.
Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Η νέα θεατρική σεζόν πρόσφατα έκανε την εμφάνισή της με αρκετές παραγωγές να λαμβάνουν χώρα στη Θεσσαλονίκη. Το κοινό φαίνεται σταδιακά να συνηθίζει στη νέα πραγματικότητα και να υπομένει στους περιορισμούς προκειμένου να απολαύσει το εκάστοτε καλλιτεχνικό θέαμα. Πρόσφατα έκανε πρεμιέρα στο ΚΘΒΕ μία αρκετά αναμενόμενη ήδη από πέρσι παράσταση, ο «Πουπουλένιος» του Μάρτιν Μακ Ντόνα, σε σκηνοθεσία Μαίρης Ανδρέου. Η παράσταση προβλήθηκε πέρσι διαδικτυακά στο ιδιόμορφο καθεστώς του #μένουμε_σπίτι.
Η παράσταση αναφέρεται σε ένα δικτατορικό κράτος κάπου στην Ανατολική Ευρώπη, όπου ο Κατούριαν, ένας συγγραφέας σύντομων ιστοριών και ο νοητικά στερημένος μικρότερος αδερφός του, Μίσαλ, συλλαμβάνονται και ανακρίνονται από δύο αστυνομικούς γιατί τα διηγήματα του πρώτου παρουσιάζουν ομοιότητες με μία σειρά δολοφονιών μικρών παιδιών που συμβαίνουν στην πόλη.
Εκκινώντας από τα θετικά( +) στοιχεία της παράστασης, πρωταρχικά θα εντάσσαμε το μεγαλειώδες έργο του Μάρτιν Μακ Ντόνα, το οποίο -όχι αδίκως- έχει διακριθεί με βραβείο Λόρενς Ολίβιε καλύτερου θεατρικού έργου το 2004. Το κείμενο δεν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε απλώς ως μία μαύρη κωμωδία, όπως τιτλοφορείται από τα σχετικά σημειώματα του ΚΘΒΕ. Αποτελεί ένα καθαρά δραματικό έργο με στοιχεία θρίλερ, το οποίο εμπλουτίζεται με στοιχεία μαύρης κωμωδίας. Το κείμενο πραγματεύεται ζητήματα, όπως η βία, οι γονεϊκές σχέσεις, τα όρια των ανθρώπων, τον ρόλο της λογοτεχνίας, την τάση επηρεασμού συνειδήσεων και ελέγχου, την αστυνομική βία και τα απολυταρχικά καθεστώτα. Πολλαπλές εναλλαγές, διαβαθμισμένη ροή, σημεία ανάπαυλας και αγωνιώδης ρυθμός αποτελούν τα κεντρικά χαρακτηριστικά του. Τέτοια κείμενα πρέπει να επιλέγονται να παρουσιάζονται. Άκρως ικανοποιητική η μετάφραση της Χριστίνας Μπάμπου-Παγκουρέλη, η οποία κατάφερε να τονίσει τα δυνατά σημεία του κειμένου, φωτίζοντας αρκετά επίκαιρα ζητήματα.
Προχωρώντας στα σημεία της σκηνοθεσίας της Μαίρης Ανδρέου, παρατηρούμε μία καθόλα ολοκληρωμένη διαμόρφωση. Η ίδια επιχείρησε κάτι «επικίνδυνο»: να διαδραματίσει την παράσταση σε ένα μικρό χώρο, όπως το φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, τοποθετώντας κυκλικά της σκηνής τον περιορισμένο αριθμό θεατών. Και αυτή η επιλογή ήταν άκρως επιτυχημένη, καθώς δημιούργησε μία μυσταγωγική ατμόσφαιρα με τους θεατές να γίνονται μάρτυρες της ανάκρισης του κεντρικού ήρωα, παρατηρώντας με ενάργεια τις ψυχολογικές μεταπτώσεις και τις πολυποίκιλες εναλλαγές.
Η ίδια κατάφερε να αξιοποιήσει κάθε σημείο του χώρου, αποδεικνύοντας, πως δεν χρειάζονται μεγάλοι χώροι και φαινομενικά εντυπωσιακά σκηνικά για να δημιουργηθεί ένα δυνατό αποτέλεσμα. Στο κέντρο της σκηνής υπήρχε παρατεθειμένο ένα τραπέζι στο οποίο διεξαγόταν η ανάκριση, το οποίο ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη με ένα άσπρο και ένα μαύρο σημείο. Ήδη η πρώτη εικόνα φάνηκε να δημιουργεί μία «φοβιστική» σύλληψη, με δύο περίεργες μάσκες να καλύπτουν τα πρόσωπα ορισμένων πρωταγωνιστών και ορισμένα φονικά εργαλεία να είναι κρεμασμένα στο πίσω μέρος, αποδεικτικά του ιδιόμορφου καθεστώτος. Το τραπέζι χρησιμοποιήθηκε με πολλαπλάσιους τρόπους, αναπαριστώντας πολλαπλά και διαφορετικά σημεία πλοκής, αποτελώντας ένα ζωντανό και καθόλου στατικό σκηνοθετικό εργαλείο.
Η σκηνική διαμόρφωση, όμως, δεν σταματά εδώ, καθώς υπήρχε ένα video wall στο πίσω και στο κάτω μέρος της σκηνής, το οποίο παρουσίαζε με πολύ αποτελεσματικό τρόπο τις ιστορίες του κεντρικού ήρωα, καθιστώντας τις προσιτές στο κοινό και δημιουργώντας μία ανάπαυλα στην συνεχή αφήγησή τους. Άρτια δομή, εύστοχες εικόνες, δυναμικές εναλλαγές των Αθηνάς Σωτήρογλου και Ευαγγελίνας Καρυοφύλλη.
Το έργο χωρίζεται σε 3 βασικές σκηνές, με την ανάκριση να λαμβάνει χώρα στο πρώτο μέρος, τη συνομιλία μεταξύ των δύο αδερφών στο δεύτερο, και τη λύση της υπόθεσης στο τρίτο. Οι ήρωες σωστά δομημένοι αλληλοεπιδρούν συνεχώς μεταξύ τους με μία κινητικότητα, η οποία είναι έντονη και επιδιώκει να καλύψει το σύνολο της σκηνής. Οι ήρωες βρίσκονται όλη την ώρα πάνω στην σκηνή, χωρίς να μένουν στατικοί, παρότι δεν συμμετέχουν σε όλες τις σκηνές.
Οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου συνδυάστηκαν απόλυτα με το παιχνίδι με την κιμωλία και τον μαυροπίνακα, δημιουργώντας πολλές διαβαθμίσεις, απότομες αλλαγές, που δημιούργησαν μία αγχώδη κατάσταση, και δυναμική αντίθεση με φωτισμό των ατόμων, που έπαιζαν και με σκοτάδι σε όσους περίμεναν τις εξελίξεις, σε μία σύλληψη δράσηςυπό την σκιά τους, που απέδωσε μυστικοπάθεια στην εξέλιξη.
Οι ήρωες αποτέλεσαν ένα οργανωμένο σύνολο με χημεία και άνεση μεταξύ τους. Αναλυτικότερα, διαμορφώθηκαν δύο κεντρικά ζεύγη, ήτοι αστυνομικοί και κρατούμενοι. Στο πρώτο πόλο, ο Σπύρος Σαραφιανός στον ρόλο του κυνικού αστυνομικού, συγκέντρωσε πάνω του με μαεστρία το μαύρο χιούμορ του κειμένου, με την στατικότητα του ρόλου να μετουσιώνεται στη συναισθηματική συγκράτησή του.
Αντίθετα, ο πιο κινητικός Γρηγόρης Παπαδόπουλος αποτέλεσε το άλλο άκρο στον κυνισμό του πρώτου, έχοντας ισχυρό συναισθηματικό υπόβαθρο και πιο έντονα στοιχεία βίας. Στον δεύτερο πόλο, ο κεντρικός ήρωας Κατούριαν έλαβε σάρκα και οστά από τον Γιάννη Τσεμπερλίδη, ο οποίος εντυπωσίασε, καθώς κατάφερε χωρίς ίχνος υπερβολής να υποδυθεί έναν ρόλο, που ακροβατούσε στα άκρα. Τέλος, ο Χρίστος Στυλιανού υποδύθηκε τον Μίσαλ, έναν διανοητικά καθυστερημένο ήρωα με αρκετά κωμικά σημεία, που έδεσε με την αντίθεση του Κατούριαν. Ευχάριστη η παρουσία της Ευαγγελίνας Καρυοφύλλη στο ρόλο ενός κωφάλαλου παιδιού.
Η μουσική του Γιάννη Τσεμπερλίδη κινήθηκε σε ικανοποιητικά πλαίσια, δένοντας μαζί με τη ζωντανή από μικρόφωνο αφήγηση των ιστοριών.
Σε κάποιες παρατηρήσεις (–), οι οποίες όμως δεν έδωσαν αρνητικό στίγμα θα ήταν αρχικά η διάρκεια της παράστασης. Οι δύο ώρες μοιάζουν ένα εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, το οποίο επίτασσε σε μερικά σημεία το «μάζεμα» της υπόθεσης, ώστε να είναι πιο χρονικά προσιτό για τον θεατή. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί, πως παρόλη τη μεγάλη διάρκεια το έργο δεν έκανε «κοιλιά». Πέραν αυτού, θα προτιμούσαμε μεγαλύτερες δόσεις μουσικής σε ένα πλούσιο οπτικά και καλλιτεχνικά θέαμα. Η μουσική αποτελεί ένα βασικό συστατικό στοιχείο, το οποίο θα μπορούσε να υπάρχει σε περισσότερα σημεία της πλοκής
Συνολικά (=), θα λέγαμε, πως η παράσταση αποτελεί μία απόλυτα θετική έκπληξη, καθώς πρόκειται για ένα άκρως δουλεμένο θέαμα. Το πολύ σημαντικό κείμενο δεν ευτελίστηκε σε κανένα σημείο, αλλά έλαβε προσοχής από την σκηνοθεσία, δημιουργώντας ένα αξιοπρεπέστατο αποτέλεσμα, που φώτισε τις πτυχές του. Τα λοιπά στοιχεία λειτούργησαν ενισχυτικά στην σκηνοθεσία, δίνοντάς της πολύ δυναμικό παλμό, με τους ηθοποιούς να ταιριάζουν υποδειγματικά.
Βαθμολογία:
7,1/10
.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022 – Πληροφορίες ΕΔΩ
.
Δείτε & αυτά:
.
Φωτογραφικό υλικό