Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Προφανώς το κοινό εκδηλώνει ενδιαφέρον για βιογραφίες παλιών θρύλων του λαϊκού τραγουδιού, με συνέπεια να ανεβαίνουν κατ΄επανάληψη ανάλογες παραστάσεις που αφορούν στη ζωή και την καριέρα τους, έχοντας μέχρι στιγμής δει θεατρικά αφιερώματα στην Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Μαρίκα Νίνου, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τη Σεβάς Χανούμ κλπ… Προσωπικότητες που αναμφίβολα έγραψαν ιστορία και άφησαν δυνατό καλλιτεχνικό αποτύπωμα, κουβαλώντας στο σήμερα έντονη δόση νοσταλγίας για εποχές αλλοτινές και φορτισμένες, γεγονός που σίγουρα αγγίζει τον θεατή κάποιας ηλικίας και ίσως διεγείρει την περιέργεια του νεώτερου να ανακαλύψει την πορεία των μεγάλων ονομάτων σε κοινωνικές συνθήκες άγνωστες σε αυτόν…
Εν προκειμένω το θεατρικό αφιέρωμα αφορούσε στη «Σεβάς Χανούμ», μια παράσταση σκηνοθετημένη από τον Κωνσταντίνο Ρήγο, που δραματοποίησε συνέντευξη της ερμηνεύτριας στον Γιώργο Χρονά και παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αυλαία…
Στο εναρκτήριο στιγμιότυπο προβάλλεται στο βάθος ημερομηνία 1983, τη χρονιά που η Σεβάς Χανούμ παραχωρεί τη συνέντευξη, ξετυλίγοντας το κουβάρι της ταραγμένης ζωής της… Ξεκινά από το δύσκολο παρόν περιγράφοντας τις περιπέτειες της υγείας της προσβεβλημένη από καρκίνο και οδηγείται σταδιακά προς τα πίσω, δηλώνοντας περήφανα την ποντιακή και μακεδονίτικη καταγωγή της, από τη Σαμψούντα και τη Δράμα… Θυμάται τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη και την αστείρευτη λαχτάρα να τραγουδά από μικρό κορίτσι σε μαγαζιά, πληρώνοντας την αποκοτιά της με πολύ ξύλο από το σπίτι, που όμως ουδέποτε την αποθάρρυνε, αντίθετα την έσπρωξε να κατέβει 18χρονη κοπέλα στην Αθήνα εκείνα να ζοφερά χρόνια και χάρη στο πείσμα, το ταλέντο και το τσαγανό της να αξιωθεί μια θεαματική καριέρα δίπλα σε κορυφαία ονόματα του λαϊκού πάλκου και στις διασημότερες πίστες της πρωτεύουσας, αλλά και του εξωτερικού… Στην αφήγησή της ιδιαίτερη θέση κατέχει ο θυελλώδης έρωτας και παρ’ ολίγον γάμος με τον Στέλιο Καζαντζίδη συν όλο το παρασκήνιο, όπως επίσης και η κόντρα της με την Μαρίκα Νίνου που κατέληξε σε επεισοδιακό ξυλοδαρμό, για να κλείσει με έναν παραπονεμένο απολογισμό…
Θα εστιάσουμε αρχικά στο θετικότερο όλων (+) που αφορά στην ερμηνεία της Κωνσταντίνας Μιχαήλ, σε ένα ρόλο ιδιαίτερο που «έχτισε» η ίδια (σωστά καθοδηγούμενη σκηνοθετικά) για ένα πρόσωπο υπαρκτό μεν, αλλά ελάχιστα έως καθόλου «αποτυπωμένο» ώστε να βοηθηθεί, που σημαίνει ότι δημιούργησε σχεδόν εκ του μηδενός τον χαρακτήρα με συνέπεια ως προς τα λεγόμενα και τα βιώματά του… Με εντυπωσιακό αυτοέλεγχο χωρίς υπερβολές και περιττές εντάσεις, με εξαιρετική εκφραστικότητα στο λόγο, απόλυτη αμεσότητα, στιγμές αυθεντικής συγκίνησης, μικρές δόσεις χιούμορ που προσέδιδαν γλαφυρή οικειότητα, υιοθέτησε επιπλέον μια ιδιαίτερη κινησιολογία που συνδύασε επιτυχώς τρία πράγματα: την έμφυτη φινέτσα και κομψότητα που διαθέτει η ίδια, την ανημπόρια λόγω της κατάστασής της που απέδωσε πειστικά και συνάμα το παλιό τσαγανό μιας δυναμικής γυναίκαςπου στα χρόνια της κατάφερε το αδιανόητο για το φύλο της και από όλους τους τιμητικούς χαρακτηρισμούς που της απέδωσαν, κρατά με καμάρι αυτόν της «αμαζόνας»… Πολύ βοηθητικός δίπλα της, κυρίως με την θαυμάσια φωνή και το παίξιμο της ηλεκτρικής κιθάρας, ο Ιάσονας Χρόνης στον ρόλο του «δημοσιογράφου» αλλά χωρίς συμβατική προσέγγιση, ως μια σύγχρονη, διακριτική παρουσία με σκηνικές παρεμβάσεις…
Όσον αφορά στη σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου, ξεχωρίσαμε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία που προσέδωσαν μια πιο μοντέρνα οπτική, ωστόσο έλειπε συνολικά η έμπνευση και όχι μόνο, όπως θα πούμε παρακάτω… Εντούτοις η διαχείρισή του πρόσθεσε θεατρικό όγκο σε ένα εγχείρημα βασισμένο σε στατικό μονόλογο, εμπλουτίζοντάς το με κάποιες προβολές σε κομβικά σημεία, με ένα μίνιμαλ σκηνικό νοσταλγικών αντικειμένων που θύμιζαν παλιές δεκαετίες, με εύστοχους φωτισμούς που τόνισαν ατμοσφαιρικά τις συγκινητικές στιγμές, αλλά κυρίως με την επιλογή του δεύτερου προσώπου που υποτίθεται έπαιρνε τη συνέντευξη και αξιοποιήθηκε ευρηματικά, αποφεύγοντας εντελώς το στείρο, αντιθεατρικό κλισέ «ερώτηση- απάντηση»… Ο δημοσιογράφος – μουσικός- ακροατής- συνοδοιπόρος, πέραν της συμβολής του στα μουσικά μέρη με σύγχρονο άκουσμα παλιών τραγουδιών, ταυτόχρονα ενθάρρυνε τον διάλογο με την ηρωίδα, σχολίαζε διακριτικά κάποια σημεία, αποτύπωνε με κιμωλία στον τοίχο ή το πάτωμα, σταθμούς και πρόσωπα της διαδρομής της, ποικίλοντας τη στατικότητα της αφήγησης…
Αυτό που μας έλειψε (-) από τη σκηνοθεσία και σε ένα είδος παρεμφερών, επαναλαμβανόμενων παραστάσεων, ήταν αυτό το «κάτι» της φαντασίας που θα προχωρούσε το εγχείρημα ένα βήμα παραπέρα, ξεχωρίζοντας από ομοειδείς απόπειρες, που είναι αλήθεια ότι δεν έχουν πλέον να προσθέσουν κάτι περισσότερο… Ναι μεν εντοπίσαμε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία, αλλά περιορισμένης εμβέλειας, έμπνευσης και ουσίας, καθώς στο σύνολο εισπράξαμε μια μάλλον επίπεδη μετριότητα της κατηγορίας «μία από τα ίδια», που σε σημεία πλατείασε βαρετά με λεπτομέρειες κι επαναλήψεις… Επιπλέον μας έλειψε η αυθεντικότητα ή για να ακριβολογούμε η καθαρότητα της ταυτότητας. Διότι το νοσταλγικό σκηνικό και οι αναμνήσεις μιας εποχής σαν το ΄50 και το ΄60 με συγκεκριμένο στίγμα, σε συνδυασμό με «ροκ» ήχο ηλεκτρικής κιθάρας, όπου για ένα μόνο λεπτό ακούστηκε φευγαλέα αυθεντική ηχογράφηση λαϊκού τραγουδιού, δεν δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα, μπερδεύοντας αμήχανα το ύφος και την ατμόσφαιρα της παράστασης…
Σχετικά με το κείμενο του Γιώργου Χρονά, ήτοι μια θεατρικά διασκευασμένη συνέντευξη, θεωρούμε ότι μπορούσε να επεκταθεί λογοτεχνικά και δραματουργικά πέραν των συμβατικών ορίων μιας περιγραφικής παράθεσης γεγονότων, τα οποία επιπλέον δεν παρουσίαζαν τρανταχτό ενδιαφέρον ώστε να δελεάσουν τον θεατή… Δεδομένου ότι όλοι σχεδόν οι γνωστοί ρεμπέτες και ρεμπέτισσες ξεκίνησαν και άνθισαν πάνω κάτω την ίδια εποχή μεταπολεμικά, οι περισσότεροι με κοινές προσφυγικές ρίζες, όλοι σχεδόν με κοινά βιώματα σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, όλες σχεδόν οι γυναίκες με κοινά χαρακτηριστικά στη διεκδίκηση της καριέρας τους κλπ. οι βιογραφίες ολονών παρουσιάζουν εκ των πραγμάτων πολλές ομοιότητες και μόνο αν η πορεία κάποιου έχει να επιδείξει κάτι διαφορετικό ή ανατρεπτικό ή μη προβλέψιμο, μπορεί να ελκύσει το ενδιαφέρον… διαφορετικά πρόκειται για επανάληψη γνωστών παρόμοιων καταστάσεων, μετα ίδια βάσανα, τα ίδια πάθη, τις ίδιες δόξες και αν η προσωπικότητα δεν διαθέτει αθέατες πλευρές που το κείμενο θα καταφέρει να φωτίσει «αλλιώς», επί της ουσίας δεν έχει να προσθέσει κάτι ιδιαίτερο… Προσωπικά δε, οφείλω να ομολογήσω ότι η σκιαγράφηση της καλλιτέχνιδας εν προκειμένω μέσω των λεγομένων της, μου έβγαλε ένα μάλλον αντιφατικό έως «αντιπαθές» πρόσωπο, με υπερτονισμένο εγώ, αυταρχισμό, αλαζονεία και συνάμα πεζότητα, αυτολύπηση, μιζέρια, ειδικά στο φινάλε όπου από τη μια δηλώνει χορτασμένη από αγάπη και από την άλλη στερημένη από προβολή… Έτσι ήταν άραγε; Ποιος ξέρει…
Καταλήγοντας (=) θα πούμε ότι ναι μεν πρόκειται για μια αξιοπρεπή σκηνικά παράσταση με ωραία ερμηνεία, ωστόσο θα καταγραφεί ως ένα ακόμα κομμάτι μιας ευκαιριακής (και ευπώλητης) «ρεμπέτικης» συλλογής, χωρίς να αφήσει κανένα ουσιώδες χνάρι μέσα μας ή στον θεατρικό χώρο…
Βαθμολογία 5,8 /10
ΑΥΛΑΙΑ
«Σεβάς Χανούμ» του Γιώργου Χρονά.
Η Κωνσταντίνα Μιχαήλ μιλά για την Σεβάς Χανούμ ζωντανά στην Κουλτουρόσουπα | Podcast | Interview
Η “αμαζόνα” – όπως ήθελε να την αποκαλούν- του ρεμπέτικου τραγουδιού τού μιλά για τον φλογερό της έρωτα με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον παρ’ ολίγον γάμο τους, για τον Πόντο, τη μεταπολεμική Αθήνα, τον Τσιτσάνη, την Μπέλλου, αλλά και για την αρρώστια και το παιχνίδι με τον θάνατο.
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ρήγος. Ερμηνεύουν: Κωνσταντίνα Μιχαήλ.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Από 21 Φεβρουαρίου έως Κυριακή 3 Μαρτίου. Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00 Κυριακή στις 19:00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ.