«Πότε φάνηκα εγώ αδύναμος;»
ΕΓΩ. Νιώθω τα πόδια μου κολλημένα σε ένα πάτωμα, γλιστερό ή κολλώδες, δεν ξέρω. Θα ΄θελα ωστόσο να τα χτίσω. Είμαι εγώ εδώ επάνω, στο κέντρο του κόσμου, στο επίκεντρο του δικού μου κόσμου. Αισθάνομαι παντοδύναμος, κυρίαρχος, γίγαντας, τέρας, θηρίο, Ο ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ. Με περιμένει πάντα κάποιος, πάντα έχω κάπου να πάω. Ένα στρωμένο τραπέζι και μια οικογένεια, άνθρωποι πολλοί κι «άγνωστοι» ή «γνωστοί», σχεδόν αγαπημένοι ή σχεδόν αδιάφοροι, με περιμένουν. Πάντα κάποιος θα με περιμένει. Ακόμη κι ένας αδιάφορος περαστικός. Δε βλέπω κανένα στόμα. Δε βλέπω κανένα πάτωμα. Σχεδόν δεν αντιλαμβάνομαι τίποτε. Δεν κοιτάω ποτέ κάτω. Ίσως απαξιώ, ίσως και να φοβάμαι. Η γη κάτω από τα πόδια μου μοιάζει σταθερή κι ακλόνητη. Κι εγώ παρατηρώ τον κόσμο μου, αγέρωχος κι ελεύθερος. Έτσι τουλάχιστον αισθάνομαι.

Κι ΕΣΥ. Βρίσκεσαι εκεί κάτω, στο υπόστρωμα ενός άλλου, διαφορετικού, σκοτεινού κόσμου. Είσαι κι εσύ ένα επίκεντρο της δικής σου μοναξιάς κι απαξίωσης. Βούλιαξες, κύριε, σε ένα πάτωμα, σε έναν δρόμο, δεν ξέρεις πού. Τόσο απεριγράπτως οδυνηρό κι εξωφρενικό να σε έχει καταπιεί ένα πάτωμα! Σε απέβαλαν, σε εξόρισαν, σε απέρριψαν. Σε ξέβρασαν στον βόθρο. Είσαι μόνος, αβοήθητος, ένας «χάλιας», ένα τίποτα, ένα κατακάθι. Απελπισμένος και ταπεινωμένος, μυρίζεις μούχλα, υγρασία και βρωμιά. Ένα εκδιωγμένο απόβρασμα είσαι. Ακολούθησες τις σειρήνες της ψυχής σου και η Εκάτη σε πήρε στην άραχνη αγκαλιά της. Δεν έχεις σπίτι, δεν έχεις κάπου να πας. Μοιάζεις με νάνο, με κατοικίδιο, με δαίμονα, με θηρίο ανήμερο. Είσαι μια σαύρα, ένας άνθρωπος της σπηλιάς, ένα απόβρασμα της κοινωνίας. Κι ούτε ένα πιάτο ζεστό φαγητό να σε χορτάσει…

Με καλείς, στην αρχή δειλά κι αμήχανα. Δεν μπορείς να βρεις το στόμα που θα σε ξεράσει. Καταλαβαίνω. Είναι βαριά η θλίψη κι η απόγνωση, αβάσταχτος ο τρόμος της καταρρακωμένης αξιοπρέπειάς σου. Σε κάτι θα έχεις φταίξει, δεν μπορεί! Αλλιώς, γιατί να σε καταπιεί το πάτωμα; Κάτι ξέρει αυτό. Για κάτι τιμωρείσαι. Μίλα λοιπόν πιο σιγά. Οι φωνές σου ταράζουν το πιάτο που με περιμένει, κρυώνουν το σπίτι μου, κλονίζουν τα σωθικά μου. Τα έγκατα είναι το σπίτι σου. Τα τάρταρα σού αξίζουν. Μόνος σου βούλιαξες, μόνος θα ξε-βουλιάξεις. Τι με πέρασες; Για «Άνθρωπο»; Μη με ευτελίζεις. Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι για άλλους, σαν κι εσένα. Οι άνθρωποι πέφτουν, βουλιάζουν, κάτω από πατώματα, μέσα σε βόθρους, ανίκανοι, βρωμεροί, ανύπαρκτοι. Ψιθυρίζουν, αλλά τα λόγια τους μοιάζουν με άναρθρες κραυγές. Κλείνω τα αυτιά μου. 42,5 παπούτσι φοράω. Και απλώνω τα πόδια μου, καθαρά και λαμπερά, δυνατά κι αγέρωχα, στην βρωμερή σου μούρη. Πώς τολμάς να μου μιλάς από εκεί κάτω; Θα δοκιμάσεις την πατούσα μου. Και θα πεις κι ευχαριστώ.
Με προσκαλείς ακόμη… Η κατάντια σου με κάνει να αμφιβάλλω, τολμώ να σκέφτομαι. Ξέρω, δεν είμαι άνθρωπος… Μήπως όμως θα έπρεπε κι εγώ να σε τραβήξω; Νιώθω τόσο υπέροχος εδώ επάνω, αλλά το εκεί κάτω σου με συγκλονίζει. Είμαι κι εγώ ένα σκουπίδι τελικά, κανένας δε μ΄ αναζητά. Πουθενά δε χωράω. Έχεις δίκιο. Τα σπίτια κλειστά, τα πιάτα κρύα, με ρωγμές, άδεια, περιμένουν τον υπεράνθρωπο. Μακάρι να μη χρειάζεται να σκέφτομαι, να αποφασίζω, να πρέπει κάπου κι εγώ να πάω. Φως και σκοτάδι, αδιευκρίνιστα σωριάζονται μες στο μυαλό μου. Ποιος ο νάνος, ποιο το θηρίο… Θρηνώ τον γενναιόδωρο εαυτό μου. Μακάρι να ανοίξει η γη να με καταπιεί!

Το Πάτωμα τρέμει. Όλα σκοτεινιάζουν και γίνονται υγρά κι αδυσώπητα. Μυρίζουν μούχλα και βρωμιά. Και σε παρατηρώ. Βλέπω τα μάτια σου. Βλέπω τα μαλλιά σου. Απορώ που μοιάζουμε τόσο πολύ. Σαν να είμαστε κι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Εντάξει, τα κατάφερες, μπήκα στα δικά σου παπούτσια. Θα σε βοηθήσω λοιπόν, κι ας με αποκαλέσουν Άνθρωπο. Θα το βαστάξω. Δεν καταπίνεται κάποιος έτσι, άλλωστε. Σίγουρα θα έκανες κάτι καλό. Σίγουρα δεν ήθελες να σκέφτεσαι, να χρειάζεται να νιώθεις, να πρέπει να μιλάς. Στηρίζεσαι επάνω μου, σε σηκώνω ψηλά, οι πατούσες σου, 42,5, πατούν στον σβέρκο μου. Σπρώχνω δυνατά, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Η δουλειά μου είσαι ΕΣΥ. Εγώ σου δίνω τη ζωή κι εσύ μού τη στερείς. Αλλάξαμε θέσεις. Είσαι ΕΣΥ ο υπεράνθρωπος τώρα. Πώς νιώθεις; «Πιάνεις το ανέπαφο, χρωματίζεις το αχρωμάτιστο»; Εσύ θα με τραβούσες αν ήσουν στη δική μου θέση; Έχεις τοποθετηθεί πλέον στο κέντρο του κόσμου, επάνω στο εδώ και τώρα. Δεν την «ξαναπατάς». Δεν μπορείς να βοηθήσεις αυτόν που έχει ανάγκη. Εσύ στη θέση μου δε θα με βοηθούσες. Καταλαβαίνω. Θρηνείς τον γενναιόδωρο εαυτό μας, αυτόν που μάς αντάλλαξε τις θέσεις. Ποιος πάνω, ποιος κάτω… Πού είναι ο Άνθρωπος τώρα;

Βρίσκομαι πλέον κι ΕΓΩ μόνος μου, κάτω από το πάτωμα, κάτω από τον δρόμο, κάτω από το πουθενά μου. Τώρα νιώθω πώς είναι να είσαι ανθρώπινος και μόνος. Θέλω να στραγγίξω, θέλω να στεγνώσω όλο το σκοτάδι που με στοιχειώνει. Ίσως και να καταφέρω να ξεκουραστώ. Ίσως να μείνω λιγάκι μόνος με τον εαυτό μου. Ίσως τελικά να με γνωρίσω καλύτερα και να με αγαπήσω. Μετά από μια τέτοια πάλη, με το ΕΓΩ και το ΕΣΥ μου, μια λύση μόνο βλέπω, για να σπάσει η αλυσίδα. Δίχως τη βοήθεια του άλλου, του σχεδόν αγαπημένου ή του σχεδόν αδιάφορου, ίσως το πάτωμα ανοίξει. Δε θα μπει κανείς ξανά στα δικά μου τα παπούτσια.
Πότε άλλωστε φάνηκα εγώ αδύναμος;

Το έργο.
«Σ’ ένα δυστοπικό περιβάλλον, δύο άνδρες συναντιούνται, όμως δεν μπορούν να ιδωθούν. Ο ένας περπατά στην επιφάνεια του πατώματος, ενώ ο άλλος βρίσκεται από κάτω, καθώς το πάτωμα τον έχει καταπιεί. Ο «κάτω» ζητά από τον «πάνω» να τον βοηθήσει, για να βγει. Είναι όμως ο άνδρας της επιφάνειας διατεθειμένος να προσφέρει τη βοήθειά του στον παγιδευμένο άνδρα; Θα θελήσει το πάτωμα να ανοίξει για να τον βγάλει από μέσα του; Οι ισορροπίες αλλάζουν συνεχώς και η φυσική υπεροχή του ενός αρχίζει να γίνεται πλεονέκτημα του άλλου. Ποιος βρίσκεται τελικά στο φως και ποιος στο σκοτάδι»;
Η παράσταση αυτή, ραδιοφώνου επίτευγμα, είναι ένα έργο της Ζέτης Φίτσιου σε σκηνοθεσία του Ανδρέα Φλουράκη στο iroesart. Τονίζει εύγλωττα την αιώνια πάλη του Εγώ και του Εσύ, μεταφέροντάς την στο επίπεδο των δυο όψεων του εαυτού μας, του ενσυνείδητου και του υποσυνείδητου, της λογικής και του συναισθήματος, των ενστίκτων μας και του έλλογου νου. Είμαστε ταυτόχρονα και θηρία, ποθώντας να φθάσουμε το επίπεδο του υπεράνθρωπου στην πυραμίδα της προσωπικότητάς μας, και άνθρωποι, ευαίσθητοι, ευάλωτοι, πονόψυχοι και τρομαγμένοι με τις πτώσεις μας. Εάν γνωρίσουμε και αγαπήσουμε τον εαυτό μας, έχουμε τη δυνατότητα να μετριάσουμε την πάλη αυτή, να συνδυάσουμε τα σκοτεινά και τα φωτεινά μας κομμάτια, και να επιλέξουμε επιτέλους την αγάπη, την αποδοχή και την αλληλεγγύη ως μότο ζωής. Έτσι νικιέται το σκοτάδι, από μέσα προς τα έξω. Και μπορούμε πλέον να είμαστε Άνθρωποι.
.

.
Παίζουν: Πάνος Βλάχος, Πέτρος Λαγούτης
Σκηνοθεσία: Ανδρέας Φλουράκης
Πρωτότυπη μουσική: Κώστας Παρίσσης
Φωτογραφίες: Διονύσης Κούτσης
Σχεδιασμός αφίσας: Μαριέττα Μπιτσακάκη
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελευθερία Τζίτζι Μιχαηλίδη
Βοηθός Παραγωγής: Ειρήνη Σαμαρτζή
Παραγωγή: ΑΕΙΡΕΙΤΗ
Σε μια προσπάθεια στήριξης του κλάδου του πολιτισμού, στο www.iroes.art βρίσκονται αναρτημένοι οι αριθμοί λογαριασμών από το ίδρυμα «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΗΘΟΠΟΙΟΥ» καθώς και από το Ταμείο Αλληλοβοήθειας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών.
Παρακολουθήστε την παράσταση ΔΩΡΕΑΝ ΕΔΩ
Μην τη χάσετε.
Φωτογραφικό υλικό