Eίδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Στο θέατρο Δάσους για μόνο παράσταση είδαμε τις Βάκχες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου και κεντρικούς πρωταγωνιστές τον Δημήτρη Λάλο στο ρόλο του Θεού Διόνυσου και τον Γιώργο Χριστοδούλου στον ρόλο του Πενθέα.
.
Και παρά τη ζέστη για άλλη μια φορά το θέατρο ήταν γεμάτο, γεγονός που αποδεικνύει πως το κοινό της πόλης μας αγαπάει την Αρχαία Τραγωδία και πολύ περισσότερο ένα έργο αυτής της θεματικής, δύσκολο στην προσέγγισή και στην κατανόησή του, μιας κι έχει ως πυρήνα του τον Βακχικό Μύθο και τη Διονυσιακή λατρεία.

Στο μύθο εκείνο δηλαδή που σχετίζεται με τη γέννηση του Θεού Διόνυσου ως απότοκο του έρωτα της θνητής Σεμέλης με τον Δία και που από αυτόν τον μύθο εμπνεύστηκε ο Μεγάλος Τραγικός κι έγραψε κοντά στα 407π.Χ στην αυλή του Βασιλιά Αρχέλαου στην Πέλλα τις Βάκχες ( ΒΑΚΧΑΙ). Η Ήρα λοιπόν κατά τον μύθο, μαθαίνοντας πως η Σεμέλη περιμένει το παιδί του Δία με δόλιο τρόπο την προτρέπει να εμφανιστεί ο Δίας μπροστά της ως Θεός και, όταν εκείνος δέχεται ως Κυρίαρχος των Πάντων και Κοσμοσείστης με τον κεραυνό του να εμφανιστεί μες τη μεγαλοπρέπειά του μπροστά στη Σεμέλη, δημιουργεί τόσο φως γύρω του και τόση φωτιά που καίγονται όλα στο ανάκτορο του Κάδμου.. Για να σωθεί το αγέννητο παιδί, ο Δίας με τη βοήθεια της Γης το ράβει στον μηρό του κι έτσι γεννιέται και γλιτώνει μακριά από το δόλιο βλέμμα της Ήρας. Το αναθρέφουν οι Νύμφες και οι Υάδες κι έτσι ο νεογέννητος Θεός έχει πάνω του όλα τα χαρίσματα της φύσης: τo γήινο και το υδάτινο στοιχείο μαζί με την ουράνια Σοφία του πατέρα Δία. Ο Διόνυσος είναι ο Θεός της Αμπέλου και του Οίνου αλλά και της Καρποφορίας και της Βλάστησης. Τον ακολουθεί ο Βακχικός του Θίασος, οι Μαινάδες, οι Σιληνοί κι οι Σάτυροι ενώ οι Μύστες της νέας θρησκείας φορούν ζωόμορφα προσωπεία …

Ο Θεός γίνεται αποδεκτός από τις πόλεις της Ασίας αλλά φθάνοντας στην Θήβα, όπου βρίσκεται κι ο τάφος της μητέρας του, χλευάζεται από τις αδερφές της Σεμέλης, τις θείες του δηλαδή αλλά και τον ίδιο τον Βασιλιά Πενθέα, ώστε η λατρεία του να απαγορεύεται στην πόλη των Θηβών. Έτσι, ο Διόνυσος παίρνοντας ανθρώπινα χαρακτηριστικά ενός ξανθού γενειοφόρου άνδρα φθάνει στην πόλη ως ξένος, τρελαίνει τις αδερφές της μητέρας του Αγαύη και Αυτονόη και τις παρασέρνει στον Κιθαιρώνα που ως Μαινάδες τον υμνούν και Βακχεύουν. Ο Πενθέας χωρίς να ακούσει τις συμβουλές του Παππού του Κάδμου και του Μάντη Τειρεσία που τον προτρέπουν να δεχτεί τη λατρεία του νέου Θεού, διώκει τον Θεό Διόνυσο και έτσι παραβαίνει το ανθρώπινο Μέτρο και πράττει Ύβρη. Ο θεός τον παραπλανά κι εκείνος ντυμένος με γυναικεία ρούχα πηγαίνει στα όρη για να κατασκοπεύσει τις Βάκχες μιας κι άνδρα δεν δέχονταν στον Θίασό τους. Η Αγαύη ζαλισμένη δεν κατανοεί πως είναι ο γιος της, τον περνά για λιοντάρι και με τις άλλες Βάκχες χωρίς όπλα αλλά με έντονη τρέλα και μανία τον κατασπαράζουν, διαμελίζουν το κορμί του στα πλαίσια της ωμοφαγίας της Διονυσιακής Λατρείας και η ίδια η μητέρα του τοποθετεί το κεφάλι του Πενθέα πάνω στον Θύρσο της ως λάφυρο και τρόπαιο Νίκης. Κατεβαίνοντας στην Πόλη των Θηβών γεμάτη έπαρση και περηφάνεια για το κατόρθωμά της, ο γέρος Βασιλιάς Κάδμος τής αποκαλύπτει ποιον σκότωσε κι εκείνη θρηνεί τον μονάκριβο γιό της. Η εμφάνιση του από Μηχανής Θεού Διονύσου με θεία πλέον χαρακτηριστικά λύνει το Δράμα, όταν αποκαλύπτει τις συμφορές που θα πέσουν στη Θήβα εξαιτίας της ασέβειάς τους απέναντι στον υιό του Θεού.

Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε με θετικό πρόσημο (+) το όμορφο πάντρεμα του χορού των Μαινάδων-γυναικών στο θίασο του Διονύσου με την παραδοσιακή μουσική της λύρας και τον ήχο των πολλών τυμπάνων. Εμπνευσμένη η σκηνοθέτρια Έλενα Μαυρίδου από το δρώμενο των Αναστενάρηδων που λαμβάνει χώρα σε περιοχές της Θεσσαλονίκης αλλά και σ άλλες περιοχές της ελληνικής υπαίθρου, ταιριάζει επιτυχημένα τα πηδηχτά βήματα που βλέπουμε στα Αναστενάρια με τη Διονυσιακή έκσταση δίνοντας στο έργο τη νότα εκείνη της παραφροσύνης που παρασέρνει αυτούς που γίνονται μέτοχοι του Διονυσιακού τελετουργικού.
Επίσης, εξαιρετική η ερμηνεία της Βίκυς Βολιώτη στον ρόλο του Τειρεσία. Καταφέρνει να δώσει τη χροιά και την βαρύτητα που απαιτούν τα λόγια του Τειρεσία, έτσι ώστε καθόλου να μη μας ξενίζει που υποδύεται τον γέρο Μάντη, αντίθετα μας γοητεύει ο στιβαρός λόγος κι η καλοστημένη σκηνική της παρουσία σ όλες τις στιγμές που εμφανίζεται.

Ο Δημήτρης Λάλος στον ρόλο του ανθρωποποιημένου Διόνυσου με τη μαύρη ολόσωμη φόρμα του που αφήνει να φαίνεται με το διαφανές ύφασμα κεντημένο σε διάφορα μοτίβα το δέρμα του αλλά και τα ζωώδη προσωπεία που φορά μεταμορφωμένος άλλοτε σε Έλαφο κι άλλοτε σε Τράγο σε συνδυασμό και με το χορό που σε τακτά διαστήματα κι αυτός μεταμορφώνεται, καταφέρνει να δώσει στον θεατή το σεβάσμιο και ιερό πρόσωπο του Θεού που ζει κι ενώνεται με τη φύση και τη λαγνεία της.
Εξίσου καλή κι η ερμηνεία του Γιώργου Χριστοδούλου που υποδύεται τον Πενθέα. Καταφέρνει να μεταφέρει στο θεατρικό κοινό το συναίσθημα πως όλη αυτή η ειρωνεία απέναντι στο θείο πρόσωπο του Διονύσου κι η προσωπική του αλαζονεία δε θα του βγει σε καλό. Ο θεατής συμπάσχει μαζί με τον Πενθέα την ώρα που μεταμορφώνεται σε Μαινάδα για να συναντήσει στον Κιθαιρώνα τον Βακχικό χορό.

Στην Διονυσιακή έκσταση βέβαια συνδράμει και το σκηνικό: μια εξέδρα σε σχήμα πέταλου που καλύπτει όλο το τμήμα της Ορχήστρας και που στο κοίλο της σημείο έχει σκαλιά, ώστε κάθε φορά που κάποιος ήρωας ανεβαίνει οι κινήσεις και το προσωπείο να φανερώνονται ως σκιά στις πίσω μεγάλες ορθογώνιες λευκές πλάκες που λειτουργούν ως προβολείς. Έξυπνο τέχνασμα που μας παραπέμπει σε μια πιο μοντέρνα εκδοχή του παραδοσιακού και προσφιλούς σε όλους μας Θεάτρου Σκιών. Τέλος, τα κοστούμια, μαύρα με ασύμμετρες αέρινες φούστες για τις Μαινάδες, με ρούχα ιερέα για τον Μάντη και μακριούς χιτώνες με διαφανή πουκάμισα για τους Αγγελιοφόρους καθώς και το χακί αυστηρό χιτώνιο με το χακί κοστούμι του Πενθέα εναρμονίζονταν επαρκώς με το ύφος του Αρχαίου Δράματος που ήθελε η Σκηνοθέτρια και επιτυχημένα επέλεξε να αποδώσει επί σκηνής.
Στα αρνητικά σημεία (-) της παράστασης τοποθετούμε την ερμηνεία της Αγαύης που υποδύεται η ίδια η Έλενα Μαυρίδου όπου, ενώ ξεκινά με ένταση και πάθος ως μαινόμενη από την ζάλη του Διόνυσου, στην πορεία, μετά την ωμοφαγία και τον Διαμελισμό του Πενθέα, όταν νιώθει την τραγικότητα της που ως μητέρα έσφαξε το ίδιο της το παλικάρι, εμφανίζεται αρκετά στημένη και παγερή ενώ θα περιμέναμε να θρηνεί και σπαρακτικά να οδύρεται για τον χαμό του μονάκριβου γιού της από τα ίδια της τα χέρια.

Κοντά της και η ερμηνεία του Θανάση Δόβρη ως Κάδμου που, αν και στην αρχή στο διάλογο του με τον Μάντη με σκωπτικό λόγο κάνει το κοινό συμμέτοχο σε΄ αυτή του την προσπάθεια να ασπαστεί τη νέα θεότητα, δυστυχώς στην εξέλιξη της υπόθεσης δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στον ρόλο του τραγικού εκείνου προσώπου που γνωρίζει την αλήθεια και την αποκαλύπτει βήμα – βήμα στην κόρη του Αγαύη. Οι διάλογοι χωρίς ίχνος πάθους, η αποκάλυψη του Δράματος στην Αγαύη χωρίς ενδιαφέρον, η σκηνική του παρουσία άτονη….
Γενικά (=) πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα παράσταση όπου ο Θεατής παρακολουθεί μια τραγωδία παιγμένη με τρόπο τέτοιο, που τον κάνει να ανατρέχει σε μνήμες της λαογραφίας, της Ιστορίας, των Θρησκειών και της παράδοσης. Ιδιαίτερη είναι η σκηνή που η Αγαύη, κατανοώντας τη συμφορά που έχει προκαλέσει, έχει αγκαλιά το καταφαγωμένο σώμα του γιου της Πενθέα και συνάμα ο ίδιος ο Διόνυσος ανθρωποποιημένος με τον θίασό του χορεύει ολόγυρά της αναδεικνύοντας περίτρανα την κυριαρχία του μέσα από το Θάνατο. Τέλος, η ολοκλήρωση του Δράματος με την εμφάνιση του «από Μηχανής Θεού» αφήνει ολοκληρωμένο το αίσθημα στον θεατή της πνευματικής τέρψης από μια προσεγμένη προσέγγιση του Βακχικού Δράματος.
Βαθμολογία:
6,3/10
.
ΒΙΝΤΕΟ: Τυχαία αποσπάσματα
‘
Φωτογραφικό υλικό