.
Είδε η Αννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
«Σε μαχαίρωσαν στις πλάτες, βρε Πατρίδα, τα σκυλιά και σου φέρανε προστάτες και μας ρίχνουν στην σκλαβιά. Πως τάχα πέτυχε, θα πουν, η επανάστασή μας και χρόνια θα μας τυραννούν, θα τρώνε το ψωμί μας…». Οι παραπάνω στίχοι συνοψίζουν την κεντρική ιδέα του έργου του Μήτσου Ευθυμιάδη, οι «Προστάτες», που παρακολουθήσαμε από το ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κιουρτσίδη και μουσική Χρήστου Λεοντή, στην σκηνή Σωκράτης Καραντινός της Μονής Λαζαριστών. Οι Προστάτες ανέβηκαν για πρώτη φορά το 1975 από το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν, σε σκηνοθεσία Γιώργου Λαζάνη.
Πρόκειται για μια λαϊκή, μουσική σάτιρα, με θέμα την Επανάσταση του 1821 και συγκεκριμένα τον ρόλο που διαδραμάτισαν σε αυτήν οι εγχώριοι κοτζαμπάσηδες, ο κλήρος και οι ξένες δυνάμεις. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης μέσα από μια διαφορετική οπτική, μια «αριστερή» ματιά που επιδιώκει να καυτηριάσει συμπεριφορές, να καταδείξει τα συμφέροντα που κρύβονταν πίσω από σημαντικά εθνικά ζητήματα και να θέσει ερωτήματα και προβληματισμούς για το τι πραγματικά έγινε εκείνη την περίοδο.
Το έργο δεν έχει συγκεκριμένη πλοκή. Αποτελεί μια παρουσίαση σημαντικών στιγμών του απελευθερωτικού αγώνα, εν είδει επιθεώρησης, που καλύπτουν όλο το χρονικό της εποχής από την κήρυξη της επανάστασης ως την ενθρόνιση του Όθωνα. Εξέχουσες προσωπικότητες όπως ο Υψηλάντης, ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέττης, ο Καποδίστριας, ο Μέτερνιχ, ο Κάνιγκ παρελαύνουν επί σκηνής, ενώ αναφορές γίνονται και σε κατατρεγμένους ήρωες όπως ο Κολοκοτρώνης και ο Ανδρούτσος. Ιδιαίτερα αισθητή από την συνολική απόδοση του κειμένου γίνεται η έννοια της ταξικής πάλης, καθώς το κείμενο εστιάζει στους αγώνες της φτωχολογιάς κατά της πλουτοκρατίας, προαναγγέλλοντας τους αγώνες της εργατικής τάξης κατά του κεφαλαίου.
Καταρχάς στα θετικά (+) της παράστασης το ευρηματικό κείμενο του Μήτσου Ευθυμιάδη που παρόλη την φαινομενική απλότητα και λαϊκότητά του, εμβαθύνει σε σημαντικά ζητήματα της ελληνικής ιστορίας και στηλιτεύει με θάρρος και ευθύτητα πρόσωπα και θεσμούς. Ο λόγος που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι απλός, καθημερινός, με μικρές αναφορές στην καθαρεύουσα και εμπλουτισμένος με τοπικά ιδιώματα που δίνουν χαρακτήρα στα δρώμενα. Το κείμενο, άλλοτε πεζό και άλλοτε έμμετρο, με ομοιοκαταληξία ή χωρίς, αποτελεί ένα ποικιλόμορφο, καλοδουλεμένο έργο, που επιφέρει ευφωνία και τέρπει ακουστικά τον θεατή. Ως καθαρή σάτιρα χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο το κωμικό στοιχείο, τη γελοιοποίηση αλλά και διάφορα λογοπαίγνια, με στόχο να αποδώσει, μέσω ενός κλίματος ευθυμίας και χαλαρότητας, τα θέματα που θίγει.
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Κιουρτσίδη αξιοποίησε τις δυνατότητες του κειμένου και το ανέδειξε σημαντικά. Πάνω σ’ ένα παραδοσιακό καμβά, ο σκηνοθέτης ζωγράφισε με έντονες πινελιές χαρακτήρες και πρόσωπα της εποχής (κάποιους σαν καρικατούρες και εικόνες γελοιογραφίας), θέλοντας να αποδώσει με τον γλαφυρότερο τρόπο τον αρνητικό ρόλο που έπαιξαν οι «προστάτες» του έθνους. Η σκηνή πλημμύρισε από ζωντανές εικόνες του παρελθόντος που προκαλούσαν αβίαστα ανάμικτα συναισθήματα στον θεατή και κυρίως του επικοινωνούσαν την πίκρα του λαού, που παρέμενε κομπάρσος σε μια ιστορία όπου δικαιωματικά ήταν ο πρωταγωνιστής. Με μια έξυπνη αξιοποίηση του χώρου αλλά και του έμψυχου υλικού που είχε στη διάθεσή του, με ένα εμπνευσμένο σκηνικό, με εξαίρετη μουσική και χορογραφημένη κινησιολογία ο σκηνοθέτης δημιούργησε επί σκηνής ένα λαϊκό πανηγύρι, γεμάτο χρώματα και μουσικές, που μέσα από το έντονο κωμικό στοιχείο, έδωσε τροφή για σκέψη και προβλημάτισε το κοινό. Εξαιρετική σατιρική σκηνή αποτέλεσαν οι ερωτοτροπίες του Μαυροκορδάτου με την κάθε άλλο παρά ελκυστική Αγγλία, αλλά και η σκηνή όπου σε «αργή κίνηση» οι εξέχουσες προσωπικότητες κυλιούνται στο πάτωμα και …πλακώνονται μεταξύ τους για να προλάβουν να καρπωθούν το «μερίδιό» τους από το πολυπόθητο δάνειο που χρεώθηκε ο ελληνικός λαός.
Στη διάθεση του σκηνοθέτη ένα εξαιρετικό καστ 27 ηθοποιών του ΚΘΒΕ, που ανέδειξαν τους ρόλους τους με μαεστρία, επαγγελματισμό και έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους συμβάλλοντας τα μέγιστα στην επιτυχία της παράστασης. Ερμηνεύοντας διάφορους ρόλους ο καθένας, κατακλύζουν τη σκηνή άλλοτε ως ρακένδυτοι αγρότες που με τις τσουγκράνες στα χέρια διεκδικούν το δίκιο τους, άλλοτε ως πολεμιστές με τα τουφέκια προτεταμένα, άλλοτε ως τραπεζίτες και άλλοτε ως κοτζαμπάσηδες και άρχοντες με πλούσιες φορεσιές και περισσό θράσος. Ως ένα καλά οργανωμένο σύνολο, χορεύουν, τραγουδούν με μια ψυχή, ερμηνεύουν και ενσαρκώνουν τους χαρακτήρες του 1821 με καθαρό λόγο, προσεγμένες κινήσεις, με ενέργεια και δυναμισμό. Με τις εξαιρετικές τους παρουσίες κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του κοινού και χαρίζουν στιγμές ατόφιας ψυχαγωγίας αλλά και συγκίνησης.
Εξαιρετικοί στους ρόλους τους ο Σπύρος Σαραφιανός στον ρόλο του Μαυροκορδάτου, ο Κώστας Χαλκιάς στον ρόλο του Πονηρόπουλου, η Ρούλα Παντελίδου στον ρόλο της Αγγλίας, η Καλλιόπη Ευαγγελίδου στον ρόλο της Γαλλίας, ο Θανάσης Κεραμίδας ως Καποδίστριας, οι Λευτέρης Λιθαρής, Νίκος Μήλιας και Στέφανος Πίττας ως κοτζαμπάσηδες, αλλά και οι Ηλέκτρα Γωνιάδου, Άννα Ευθυμίου, Αλίκη Ζαχαροπούλου, Θανάσης Δισλής, Χρύσανθος Καγιάς, Παντελής Καλπάκογλου, Άγγελος Καρανικόλας, Δημήτρης Καρτόκης, Δημήτρης Κολοβός, Ηλίας Μπερμπέρης, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Χρίστος Στυλιανού, Γιώργος Σφυρίδης, Γιάννης Τσεμπερλίδης, Χρήστος Γκρόζος, Αργύρης Λάμπρου, Θανάσης Λανάρης, Νικόλαος Μανωλάς και Λεωνίδας Στάμου σε πολλαπλούς ρόλους ο καθένας, που κατέθεσαν το ταλέντο τους και την ψυχή τους.
Η μουσική αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι τηςπαράστασης και δικαιολογημένα της προσέδωσε χαρακτήρα λαϊκής όπερας ή μιας μορφής μιούζικαλ, που χωρίς να λείπει το πεζό μέρος, αφηγείται «μελωδικά» την ιστορία του αγώνα των Ελλήνων. Η μουσική επένδυση από τον Χρήστο Λεοντή δεν χρειάζεται ιδιαίτερους σχολιασμούς, η αξία της είναι αναμφισβήτητη. Τα πατριωτικά τραγούδια της παράστασης, πολλά από τα οποία εμπεριέχονται στον δίσκο του δημιουργού «Παραστάσεις» που κυκλοφόρησε το 1975, αγαπήθηκαν ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό και ακούγονται ως σήμερα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα: «Μια φορά κι έναν καιρό», «Αν ήξερα ανάγνωση, γραφή», «Χάθηκε η επανάστασή μας» κ.α. Αν και η πλειοψηφία των τραγουδιών απέπνεε την απογοήτευση και την μελαγχολία του λαού, αναμφίβολα η μουσική χάρισε κέφι, ζωντάνια και εθνικό χαρακτήρα στην παράσταση. Αξίζει επίσης να σταθούμε στις πολύ καλές φωνητικές επιδόσεις των ηθοποιών, υπό την μουσική διδασκαλία του Παναγιώτη Μπάρλα, αλλά και στις χορογραφίες του Τάσου Παπαδόπουλου, που ζωντάνεψαν απ’ άκρη σ’ άκρη την σκηνή, χαρίζοντας στο κοινό ένα λαμπρό θέαμα.
Το σκηνικό της Άννας – Μαρίας Αγγελίδου αποτέλεσε μια έξυπνη και πρωτότυπη επιλογή. Αρκετά λιτό και αφαιρετικό, εστίασε σε μια κεντρική κατασκευή που θύμιζε εικαστική έκθεση. Μια γκαλερί όπου σε πέντε προθήκες, σαν πίνακες ζωγραφικής με πολυτελείς σκαλιστές κορνίζες, φιλοξενούσε τις πέντε ηθοποιούς που ντυμένες με πλούσια φορέματα υποδύονταν τις «Προστάτιδες» δυνάμεις. Μια ευρηματική σύλληψη από την οποία δεν έλειπε ο συμβολισμός περί του διακοσμητικού ρόλου των μεγάλων δυνάμεων που καιροφυλακτούσαν, παρακολουθώντας αφ’ υψηλού τις εξελίξεις στην Ελλάδα. Κατά τα άλλα, η μεγάλη εξέδρα με τον επικλινή διάδρομο έδινε δυνατότητα κίνησης στους ηθοποιούς και χώριζε τη σκηνή σε ποικίλα επίπεδα δράσης που καθιστούσαν ακόμη πλουσιότερο το θέαμα. Οι δε φωτισμοί του Γιάννη Τούμπα,ανέδειξαν σημαντικά τη συναισθηματική έκφραση των χαρακτήρων και χάρισαν ένταση στο σκηνικό.
Η επιλογή των κοστουμιών, επίσης από την Άννα – Μαρία Αγγελίδου, αποτέλεσε μια θαυμαστή οπτικά προσπάθεια.Παραδοσιακές ενδυμασίες, φανερά ποιοτικές και φροντισμένες, απέδωσαν την ατμόσφαιρα της εποχής, τόνισαν τις διαφορές μεταξύ των κοινωνικών τάξεων που προβάλλονται στο έργο και προσέδωσαν ποικιλία, πολυχρωμία και αέρα ελληνικής παράδοσης στην παράσταση.
Ως μικρή αδυναμία(-) σε ένα γενικά άρτιο αποτέλεσμα θα αναφέραμε την σκηνή που η αποστολή των Ελλήνων καταφεύγει στη Ρωσία για βοήθεια, κατά την οποία, παρατηρείται μια ανούσια βραδύτητα και νωθρότητα, ενώ γενικά η παράσταση διατηρεί ένα γρήγορο ρυθμό. Πρόκειται για μια μακρόσυρτη σκηνή που διασπά τις συνεχείς – γρήγορες εναλλαγές του έργου και αποσυντονίζει, ευτυχώς παροδικά, το θεατή.
Συμπερασματικά (=), οι Προστάτες του Μήτσου Ευθυμιάδη, ήταν μια εξαιρετική μουσικοχορευτική παράσταση, μια πολιτική σάτιρα υψηλού επιπέδου με πολύ καλές ερμηνείες, εντυπωσιακά κοστούμια και υπέροχη μουσική. Μια τολμηρή παράσταση, μια «καταγγελία», που το ΚΘΒΕ, θαρραλέα, επέλεξε να ανεβάσει στην επέτειο των 200 χρόνων από την έναρξη της ελληνικής επανάστασης. Κλείνοντας, αξίζει να αναφέρω, ότι ούτε ο σατιρικός χαρακτήρας, ούτε η έντονα κωμική διάθεση του έργου μπόρεσε να υπερκαλύψει την συγκίνηση που απέπνεε η εικόνα του κυματισμού της γαλανόλευκης στα χέρια ενός απλού Έλληνα που διέσχιζε τρέχοντας την σκηνή. Μια εικόνα που αξίζει να κρατήσει ο κάθε θεατής…
Βαθμολογία
7,2/10
.
-k-
ΜΟΝΗ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ
«Οι Προστάτες» του Μήτσου Ευθυμιάδη.
Το έργο παρουσιάζει στη σκηνή κλασικά γεγονότα, φωτισμένα από μια άλλη πλευρά χωρίς όμως να αμαυρώνονται το αποτέλεσμα και η σημασία της Ελληνικής Επανάστασης καθώς και η γέννηση του Ελληνικού κράτους. Το κοινό θα συναντήσει όχι πρόσωπα αλλά χαρακτήρες/ σύμβολα που φτάνουν μέχρι το σήμερα και θα ανακαλύψει τους σκοπούς και τα συμφέροντα όσων ανακήρυξαν τους εαυτούς τους «προστάτες».
Σκηνοθεσία: Γιώργος Κιουρτσίδης.
Ερμηνεύουν: Θανάσης Δισλής, Καλλιόπη Ευαγγελίδου, Άννα Ευθυμίου, Αλίκη Ζαχαροπούλου, Χρύσανθος Καγιάς, Δημήτρης Κολοβός, Λευτέρης Λιθαρής, κ.ά.
Ήμερες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Κυριακή στις 19.00, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022
Φωτογραφικό υλικό