Είδε η Facebook
και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Στην Αθήνα του 405 πΧ, σε μια περίοδο οικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής παρακμής, ο Αριστοφάνης διδάσκει την κωμωδία «Βάτραχοι» και κερδίζει στα Λήναια το πρώτο βραβείο. Κεντρική ιδέα του έργου αποτελεί η προσπάθεια σωτηρίας της πόλης, όχι από τους πολιτικούς ή τους στρατιωτικούς, αλλά από τους ποιητές, που κατά τον Αριστοφάνη είναι αυτοί που μπορούν να διδάξουν ήθος και αρετή στους ανθρώπους. Σε μια αντίστοιχης κακοδαιμονίας εποχή, στο παρόν της πολιτικής και ηθικής κρίσης αλλά και της αμφισβήτησης της ίδιας της ουσίας της τέχνης, η Έφη Μπίρμπα σκηνοθετεί τα «Βατράχια», μια διασκευή της αριστοφανικής κωμωδίας, με πρωταγωνιστή τον Άρη Σερβετάλη, την οποία παρακολουθήσαμε στο θέατρο δάσους.
Στο έργο, ο Διόνυσος, θεός του κρασιού, του γλεντιού αλλά και του θεάτρου, προβληματισμένος μετά τον θάνατο των μεγάλων τραγικών ποιητών, αποφασίζει να κατέβει στον Άδη και να φέρει πίσω τον Ευριπίδη για να διδάξει ήθος στους Αθηναίους και να προλάβει την οριστική καταστροφή της τραγικής ποίησης. Ντυμένος σαν Ηρακλής, παίρνει μαζί τον δούλο του Ξανθία και ξεκινούν την κατάβαση. Μέσα από διάφορες κωμικές καταστάσεις φθάνουν στην Αχερουσία λίμνη όπου ο Χάρος μεταφέρει στην βάρκα του τον Διόνυσο με τα τραγούδια των βατράχων να τους συντροφεύουν. Στον Κάτω Κόσμο, που δεν διαφέρει και πολύ από τον κόσμο των ζωντανών, ο Διόνυσος καλείται ως κριτής σε έναν διαγωνισμό ανάμεσα στους δύο κορυφαίους τραγικούς ποιητές, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Πρόκειται για έναν ποιητικό αγώνα, ταυτόχρονα σοβαρό και αστείο, που αφήνει να διαφανούν οι διαφορετικές τεχνοτροπίες των δύο δημιουργών, ο οποίος εξελίσσεται σε μεγαλειώδη καβγά και καταλήγει εντελώς απρόσμενα…
Ο Αριστοφάνης στους Βατράχους χρησιμοποιεί την σάτιρα και το κωμικό στοιχείο για να ασκήσει κριτική στο θέατρο αλλά και σε διάφορα κοινωνικά ζητήματα της εποχής. Ιδίως μέσα από την σκηνή του διαγωνισμού σχολιάζει την τέχνη του λόγου και την θεατρική απόδοση των έργων, την δύναμη της καλλιτεχνικής έκφρασης και κυρίωςτην σύγκρουση ανάμεσα στην παραδοσιακή απόδοση των τραγωδιών και στην προσπάθεια εξέλιξης και εκσυγχρονισμού τους.Αυτή η τελευταία προσέγγιση καθιστά το συγκεκριμένο έργο περισσότερο επίκαιρο από ποτέ, αν λάβουμε υπόψιν τις διαστάσεις που πήραν φέτος οι αντιδράσεις μεγάλης μερίδας των θεατών εναντίον των αντισυμβατικών παραστάσεων που ανέβηκαν στην Επίδαυρο.
Στα θετικά (+) της παράστασης θα αναφέραμε καταρχάς την ευρηματική σκηνοθεσία της Έφης Μπίρμπα, που επέλεξε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση του αριστοφανικού έργου και μεγαλούργησε, τουλάχιστον εικαστικά, επί σκηνής. Το ιδιαίτερο σκηνικό, τα εξαιρετικά κοστούμια, τα έξυπνα σκηνοθετικά ευρήματα όπως το σύρσιμο του Διόνυσου για την κατάβαση στον Άδη,χάρισαν στο κοινό ένα εξαιρετικό θέαμα. Έχοντας στην διάθεση της ένα σύνολο ταλαντούχων ηθοποιών έχτισε μια παράσταση ευφάνταστη, με δομή, ρυθμό και συνοχή, που ισορροπούσε ανάμεσα στην φάρσα, την σωματική κωμωδία και το δράμα, καθώς, πέραν από τις χιουμοριστικές σκηνές, υπήρχαν αρκετές άλλες που απέπνεαν περισσή σοβαρότητα.Η διαφορετικότητα της προσέγγισής της έγκειται στην δική της, προσωπική, φιλοσοφική ανάγνωση του έργου, που έθετε, κατά κύριο λόγο, υπαρξιακά ζητήματα και προβληματισμούς. Μια παράσταση που εστίασε στην ματαιότητα της ζωής και λειτούργησε ως κάλεσμα στους ανθρώπους να ανοίξουν τις καρδιές τους, να απομακρύνουν κάθε αρνητικό και να εστιάσουν στην ουσία των πάντων… την αγάπη. Αρωγός της και η μετάφραση του Κωνσταντίνου Μπλάθρα που προσέγγισε με σεβασμό το αρχαίο κείμενο, επικαιροποιώντας σημεία του, χωρίς περιττές και προκλητικές ακρότητες.
Ως προς τις ερμηνείες, οφείλουμε να πούμε πως κινήθηκαν γενικά σε πολύ καλό επίπεδο. Εξαιρετικό καταρχάςτ ο δίδυμο του Άρη Σερβετάλη και του Μιχάλη Σαράντη, η σκηνική παρουσία των οποίων ήταν απλά απολαυστική. Ο Άρης Σερβετάλης, ανέδειξε το ταλέντο του στην απόδοση ενός εντελώς διαφορετικού Διόνυσου που συνδύαζε το κωμικό με το φιλοσοφικό στοιχείο. Με την χαρακτηριστική πλαστικότητα του σώματος του, το χιούμορ, την έκδηλη εκφραστικότητα και την έντονη θεατρικότητα του κέρδισε το θερμότερο χειροκρότημα του κοινού. Ο Μιχάλης Σαράντης, γεμάτος ενέργεια και ζωντάνια, με πλήρη έλεγχο, τόσο ως προς την κίνηση όσο και στην έκφραση του, με εξαιρετική άνεση και καθαρό λόγο, με μια πηγαία κωμικότητά που προκαλούσε γέλιο ακόμη στις πιο απλές κινήσεις, υπήρξε ιδανικός για τον ρόλο του Ξανθία.
Πολύ καλή εμφάνιση από τον Έκτορα Λιάτσο στους ρόλους του Ηρακλή και του Ευριπίδη, τον Αργύρη Ξάφη στους ρόλους του Αισχύλου και του Αιακού, του Μιχάλη Θεοφάνους στον ρόλο του Χάροντα, αλλά και τονΚυριάκο Σαλή, που απέδωσαν με υποκριτική άνεση και πολύ καλή άρθρωση τους εν λόγω χαρακτήρες. Υπέροχες οι Ηλέκτρα Νικολούζου, Μαίρη Μηνά, Αλεξάνδρα Καζάζου και Νάνσυ Μπούκλη, ως Πλαθάνες (χορός), οι οποίες με περίσσεια χάρη, αρμονία, συγχρονισμό και εξαιρετικά δουλεμένη κίνηση, ομόρφυναν την σκηνή. Ξεχώρισαν ερμηνευτικά οι Ηλέκτρα Νικολούζου και Μαίρη Μηνά στις απαγγελίες αποσπασμάτων από τις τραγωδίες κατά την διάρκεια του ποιητικού διαγωνισμού.
Το σκηνικό της Έφης Μπίρμπα απευθυνόταν τόσο στα μάτια όσο και στην ψυχή του θεατή προς τέρψη τελικά και των δύο. Λιτό φαινομενικά, κατόρθωσε να πλάσει μια ονειρική ατμόσφαιρα, σχεδόν εξωπραγματική.Ευφυής επιλογή το πάτωμα από καθρέπτη που αναπαριστούσε ιδανικά τα νερά της Αχερουσίας λίμνης και καθρέπτιζε τα δρώμενα. Επιβλητικός επίσης ο ογκώδης μπόγος του καροτσιού που μετέφεραν οι ταξιδιώτες, στον οποίο σκαρφάλωναν οι πρωταγωνιστές κατά την διάρκεια του έργου. Ευχάριστη έκπληξη η τεράστια κατακόκκινη καρδιά, που έκρυβε μέσα του, η οποία χάρισε έναν εξπρεσιονιστικό τόνο στο ήδη συμβολικό σκηνικό.
Τα κοστούμια των ηθοποιών, δημιουργίες της σκηνοθέτιδας και της Βασιλείας Ροζάνα, απόλυτα συμβατά με το ύφος της παράστασης, ανέδειξαν τόσο το κωμικό όσο και το ονειρικό στοιχείο της όλης οπτικής, προσφέροντας ένα όμορφο και πολύχρωμο θέαμα. Ξεχώρισαν τα πλούσια (με κρινολίνο στο εσωτερικό) φορέματα των Πλαθάνων, που τους προσέδιδαν μια αέρινη διάσταση, καθώς έδιναν την εντύπωση πως σχεδόν ίπταντο επί της σκηνής.
Οι φωτισμοί του Γιώργου Καρβέλα, σεβάστηκαν τον σκοτεινό χαρακτήρα της παράστασης, καθώς περιορίστηκαν να φωτίζουν περιμετρικά την κυκλική σκηνή. Χωρίς να εστιάζουν στα πρόσωπα, χωρίς να τονίζουν εκφράσεις, αλλά αναδεικνύοντας απλά τις σκιές των χαρακτήρων συνέβαλαν στην δημιουργία μιας μυσταγωγικής ατμόσφαιρας.
Πολύ καλή και η μουσική ένδυση του έργου από τον Constantine Skourlis, με ποικίλους ήχους και σύγχρονη μουσική που συνέβαλε επίσης στην απόδοση ενός γεμάτου αγωνία και ένταση τοπίου. Σημειώνουμε πως τα άσματα των βατράχων στην συγκεκριμένη παράσταση δεν ήταν χαρούμενα αλλά αποδόθηκαν ως ενοχλητικοί ήχοι ανυπόφοροι για τον Διόνυσο.
Αξίζει να αναφερθεί και η εξαιρετική κίνηση των ηθοποιών, την οποία επιμελήθηκε ο Μιχάλης Θεοφάνους.
Ενώ τεχνικά και εικαστικά η παράσταση ξεχώρισε, εντούτοις (-), πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής, τα οποία δεν αναιρούν το συνολικό θετικό αποτέλεσμα: Η συγκεκριμένη διασκευή κινήθηκε σε ένα πλαίσιο αρκετά ξένο προς το ύφος και τον χαρακτήρα του αριστοφανικού λόγου. Διακατέχονταν από μια εσωτερικότητα και μια φιλοσοφική προσέγγιση που ξεπερνούσε την σάτιρα και την καυστική κριτική του Αριστοφάνη και απομάκρυνε τον θεατή από την κεντρική ιδέα του έργου. Επίσης έλειπαν σημαντικές κωμικές σκηνές του πρωτότυπου κειμένου, ενώ προστέθηκαν άλλες όπως τα δύο εκτενή χορικά από τις Βάκχες του Ευριπίδη και τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου που «βάρυναν» την ατμόσφαιρα. Το δε εκτενές εισαγωγικό κομμάτι με τις συνεχείς επαναλήψεις ονομάτων φυτών κλπ, από τους δύο πρωταγωνιστές, θα μπορούσε κάλλιστα να περιοριστεί.
Τέλος, για ακόμη μια φορά, είχαμε την ατυχία να μην μπορούμε να παρακολουθήσουμε ανενόχλητοι την παράσταση, καθώς ήμασταν υποχρεωμένοι να ακούμε ταυτόχρονα την μουσική από την συναυλία της ΔΕΘ. Δεν μπορεί, επιτέλους, να γίνει κάτι με αυτό;
Συμπερασματικά (=), μια διαφορετική διασκευή του γνωστού Αριστοφανικού έργου, με εξαιρετικές ερμηνείες, υπέροχο σκηνικό, κωμικότατες στιγμές και μια ιδιαίτερη μυσταγωγική ατμόσφαιρα που δικαίως καταχειροκροτήθηκε από το κοινό. Μια καινοτόμα παράσταση που έδωσε έναν διαφορετικό προσανατολισμό στο πρωτότυπο κείμενο, εστιάζοντας σε υπαρξιακά ζητήματα και κυρίως στην ανάγκη του ανθρώπου για ένα καλύτερο, ομορφότερο μέλλον, μέσα από τον κόσμο της ποίησης και της τέχνης.
Βαθμολογία:
7/10
Δείτε & αυτά:
.
Φωτογραφικό υλικό