Υπέροχα στημένη παράσταση – ποταμός «ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ». Είδαμε & σχολιάζουμε…
Σίγουρα ελάχιστοι αγνοούν ένα από τα πιο διαβασμένα και υμνημένα μυθιστορήματα της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, κι αν δεν το απόλαυσαν ως αναγνώστες, πιθανότατα το έκαναν ως θεατές, καθώς το συγκεκριμένο διασκευάστηκε τόσο για την τηλεόραση, όσο και για το θέατρο πριν επτά χρόνια δια χειρός Σ. Φασουλή- Θ. Νιάρχου με τεράστια επιτυχία. Ήταν η σειρά του ΚΘΒΕ να επιχειρήσει ένα νέο ανέβασμα του χαρισματικού έργου του Κώστα Ταχτσή «Το τρίτο στεφάνι» πάνω στην προϋπάρχουσα διασκευή, σε σκηνοθεσία του για πρώτη φορά συνεργαζόμενου με το Κρατικό, Θανάση Παπαγεωργίου και με την επίσης για πρώτη φορά προσκεκλημένη Ελισάβετ Κωσταντινίδου στον ρόλο της Εκάβης, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών. Στο κατάμεστο θέατρο, όπου για 3,5 ώρες παρήλασαν επί σκηνής όλα τα πάθη δύο εμβληματικών γυναικείων μορφών με φόντο το πανόραμα μιας Ελλάδας που σημαδεύτηκε τον 20ο αιώνα…
Πασίγνωστο το έργο, με κεντρικές ηρωίδες την Εκάβη και την Νίνα, που θα σμίξουν απρόσμενα και μέσα από τις αφηγήσεις τους θα ανακαλύψουν μια κοινή μοίρα να τις ακολουθεί, μέχρι να σφραγίσει μέχρι τέλους τις ζωές τους. Ζωές πληθωρικές, ταραγμένες, γεμάτες δράματα και αντιφάσεις, διατρέχοντας όλες τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές της χώρας από την αρχή του 20ου αιώνα, όπου οι Βαλκανικοί πόλεμοι, η Μικρασιατική καταστροφή, η δικτατορία Μεταξά, ο πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος, πλαισιώνουν ως αναπόδραστες συνθήκες τον καθημερινό αγώνα των ηρώων. Δυο γυναίκες ως ισχυρά κι αναγνωρίσιμα πρότυπα της εποχής τους, κυρίως μέσα από τους καθοριστικούς ρόλους της συζύγου και μάνας- η Νίνα με τρεις γάμους, η Εκάβη με τέσσερα παιδιά- θα ανοίξουν διάπλατα τις καρδιές τους για να μοιραστούν βάσανα και καημούς, ελπίδες κι αγωνίες, κρυμμένες σκέψεις και μυστικά, ενώ στον περίγυρο οι δικοί τους άνθρωποι παλεύουν να κρατηθούν σε μια μόνιμα σπαρασσόμενη Ελλάδα ή βιώνουν ακραία πάθη, συχνά σε ένα λούμπεν περιθώριο…Η πληθωρική Εκάβη, πολλαπλά τραυματισμένη, όταν κλείσει τα μάτια στα χέρια της Νίνας κι αφού «φροντίσει» για το τρίτο στεφάνι της, θα ψιθυρίσει «Νίνα, δεν υπάρχει Θεός…»
Το έργο του Κώστα Ταχτσή που αγαπήθηκε όσο λίγα και η «δοκιμασμένη» θεατρική διασκευή των Σ. Φασουλή- Θ. Νιάρχου, αποτέλεσαν ιδανικό καμβά για να στηθεί μια υπέροχη (+) παράσταση:
– Προφανώς η καταξίωση ενός έργου και η πλατιά αποδοχή του καθιστώντας το κλασικό, μόνο τυχαίες δεν είναι. Καθώς το συγκεκριμένο με τις σπουδαίες αρετές, σηματοδοτεί μια ευτυχισμένη δημιουργική στιγμή του συγγραφέα, στηριγμένο σε πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Όπου η συναρπαστική πλοκή, οι ολοκληρωμένοι, παθιασμένοι χαρακτήρες, το περίσσιο συναίσθημα σε όλες τις εκδοχές του- από την τραγικότητα μέχρι το χιούμορ, οι απρόβλεπτες και συνάμα ρεαλιστικές αντιφάσεις, το ακριβέστατο ψυχογράφημα της γυναικείας φύσης, συνθέτουν ένα συμπαγές, γοητευτικό αφήγημα που αιχμαλωτίζει, παράλληλα με το απολαυστικό του γλωσσικό ιδίωμα ως μείξη δημοτικής και καθαρεύουσας. Ωστόσο η κυρίως γοητεία και δύναμη εκτείνεται πέραν της ηθογραφίας μιας εποχής και των στερεοτύπων που τη σημάδεψαν και εντοπίζεται στον αριστοτεχνικά δομημένο ψυχισμό γυναικών σαν την Εκάβη, με μια αυθεντικότητα αφοπλιστική. Μια γυναίκα- χείμαρρος που με τρόπο θαρρείς καρμικό, έλκει και τρέφεται από το δράμα, έχοντας ταυτόχρονα το κουράγιο να το «διακωμωδεί» και η στάση ζωής παραπέμπει σε ένα γενικευμένο/ αντιπροσωπευτικό ψυχογράφημα της φυλής. Όπου συνυπάρχουν σε αέναους κύκλους οι μεγάλες στιγμές της ανθρωπιάς και η δύναμη επιβίωσης συχνά με όπλο το χιούμορ, δίπλα στη μικροψυχία, τη μιζέρια, τα πάθη και λάθη… αποτυπωμένα όλα ανάγλυφα στον ταραχώδη ιστορικό περίγυρο.
– Πάνω στον εξαιρετικής ποιότητας, καλοστρωμένο καμβά, ήρθε η σκηνοθεσία του Θανάση Παπαγεωργίου και… ζωγράφισε! Με χρώματα, εικόνες, μουσικές και αρώματα μιας εποχής αλλοτινής και βαθιά οικείας…μιας Ελλάδας με γλυκόπικρη γεύση σαν τις ζωές των ανθρώπων της, που εδώ η πίκρα περίσσεψε, αλλά κράτησε όρθιους τους προικισμένους με «ταλέντο ζωής» σαν τις δύο ηρωίδες. Ένα έργο πολυπρόσωπο, με δαιδαλώδη πλοκή απλωμένη σε χρονική έκταση σχεδόν ενός αιώνα, με καταιγιστικές πολιτικές/ ιστορικές εξελίξεις στον ορίζοντα, φαντάζει σίγουρα ως τεράστια σκηνοθετική πρόκληση και εδώ η μαεστρία, εμπειρία και γνώση του Θ. Παπαγεωργίου, έκαναν το θαύμα τους! Καθώς αντιμετώπισε όλες τις προκλήσεις με τρόπο ευφυή και ευρηματικό, προσφέροντας ένα υπέροχο αισθητικά και λειτουργικά αποτέλεσμα.
Όλη η εκτεταμένη πλοκή, λαμβάνει χώρα κατά βάση γύρω από τον «κεντρικό πυρήνα» της αφήγησης σε μια αστική σαλοτραπεζαρία, πλαισιωμένη από πατάρι- ταράτσα ως δεύτερο επίπεδο δράσης και πλαϊνά περιστρεφόμενα σκηνικά, όπου εκτυλίσσονται επιμέρους σκηνές είτε της αφήγησης ως φλας μπακ, είτε της εξέλιξης στον παρόντα χρόνο. Μια σοφή και άκρως λειτουργική διαχείριση των χρονικών και τοπικών αποστάσεων, με τις βασικές ηρωίδες επιπλέον ερμηνευμένες από δύο πρόσωπα- το νεανικό και το ώριμο. Ενώ η αξιοποίηση όλου του πλάτους και ύψους της σκηνής με παράλληλα στιγμιότυπα σε διαφορετικά επίπεδα, έδωσε απίστευτο όγκο στο αφήγημα και θέαμα εντυπωσιακό, χωρίς καμία υπερβολή, υιοθετώντας αντίθετα ως στίγμα μια εμπνευσμένη λιτότητα και σκηνική οικονομία. Όπου με μικρές εύστοχες λεπτομέρειες αποδόθηκε ευφάνταστα η σημειολογία κάθε σκηνής, σε ένα «υπερμεγέθες» σύνολο άψογα συντονισμένο, με θαυμάσια ροή και ζωντάνια στις ακατάπαυστες εναλλαγές, με ανάδειξη των καθοριστικών χαρακτήρων και του συναισθήματος, μέσα σε μια εξαιρετική, πειστικότατη ατμόσφαιρα εποχής, από τις ωραιότερες που έχουμε δει…
– Στον τομέα της υποκριτικής, οφείλουμε να αποδώσουμε καταρχάς μεγάλα εύσημα στην Ελισάβετ Κωσταντινίδου, σε ένα ρόλο ιδιαίτερο που θαρρείς γράφηκε «πάνω της». Και τον υπηρέτησε υποδειγματικά, με απαράμιλλη φυσικότητα σε όλες τις λεπτές αποχρώσεις και εύθραυστες ισορροπίες του, αποκαλύπτοντας μια μεγάλη γκάμα ταλέντου, ισχυρού τόσο στην κωμωδία με πηγαίο γέλιο, όσο και στο δράμα με αυθεντική συγκίνηση. Η χειμαρρώδης, αεικίνητη, δαιμόνια Εκάβη «της», δουλεμένη σε κάθε λεπτομέρεια του λόγου και της κίνησης, πλήρως αναγνωρίσιμη ως πρότυπο, έφερε αυτούσιο το στίγμα της ηρωίδας με το έντονο ταμπεραμέντο και πολυσύνθετο ψυχισμό, σε μια καθ’ όλα σπουδαία ερμηνεία. Πολύ καλές οι συμπρωταγωνίστριες Θάλεια Σκαρλάτου και Μαρία Χατζηιωαννίδου ως νεανική και ώριμη Νίνα, που στάθηκαν επάξια στο ύψος του ρόλου, με πειστικότητα, ακρίβεια, συναίσθημα, ένταση, και περίπου τα ίδια θα λέγαμε και για τους δευτεραγωνιστές, εντοπίζοντας απλά σε λίγους στοιχεία υπερβολής. Ωστόσο σε ένα θίασο περίπου 30 ατόμων, δεν θα μπορούσαν βέβαια να είναι όλοι ισοδύναμοι, με συνέπεια κάποιοι περιφερειακοί ρόλοι να υστερούν υποκριτικά, ερμηνευμένοι από άτεχνους ή αδούλευτους ηθοποιούς. Όμως σε μια δουλειά συνόλου, οι εν λόγω αδυναμίες καλύφθηκαν από αλλού, τονίζοντας παράλληλα το πολύ επιτυχημένο κάστινγκ φυσιογνωμικά.
– Σε τεχνικό επίπεδο, το ευφυές, εμπνευσμένο σκηνικό των μεγάλων δυνατοτήτων, είναι γεγονός ότι έκλεψε τις εντυπώσεις! Αποτελούμενο από σταθερά και πολλά κινητά- συρόμενα ή περιστρεφόμενα μέρη με ευχέρεια πολλαπλών αλλαγών και ενδεικτικές λεπτομέρειες στον απλό διάκοσμο, έδωσε αριστοτεχνικά όλη την έκταση της πλοκής σε βάθος χρόνου, ενώ οι τρισδιάστατες προβολές στο φόντο δημιούργησαν υπέροχη ατμόσφαιρα εποχής και μια σχεδόν ρεαλιστική… εικονική πραγματικότητα. Τα καλύτερα επίσης θα πούμε για τα πάμπολλα. επιμελώς φροντισμένα κοστούμια, τους λειτουργικούς φωτισμούς με σημαντικότατη συμβολή στη σκηνοθεσία, τις εύστοχες μουσικές επιλογές με κομμάτια εποχής αλλά και την πρωτότυπη εμπνευσμένη μουσική της παράστασης, που συνδύασε ιδανικά λαϊκότροπο και σύγχρονο άκουσμα.
Η βασική μας ένσταση (–) είναι μία και αφορά στη διάρκεια- μαμούθ των 3,5 ωρών, (κοντά 4 με το διάλειμμα), όχι τόσο με την τυπική έννοια της κούρασης, καθώς οι συνεχείς εναλλαγές την μετρίαζαν, όσο για το γεγονός ότι το μεγάλο άπλωμα μιας παράστασης- όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι, από κάποιο σημείο μοιραία αποδυναμώνει την ένταση και την πυκνότητά της. Αντιλαμβανόμαστε ότι το κόψιμο «πονάει» όταν έχεις άφθονο ζωτικό υλικό, ωστόσο όταν πρόκειται για σκηνική δράση και όχι ανάγνωσμα, αυτή η… γενναιότητα είναι απαραίτητη, για χάρη μιας σφιχτής δομής που δεν θα αφήσει στιγμή την προσοχή του θεατή να εκπέσει λόγω αναπόφευκτης κούρασης. Κι εδώ θεωρούμε ότι κάποιες σκηνές (π.χ. της δίκης) πλατείασαν και μπορούσαν να συμπτυχθούν, ενώ άλλες, είτε επαναλήφθηκαν λίγο- πολύ, είτε δεν προσέφεραν κάτι ιδιαίτερα ουσιώδες και μπορούσαν να παραληφθούν χωρίς να επηρεαστεί το σύνολο, περιορίζοντας «ευεργετικά» τη διάρκεια.
Κλείνοντας (=) θα πούμε ωστόσο, ότι η μαραθώνια παρακολούθηση δεν στάθηκε ικανή να στερήσει τη θεατρική απόλαυση από ένα αυθεντικής δύναμης έργο, δοσμένο με εμπνευσμένη σκηνοθεσία και ατμόσφαιρα και μια υπέροχη ερμηνεία!
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
7,5 ΣΤΑ 10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ
—————–
#Κουλτουρόσουπα #kulturosupa #Θεατρομανία #ΕίδαμεΚαιΣχολιάζουμε #ΠίτσαΣτασινοπούλου #ΚΘΒΕ #ΜονήΛαζαριστών #ΤοΤρίτοΣτεφάνι #ΚώσταςΤαχτσής #ΘανάσηςΠαπαγεωργίου #ΕλισάβετΚωσταντινίδου
Φωτογραφικό υλικό