Είδαμε και σχολιάζουμε.
Θα μου επιτρέψετε μια «διαφορετική» θεατρική γνώμη σε πρώτο πρόσωπο, καθότι δεν ντρέπομαι να εξομολογηθώ την αμαρτία μου, εφόσον συνοδεύεται από μεταμέλεια. Βγαίνοντας από την παράσταση «Τα τελευταία φεγγάρια» με τον Άγγελο Αντωνόπουλο στο θέατρο Μ, Μερκούρη, έπιασα τον εαυτό μου ζαρωμένο, για να μη πω απογοητευμένο. Πήγαινα με υψηλές προσδοκίες – μεγάλη παγίδα τελικά- και ενώ θαύμασα ερμηνείες και ιδιαίτερα του εξαίρετου πρωταγωνιστή, περίμενα πιο «ψαγμένο» κείμενο, πιο «ευρηματική» σκηνοθεσία, πιο «έντονη» θεατρικότητα, πιο… πιο… κι εγώ δεν ξέρω τί ! Ενώ διέκρινα την αυθεντικότητα, συγκίνηση και τραγικότητα του θέματος, προσδοκούσα σε επίπεδο συγγραφής κάτι πιο πέρα από την καθημερινότητα, και σε επίπεδο σκηνοθεσίας κάτι πιο ευφάνταστο από την απόλυτη λιτότητα. Θεωρώντας ότι η τέχνη, ανεξάρτητα από την πηγή έμπνευσής της, οφείλει να υπερβαίνει την πραγματικότητα, εισχωρώντας σε βαθιά- ενίοτε αχαρτογράφητα νερά, προκειμένου να προσφέρει υψηλή νοητική, συναισθηματική, αισθητική συγκίνηση…
Δεν ξέρω αν κάποια πράγματα είναι «καρμικά», ωστόσο- οποία σύμπτωση!- την επομένη της παράστασης, μετείχα ως ακροάτρια στα… «τελευταία φεγγάρια» μιας υπερήλικης, μόνο που δεν επρόκειτο για θέατρο, αλλά για σκληρό ρεαλισμό. Η γνωστή μου οικογένεια, αφού πάντρεψαν τα παιδιά τους, αποφάσισαν για λόγους οικονομίας να αφήσουν το πρώην μεγάλο σπίτι και να μετακομίσουν σε μικρότερο, όπου η 88χρονη γιαγιά δεν «χωρούσε»… Ο δρόμος για το γηροκομείο- κομψά «οίκος ευγηρίας»- ήταν μονόδρομος και μια ωραία πρωία η γλυκύτατη γιαγιά Ειρήνη, μάζεψε τα μπογαλάκια της με συγκινητική αξιοπρέπεια, για να μεταφερθεί εκεί «που θα δεις πόσο όμορφα θα περνάς, θα έχεις τις παρέες σου, τους γιατρούς σου, τη φροντίδα σου… κι ό,τι χρειαστείς εδώ είμαστε, θα περνάμε να σε βλέπουμε τακτικά…» Το «τακτικά» στην αρχή ήταν κάθε βδομάδα, μετά κάθε δυο βδομάδες, μετά μια φορά το μήνα, τώρα στη χάση και στη φέξη…
Άκουσα τη διήγηση από γειτόνισσα της γιαγιάς, που την επισκέφθηκε στον «οίκο» και «δεν θα ακούσεις το παραμικρό παράπονο από τα χείλη της, όμως τα μάτια της… ξέρεις πώς είναι να κλαις χωρίς δάκρυα;» Φαντάστηκα τα γνώριμα μάτια να παλεύουν ανελέητα με την περηφάνια, να δίνουν καθημερινές μάχες με τα δάκρυα για να παραμένουν στεγνά… Τα μάτια μιας υπέροχης, φωτεινής γυναίκας που το γήρας και η αρθρίτιδα κατέστησαν «βάρος» να μη «χωρά» πουθενά… Έστω κι αν κατέθεσε προσφορά ζωής- συνώνυμη της αυτοθυσίας, για να φτάσει η ώρα της «απόσυρσης» σαν άχρηστο σκαρί, η καταχώρηση στα «αζήτητα», κάπου σε μια «αποθήκη γηρατειών» με το πρόθεμα «ευ» για να ξορκίζει τον καημό. Αυτόν που η γιαγιά Ειρήνη και οι συν-τρόφιμοι της, πασχίζουν να πνίγουν με «παρέες» ή «δραστηριότητες», για να μπορούν να κρατούν τα μάτια στεγνά, να καμουφλάρουν τον πόνο της απόρριψης και του αποχωρισμού από ό,τι περισσότερο αγάπησαν, να διώχνουν τις αδυσώπητες μνήμες όταν τις ώρες της μοναξιάς σαν σουγιάδες χαρακώνουν τη καταπονημένη, γερασμένη καρδιά… που στους στερνούς της χτύπους μαραζώνει μακριά από γνώριμες «δικές» της χαρές και λύπες, σε έναν άψογο, μα τόσο τραγικά ξένο «οίκο ευγηρίας»…
Βαθειά συγκινημένη από την ιστορία της γιαγιάς Ειρήνης, η αναδρομή στην παράσταση «Τα τελευταία φεγγάρια» που είδα μόλις την προηγούμενη, λειτούργησε μέσα μου καταλυτικά σαν μοιραίο «σημάδι» και ανέτρεψε όλη την οπτική μου για την παράσταση, απορώντας με τον εαυτό μου και τις υπερφίαλες προσδοκίες περί κειμένου, σκηνοθεσίας, θεατρικότητας κλπ. αναλύοντας τα επιμέρους ως τάχα μου ψυχρός «τεχνοκράτης», όταν πάνω στη σκηνή διαδραματιζόταν η ΑΛΗΘΕΙΑ, το πιο δυνατό χαρτί (+) της παράστασης.
Κι αν αφιέρωσα τόση έκταση του κειμένου στη ζωντανή μαρτυρία, είναι επειδή ΟΛΑ αυτά τα αληθινά, όπως τα «είδα» και ένιωσα δίπλα μου, ήταν η ίδια η ιστορία του ήρωα, η ακριβής περιγραφή του θέματος/ συναισθήματος της παράστασης, με απλή αλλαγή προσώπου.Στη θέση της γιαγιάς Ειρήνης, ο παππούς που δεν «χωρά» στο σπίτι του γιού και «αποφασίζει» αξιοπρεπώς να αποσυρθεί στον «θαυμάσιο» οίκο ευγηρίας. Μοιραζόμενος τις σκέψεις του με την αγαπημένη – πεθαμένη από χρόνια- γυναίκα του, «διασκεδάζοντας» τον πόνο του με αστεία απέναντι στο γιο του- ως ευφυής συγγραφικός χειρισμός για την αποφυγή του μελό-, αφηγούμενος στο φινάλε με καημό και πικρό χιούμορ την εμπειρία του ως τρόφιμος… Μια αλήθεια γυμνή από «ψαγμένα» τερτίπια, φιλολογίες, μεγαλοστομίες, με μόνο όπλο την αυθεντική της δύναμη. Αυτή που σαν τις όψεις της ζωής χωρά αμέτρητα πρόσωπα, από το πιο τραγικό και πικρό μέχρι το πιο αστείο ή σαρκαστικό.
Και πόση «σκηνοθεσία» άραγε σηκώνει η δύναμη της αλήθειας; Τι πιο σοφή επιλογή του Α. Αντωνόπουλου, από τη λιτότητα, την ευεργετική αφαίρεση όλων των περιττών; Ποιο εύρημα άραγε θα ήταν πιο αποτελεσματικό από τους νοερούς διαλόγους του ήρωα με την πεθαμένη γυναίκα του σε μια ατμοσφαιρική εισαγωγή… ή τους καθημερινούς, γεμάτους ζωντάνια και χιούμορ με το γιο του ετοιμάζοντας τις βαλίτσες… ή τη συγκινητική βιωματική του αφήγηση από το γηροκομείο παρέα με ένα βασιλικό και ένα «ονειρικό» τέλος, έστω κι αν η σκηνή πλατείασε… Άλλωστε πώς θα μπορούσε η σκηνοθεσία να αποφύγει εν μέρει τη στατικότητα, όταν το κεντρικό – δεσπόζον θέμα της είναι ένας άνθρωπος υπό το βάρος των γηρατειών, καταπονημένος, αποσυρμένος από την ενεργό δράση. Ήταν αναπόφευκτο και φυσικά αληθοφανές να περιοριστούν οι κινήσεις του στο ελάχιστο- σχεδόν καθηλωμένος, και όλο το βάρος να δοθεί στο συναίσθημα μέσω της ερμηνείας.
Της υπέροχης ερμηνείας του Άγγελου Αντωνόπουλου, επιπλέον με αξιοθαύμαστο σθένος, όχι μόνο σε «τεχνικό» επίπεδο για την αποστήθιση ενός πληθωρικού κειμένου, αλλά κυρίως σε συναισθηματικό, για τη φόρτιση ενός ανθρώπου με την ηλικία και πιθανόν την αγωνία του ήρωα που υποδυόταν τόσο χαρισματικά… αναδεικνύοντας υποδειγματικά, από τη μια την αλήθεια των λόγων με όλες τις λεπτές διακυμάνσεις και τα ακροβατικά παιχνίδια ανάμεσα σε τραγικότητα- κωμικότητα, και από την άλλη τις εκφραστικές αρετές ενός σπουδαίου ηθοποιού με απαράμιλλη ευαισθησία. Δίπλα του η εξαιρετική Βάνα Πεφάνη με την θαυμάσια, αισθαντική εκφορά του λόγου, ακριβή ερμηνεία, κομψή κινησιολογία και ο Στέλιος Ψαρουδάκης ως γιος, γεμάτος ενέργεια, με ταμπεραμέντο, εκφραστικότατος, πειστικότατος. Όλα τούτα με τη συνδρομή αξιοπρεπών κοστουμιών και φωτισμών, ενός λιτού σκηνικού και μιας άριστα επιλεγμένης μουσικής επένδυσης με κλασικά κομμάτια του Μπαχ..
Που κατέληξα (=);;; Κατά πρώτον στην υποβάθμιση όσων αρνητικών εξέθεσα αρχικά από μια παρορμητική εκτίμηση… Κατά δεύτερον σε μια ιδιαίτερη ευαισθητοποίηση για την πονεμένη ιστορία απόρριψης όπως την βίωσε ο γέρο- ήρωας στη σκηνή και ήρθε αυτοστιγμεί η ζωντανή πραγματικότητα να επιβεβαιώσει με θεαματική ακρίβεια, θαρρείς σαν σημάδι συνειδητότητας για την αποκάλυψη της ουσίας… Κατά τρίτον στη διαπίστωση ότι ζωή και θέατρο πορεύονται με κοινές αλήθειες, που μόνο ένας αυθεντικά σπουδαίος ηθοποιός μπορεί να αναδείξει καταλυτικά….
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6,5 στα 10
Πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε ΕΔΩ
-Ο Άγγελος Αντωνόπουλος σε ζωντανή συνέντευξη χάρμα ακοής! [βίντεο] ΕΔΩ
-Βίντεο αυλαία χειροκρότημα – πρεμιέρα Δημοτικό Καλαμαριάς.
Φωτογραφικό υλικό