Όλα ξεκίνησαν από ένα βιβλίο αφιερωμένο στο Σανατόριο που λειτουργούσε από το 1922 μέχρι το 1960 στο Ασβεστοχώρι Θεσσαλονίκης, με ιστορικά στοιχεία της εποχής και τραυματικές μαρτυρίες έγκλειστων φυματικών, απομονωμένων, στιγματισμένων και ξεγραμμένων δια βίου… Στη συνέχεια ήρθε ένας σκηνοθέτης, ανακάλυψε τη δύναμη του περιεχομένου του, οραματίστηκε τη δραματοποίησή του επί σκηνής και μετουσίωσε την έμπνευση σε θεατρική πράξη μέσα από τη δική του σύγχρονη ματιά, αποδεσμευμένη από τα στενά χρονικά- ιστορικά πλαίσια, ως διαχρονική κατάθεση… Και τέλος, ήταν η σειρά του θεατρόφιλου να συναντήσει το εγχείρημα του σκηνοθέτη, στο οποίο ήταν δύσκολο να αντισταθεί, αφενός λόγω θεματολογίας κι αφετέρου λόγω «διαπιστευτηρίων» του συγκεκριμένου, που σημαίνει δυνατές εγγυήσεις…
Μιλάμε για την παράσταση «Sanatorium – Και τώρα κλείστε όλες τις πόρτες», βασισμένη στο βιβλίο της Χρυσούλας Αποστολίδου και σε επεξεργασία- σκηνοθεσία Στέλιου Βραχνή, που παρακολουθήσαμε καθηλωμένοι στο Θέατρο Σοφούλη…
Στη σκηνή μόνο ένα μακρόστενο τραπέζι να δεσπόζει με ένα φυτό σε γλάστρα πάνω του και γύρω του καθισμένοι κάποιοι άνθρωποι που πολύ γρήγορα δίνουν το στίγμα τους ως έγκλειστοι στο Σανατόριο… φυματικοί που υποφέρουν από το «χτικιό», δέσμιοι μιας επώδυνης μεταδοτικής αρρώστιας που τους καθιστά «μιάσματα» κυριολεκτικά και μεταφορικά, ξεγραμμένοι από οικογένεια και κοινωνία για το βαρύ «στίγμα», αυστηρά περιχαρακωμένοι στο ζοφερό περιβάλλον του ιδρύματος, όπου βιώνουν τραγικές συμπεριφορές, από υποτίμηση, περιφρόνηση ή αηδία μέχρι κακομεταχείριση και βιασμούς, ενώ η δυσβάσταχτη μοναξιά και η καθολική απόρριψη τους στοιχειώνει θανάσιμα… Παρακολουθούμε τις τραυματικές εμπειρίες («μας τάιζαν με το καλάμι»…) και την αντάρα της ψυχής τους μέσα στον ασφυκτικό κλοιό της απομόνωσης, ενόσω το χτικιό φθίνει ανελέητα τα πνευμόνια και τις καταδικασμένες ζωές τους…
Ένα δραματικό έργο- ντοκουμέντο της Χρυσούλας Αποστολίδου που συγκλονίζει με την αλήθεια του (+) ως αρχικό ερέθισμα, στο οποίο επενέβη δραστικά ο σκηνοθέτης Στέλιος Βραχνής, προκειμένου να το καταστήσει άχρονο- άρα διαχρονικό- κρατώντας τον βασικό πυρήνα των μαρτυριών… Παρότι αναφέρονται ενδεικτικά δύο ιστορικές χρονολογίες με την σοφή προσθήκη του «υποτίθεται», όλο το περιεχόμενο αποδεσμεύεται από την «τότε» εποχή και εστιάζει στην ουσία του σκληρού, απαράβατου διαχωρισμού «εμείς» και οι «άλλοι», όπου στην κάθε πλευρά αναλόγως συνθηκών μπορεί να τοποθετηθεί οτιδήποτε, υψώνοντας τείχη αποκλεισμού… Η ιδιαίτερη ψυχολογική προσέγγιση νοσηρών καταστάσεων σαν την απόρριψη, τον στιγματισμό, τον εγκλεισμό, την ιδρυματοποίηση κλπ., ο βαθύτερος κοινωνικός προβληματισμός και ο σπαρακτικός ενίοτε ρεαλισμός των αφηγήσεων, προσδίδουν στο κείμενο δύναμη αυθεντική και εσαεί επίκαιρη, φέρνοντας στο προσκήνιο πρόσφατες επώδυνες μνήμες της πανδημίας σε ευθεία αντιστοιχία…
Ωστόσο το μεγάλο στοίχημα εν προκειμένω κρίθηκε στη σκηνοθετική διαχείριση του Στέλιου Βραχνή και κερδήθηκε πανηγυρικά- όσο οξύμωρη κι αν ακούγεται η λέξη για τη δυστοπική θεματολογία… η οποία παρότι στατική, αφηγηματική, ψυχοκεντρική, στα χέρια του ταλαντούχου δημιουργού απέκτησε ελκυστικό θεατρικό όγκο, καταφέρνοντας με την εμπνευσμένη του πρόταση να προσφέρει 60 συμπυκνωμένα λεπτά ικανά να καθηλώσουν…Δίνοντας βεβαίως εμφανές προβάδισμα στον δυνατό λόγο και την σκηνική ερμηνεία του, ώστε να αναδείξει το πληθωρικό συναίσθημα και να διεγείρει τη σκέψη, αγγίζοντας παράλληλα τις αισθήσεις σε ένα απαιτητικό εγχείρημα όπου ακρόαμα και θέαμα ισορρόπησαν υποδειγματικά, βασισμένα σε μια λιτή αλλά ευρηματική σκηνοθετική οπτική με διακριτή ταυτότητα…
Το τραπέζι αναπαριστά την περίκλειστη κοινότητα των έγκλειστων και γύρω του συσπειρώνονται ως ομάδα με άρρηκτους δεσμούς, εκδηλωμένους συμβολικά στα «χορικά» τους, ενώ στις νοητικές «φυγές» τους απομακρύνονται για να ανακαλέσουν μνήμες του παρελθόντος από την κανονική ζωή και την εμφάνιση της αρρώστιας που τους οδήγησε στην απομόνωση ή για να αφηγηθούν σκληρά βιώματα του παρόντος στο ίδρυμα… καθιστώντας σε όλη τη διάρκεια εμφανή με δραματικά αλλά ουδέποτε μελό ξεσπάσματα, τα απροσπέλαστα όρια ανάμεσα σε πάσχοντες επί σκηνής ως σκοτεινή, νοσηρή απειλή και υγιείς θεατές ως κοινωνία απόρριψης, αποξένωσης, αδιαφορίας, αναλγησίας, εν προκειμένω για τους «χτικιάρηδες» και εν γένει για τους φέροντες οποιοδήποτε στίγμα…
Η τραγικότητα στις απελπισμένες αντιδράσεις τους, βασισμένη στον ρεαλισμό των αληθινών μαρτυριών και δοσμένη με δυνατές εξάρσεις σε κάποια χαρακτηριστικά σημεία χωρίς υπερβολές- αντίθετα με συναισθηματική ποιότητα και προσεγμένη αισθητική, τονίστηκε ιδανικά από την σκοτεινή ατμόσφαιρα με διαρκή παιχνιδίσματα των φακών στα χέρια τους προσφέροντας υποβλητικά εφέ, καθώς και τον μονότονο επαναλαμβανόμενο ήχο από «καρφωμένες» νότες στο ζωντανό αρμόνιο, δίνοντας την αίσθηση μιας ιδιότυπης, μυστηριακή ς«λειτουργίας»… Ωστόσο το θέαμακαι ο συμβολισμός ενισχύθηκαν καθοριστικά από την συνεχή προβολή επιλεγμένων σημείων της δράσης και των διαλόγων, όπου ενώ έμοιαζε ταυτόχρονη σε ζωντανό χρόνο, εντούτοις είχε επεξεργαστεί ως «ετεροχρονισμένη», λειτουργώντας σαν διαχρονικός καμβάς προβολής οριακών συναισθημάτων, ανεξαρτήτως ειδικού ερεθίσματος και εστιάζοντας η κάμερα σε αφανή πεδία… Εξαιρετικά εύστοχη η λεπτομέρεια με το κασετοφωνάκι που αναμετέδιδε με παράσιτα θυμίζοντας παλιές δεκαετίες, το ίδιο και η προβολή αυθεντικών φωτογραφιών από άλμπουμ της εποχής, ενώ το πράσινο φυτό στο τραπέζι ως συμβολική ένδειξη ελπίδας, περνούσε από χέρι σε χέρι, δεχόμενο τις κρίσιμες στιγμές παρήγορο πότισμα…
Θαυμάσιοι όλοι οι ηθοποιοί με συγκινητική αφοσίωση στο συλλογικό πνεύμα μιας σφιχτοδεμένης ομάδας, το οποίο υπηρέτησαν με άψογο συντονισμό και χημεία, ενώ ταυτόχρονα άγγιξαν βαθιά έως συγκλονιστικά κάποιοι με τις ατομικές επιδόσεις τους σε δύσκολες ακροβασίες… καθώς η ψυχική φόρτιση των βιωμάτων ήταν τόσο βαριά, που αν η ερμηνεία περνούσε μια λεπτή διαχωριστική γραμμή, κινδύνευε να εκπέσει στην ευκολία του μελό, κάτι που με τη σωστή καθοδήγηση και τη δική τους δουλειά, αντίληψη, ταλέντο, αυτοέλεγχο, άριστα εκφραστικά μέσα, απέφυγαν επιμελώς, καταθέτοντας δυνατό, αυθεντικό συναίσθημα με ρεαλισμό και ενίοτε ζηλευτό επαγγελματισμό και αξίζουν ισότιμα εύσημα στους: Γεράσιμο Μπαμίχα, Κατερίνα Φωτιάδου, Κατερίνα Βασιλείου, Παύλο Παυλίδη, Χαρά Σβάνου, Πάνο Αναγνωστόπουλο…
Το ελάχιστο που θα επισημαίναμε (-) αφορά τον πρόλογο σε επίπεδο κειμένου, όπου βρήκαμε την σύγχρονη προσθήκη με «καταγγελτικό» ύφος περί λογής ρατσιστικών διαχωρισμών, κάπως ακραία ή άτοπη ή ανούσια, θυμίζοντας απωθητικό κήρυγμα πολιτικής ορθότητας, που όσα δυνατά ακολουθούσαν δεν είχαν την παραμικρή ανάγκη, αντίθετα έκαναν την εισαγωγή να μοιάζει ακόμα πιο στείρα, κοινότυπη και στερεοτυπική… Επίσης θα εκτιμούσαμε λίγο περισσότερο δούλεμα στο ηχητικό κομμάτι της υπόκρουσης, ενώ κάποια μικρά σημεία στη ροή που μοιάζουν θαμπά, ίσως επιδέχονται μεγαλύτερη διαύγεια…
Συνοψίζοντας (=) μιλάμε για μια εξαιρετικά μεστή παράσταση με δύναμη περιεχομένου, διεισδυτική ματιά και σύγχρονη, εμπνευσμένη, ατμοσφαιρική ταυτότητα από έναν αξιοθαύμαστο δημιουργό, του οποίου τα επιτεύγματα στα «δύσκολα» εκπλήσσουν για το νεαρό της ηλικίας του… οπότε η κοινότυπη προτροπή «σπεύσατε να την δείτε», θεωρούμε ότι καθίσταται περιττή…
Βαθμολογία:
7,2/10
—–
ΣΟΦΟΥΛΗ
«Sanatorium/Και τώρα κλείστε όλες τις πόρτες» της Χαρούλας Αποστολίδου.
Η φυματίωση αποτελεί μια παλιά νόσο, όμως ο κοινωνικός στιγματισμός είναι πάντα παρών. Δεν υπάρχουν πλέον Σανατόρια, μόνο καταφύγια απόκληρων. Μια ολόκληρη κοινωνία «υγιών» ανθρώπων αποδοκιμάζει τα πρόσωπα του Σανατορίου. Εκείνοι κλεισμένοι σε μια τραπεζαρία – κλουβί, αφηγούνται τις πιο προσωπικές τους ιστορίες, ενώ μια κάμερα φανερώνει όλα εκείνα που δεν φαίνονται. Οι θεατές, σε απόσταση ασφαλείας (;), κοιτάζουν τα πρόσωπα σαν θηρία πίσω από το «τζάμι».
Σκηνοθεσία: Στέλιος Βραχνής. Ερμηνεύουν: Γεράσιμος Μπαμίχας, Κατερίνα Φωτιάδου, Κατερίνα Βασιλείου, Παύλος Παυλίδης, Χαρά Σβάνου, Πάνος Αναγνωστόπουλος.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ Τετάρτη 1, Πέμπτη 2 Οκτωβρίου Νοεμβρίου στις 21.00
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ.