευταίο πολύτιμο ευρώ.
Φίλτατοι ηθοποιοί, είναι σίγουρο ότι για την όποια άστοχη πολιτική των προσκλήσεων, ο τελευταίος που φέρει μερίδιο ευθύνης είναι ο θεατρόφιλος, επειδή απλά σε καιρούς ανέχειας επωφελείται ενός δώρου που έτσι κι αλλιώς αδυνατεί να πληρώσει, παρά τη λαχτάρα του. Το οποίο βέβαια δεν θα του προσφερόταν αν δεν υπήρχε «λόγος» και σε αυτόν αναζητείστε τις αιτίες, διότι η άλλη επιλογή είναι «παράσταση ενώπιον άδειων καθισμάτων». Θα το προτιμούσατε άραγε;;;
Φωτογραφικό υλικό