Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Είναι αλήθεια ότι τρέφαμε προσδοκίες για τη συγκεκριμένη παράσταση… τόσο το επίκαιρο θέμα, όσο και οι συντελεστές με αξιόλογα, ποιοτικά δείγματα γραφής, προϊδέαζαν για κάτι ανάλογο πάνω στο καυτό ζήτημα της γυναικοκτονίας με τρομακτικές διαστάσεις σύγχρονης μάστιγας…Το οποίο, πέραν της κοινωνίας, απασχολεί ευρέως πλέον τη θεατρική τέχνη όπως είναι αναμενόμενο και οι πολυδιάστατες πτυχές του προσφέρονται ιδανικά για ανεξάντλητες προσεγγίσεις και οπτικές… Μιλάμε για την παράσταση- περφόρμανς «Ου φονεύσεις» σε σύλληψη, δραματουργία και σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αμαλία…

Επί σκηνής το άψυχο σώμα ενός άνδρα σαν να κείτεται πάνω σε «βωμό» και γύρω του μαυροντυμένες γυναίκες να πενθούν με το ανάλογο ιερό τελετουργικό, «ραίνοντας» τον νεκρό με χώμα εν είδει σπονδής και διαβάζοντας βιβλικά αποσπάσματα από τη δημιουργία των Πρωτόπλαστων Αδάμ και Εύας ή την επίδοση των Δέκα Εντολών με έμφαση στο «Ου φονεύσεις»… Στη συνέχεια ακολουθεί μια αναδρομή στις δεκαετίες για την πορεία και εξέλιξη της πατριαρχίας στα «καθ’ ημάς» με την ακραία απαξίωση – εκμετάλλευση της γυναίκας ως… χρηστικό εργαλείο αναπαραγωγής και υποστήριξης του άντρα- αφέντη, ενισχύοντας την άποψη με τις ρήσεις ιερών πατέρων της Εκκλησίας για την υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας στα γραπτά τους…Φτάνοντας στο ζοφερό σήμερα με τις συνεχείς δολοφονίες γυναικών ως κτήματα διεστραμμένων ανδρών, παρακολουθούμε συμβολικές αναπαραστάσεις σκηνών βίας κι απανωτές καταγγελίες κακοποίησης, με σταθερό φόντο ένα δελτίο ειδήσεων που αναδεικνύει σαρκαστικά τον ευτελή τρόπο παρουσίασης του τραγικού φαινομένου…
.jpg)
Σαφώς αναγνωρίζουμε στη δημιουργό Άντζελα Μπρούσκου την υγιή πρόθεση ευαισθητοποίησης για ένα μείζον κοινωνικό θέμα που αφορά στην ίδια την επιβίωση του γυναικείου φύλου και αποκτά ολοένα τρομακτικότερες διαστάσεις…Ωστόσο τα ουσιώδη ερωτήματα που τίθενται εν προκειμένω είναι: Κατά πόσο το παρόν εγχείρημα μπόρεσε να συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση πετυχαίνοντας το στόχο του;; Τί διαφορετικό ή καινούργιο φώτισε ώστε να διευρύνει τους ορίζοντες της σκέψης ή έστω να διεγείρει το θυμικό;; Πώς αποτιμάται καλλιτεχνικά δεδομένου ότι ναι μεν βασίζεται σε ντοκουμέντα αλλά πρόκειται για θεατρική πράξη;; Τί είδους επίγευση και κυρίως ουσία ή προβληματισμό άφησε στον θεατή βγαίνοντας από την αίθουσα;;
Δυστυχώς οι απαντήσεις, παρά τις προσδοκίες μας και παρά τις καλές προθέσεις, είναι απογοητευτικές (-)… Διότι αυτό που εισπράξαμε πρωτίστως σε επίπεδο σύλληψης της ιδέας, αλλά και σκηνοθετικής απόδοσης με κάποιες απλά αξιοπρόσεκτες στιγμές, ήταν μια στείρα, αβαθής, περιγραφική διαχείριση καταστάσεων που γινόμαστε σχεδόν καθημερινά μάρτυρες με πάσα λεπτομέρεια από τα μέσα… Υποτίθεται ότι το θέατρο- ντοκουμέντο με αφορμή πραγματικά γεγονότα, στοχεύει μέσω της τέχνης να αγγίξει συναισθηματικά ή εγκεφαλικά, αναδεικνύοντας αθέατες πτυχές, οπτικές, απόψεις, αιτίες, συνέπειες κλπ. που θα πυροδοτήσουν βαθύτερους προβληματισμούς και θα αφυπνίσουν κρυμμένες ευαισθησίες… Όταν όμως η θεατρική απόπειρα εξαντλείται σε επιδερμικές περιγραφές, κοινές διαπιστώσεις για πράγματα ευρύτατα γνωστά κι διαρκώς επαναλαμβανόμενα, στεγνές καταγγελίες εν είδει συνθημάτων για τα αυτονόητα, χωρίς καμιά εμβάθυνση ή ψυχική διερεύνηση ή ουσιαστική προσέγγιση των γεγονότων, πώς είναι δυνατόν να αγγίξει έστω στοιχειωδώς;;

Τη στιγμή που βομβαρδιζόμαστε νυχθημερόν με πλεονάζουσα δόση παρόμοιων τραγικών ειδήσεων, που μοιραία κατάντησαν πλέον θλιβερή «ρουτίνα καθημερινότητας» με τον ανάλογο εθισμό, το τελευταίο που περιμένουμε πηγαίνοντας στο θέατρο είναι να συναντήσουμε «μία από τα ζοφερά ίδια», παρακολουθώντας στη σκηνή απλώς δραματοποιημένα όσα ακριβώς βλέπουμε με ρεπορτάζ στην τηλεόραση, λες και δεν είναι ήδη αρκετή η καθημερινή κατάθλιψη… Ποιο το νόημα και η ουσία;;; Γιατί να υποστούμε (και) στο θέατρο τη βάσανο χωρίς να αποκομίσουμε τίποτα περαιτέρω να μας ταρακουνήσει;; Διότι προφανώς ούτε η σκηνική αναπαραγωγή της βίας, ούτε το πασίγνωστο ιστορικό της πατριαρχίας, ούτε τα παγιωμένα θρησκευτικά στερεότυπα, ούτε ο ανούσιος διδακτισμός των «πρέπει» για τα αυτονόητα είναι ικανά να «μετακινήσουν» έστω και πόντο το μυαλό ή την ψυχή του ήδη επιβαρυμένου θεατή που ψάχνει στην τέχνη αυτό το ιδιαίτερο «κάτι», πάνω από ρηχές, αναμενόμενες συμβάσεις…
Και αυτό το «κάτι», όχι μόνο δεν ήρθε ποτέ, αλλά αντίθετα βουλιάξαμε στη συμβατικότητα γνωστών επαναλήψεων με μαρτυρίες κακοποίησης, που από ένα σημείο και μετά το όποιο ενδιαφέρον έκανε φτερά, μετρώντας με αδημονία τα λεπτά για τη λήξη…Κι ενώ η έναρξη με το τελετουργικό του πένθους, την υποβλητική σκοτεινή ατμόσφαιρα, τα βιβλικά αποσπάσματα έμοιαζε να παραπέμπει σε κάτι ξεχωριστό και ψαγμένο, η συνέχεια δυστυχώς αναλώθηκε στα παραπάνω προβλέψιμα και μη εξαιρετέα όπως περιγράφηκαν και επιπλέον με μια «βαβούρα» άκρως ενοχλητική, καθώς η μουσική ή ο ήχος των προβολών (πχ, ενός ποδοσφαιρικού αγώνα που τράβηξε αδικαιολόγητα σε μάκρος) κάλυπτε σταθερά τα λόγια των ηθοποιών που αδυνατούσαμε να διακρίνουμε, ενώ οι συνεχείς κραυγές κυρίως του αγριεμένου άνδρα, καταπόνησαν τα αυτιά μας…

Πέραν τούτων, από άποψη συμβολισμών σε ένα υποτυπώδες σκηνικό αποτελούμενο από κάποια κομμάτια φελιζόλ που ωστόσο αξιοποιήθηκαν σωστά ως κρεβάτι, καθίσματα, σταντ ειδήσεων, ταφόπλακες κλπ., δεν θα χαρακτηρίζαμε ευφάνταστα τα ευρήματα αλλά μάλλον προβλέψιμα και συμβατικά όπως πχ. η κατάχρηση της κόκκινης μπογιάς και των κόκκινων φωτισμών, η «πασαρέλα» των αιματοβαμμένων γυναικών με φορέματα- σκουπιδοσακούλες επιδεικνύοντας φονικά όπλα, η ταυτόχρονη προβολή κάποιων ζωντανών στιγμιότυπων στη μακροσκελή σκηνή των ειδήσεων ή η χρήση κάμερας τύπου «ανάκρισης» στη γωνία της σκηνής κλπ. που ναι μεν πρόσθεσαν κάποια θεατρικότητα κι εναλλαγές, όμως καταφεύγοντας σε στερεοτυπικές επιλογές χωρίς ιδιαίτερη φαντασία και έμπνευση όπως θα περιμέναμε από τη συγκεκριμένη σκηνοθέτιδα…
Λίγα στοιχεία διασώθηκαν (+) όπως η ταιριαστή για το κλίμα μουσική υπόκρουση όμως με προβληματική διαχείριση καλύπτοντας τον λόγο, ενώ κάποιες σκηνές ξεχώρισαν για την εύστοχη νοηματοδότηση, σαν αυτή της πένθιμης έναρξης με τιμές στον νεκρό άνδρα, σε αντιδιαστολή με τη σκηνή του νεκροταφείου των δολοφονημένων γυναικών και μια ζητιάνα να μαζεύει απομεινάρια ή η σκηνή με το βαρύ ζειμπέκικο του αιματοβαμμένου μάγκα ή τα σαρκαστικά τηλεοπτικά ρεπορτάζ με συνεντεύξεις αδιάφορων- αλλοπρόσαλλων μαρτύρων για λίγη δημοσιότητα….

Επίσης βρήκαμε σωστή εν γένει για το θέμα την ατμόσφαιρα, αποδίδοντας με τόλμη και ρεαλισμό την ωμή αλήθεια και εμβόλιμες μικρές στιγμές αποφόρτισης με συγκινητικό α καπέλα τραγούδισμα… Τέλος εκτιμήσαμε τις προσεγμένες, αξιοπρεπείς ερμηνείες των ηθοποιών – Ανδριανή Κυλάφη, Κωνσταντίνος Γιουρνάς, Άλκηστις Πολυχρόνη– παρότι κάποιες και κυρίως η ανδρική ξέφυγαν στην υπερβολή με παραπανίσιες κραυγές, ενώ η καταξιωμένη Δήμητρα Χατούπη με την γοητευτική εσωτερικότητα και αυτοέλεγχο που διακρίνουν το ουσιαστικό της παίξιμο, έδωσε και εδώ ένα αντίστοιχο, πολυδιάστατο δείγμα του ταλέντου της, έστω κι αν αδικήθηκε από τις γενικότερες συνθήκες…
Καταλήγοντας (=) και παρά τις μεμονωμένες καλές στιγμές, η επίγευση από μια περφόρμανς που πραγματεύτηκε κρίσιμο κοινωνικό θέμα, σε μεν καλλιτεχνικό επίπεδο υπήρξε πενιχρότατη, ενώ σε επίπεδο ουσίας και ευαισθητοποίησης πλήρως απογοητευτική… όταν κοιτάς εναγωνίως το ρολόι, κάτι δεν πήγε καθόλου καλά..
Βαθμολογία: 4/10
Το «Ου Φονεύσεις» της Άντζελας Μπρούσκου με τη Δήμητρα Χατούπη στο θέατρο Αμαλία









