Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το No Woman’s Land της θεατρικής ομάδας «Άρρητες», σε σκηνοθεσία της Βασιλείας Κλήμη, αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες κοινωνικά και καλλιτεχνικά προτάσεις της χρονιάς, που τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενης Ομάδας στα 14α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης.
Η παράσταση βασίζεται σε πραγματικές μαρτυρίες γυναικών Ρομά, καταγεγραμμένες μέσα από επιτόπια έρευνα, συναντήσεις και συνεντεύξεις, δημιουργώντας ένα έργο που δεν αναπαριστά απλώς τις ζωές αυτών των γυναικών αλλά επιχειρεί να τους παραχωρήσει χώρο, να τις αφήσει να μιλήσουν. Η αφετηρία —ο γάμος μιας 14χρονης κοπέλας— λειτουργεί ως σημείο εκκίνησης για να ξετυλιχθούν θέματα ταυτότητας, αποκλεισμού, οικογενειακών πιέσεων, προσδοκιών, αλλά και ονείρων που επιμένουν, ακόμη και μέσα σε αντίξοες συνθήκες.
Ένα από τα πιο θετικά (+) στοιχεία της παράστασης είναι ότι το κείμενό της προέκυψε μέσα από τη διαδικασία του devised theater. Πρόκειται για μια θεατρική μέθοδο όπου δεν υπάρχει αρχικό, έτοιμο έργο. Αντίθετα, το κείμενο γεννιέται συλλογικά από τους ηθοποιούς και τους δημιουργούς μέσα από αυτοσχεδιασμούς, έρευνα, ανταλλαγή υλικού και βιωμάτων. Το αποτέλεσμα είναι ένα έργο οργανικό, που μοιάζει να αναπνέει και να εξελίσσεται, και που φέρει τη ζωντάνια της άμεσης επαφής με την πραγματικότητα. Το κείμενο που προέκυψε από την ομάδα Άρρητες είναι απλό στην έκφραση αλλά βαθύ στο περιεχόμενο, αγγίζοντας με ειλικρίνεια τις φωνές των γυναικών που αποτέλεσαν την πηγή του.
Η σκηνοθεσία της Βασιλείας Κλήμη είναι προσεκτικά ζυγισμένη. Επιλέγει μια λιτή, καθαρή σκηνική γλώσσα, όπου η ένταση δεν προκύπτει από θεατρικά τρικ, αλλά από την αλήθεια του λόγου και τη συλλογική ενέργεια των ηθοποιών. Η Κλήμη μετατρέπει τη σκηνή σε χώρο ακρόασης και συμμετοχής: οι αλλαγές ρυθμού είναι μελετημένες, οι μεταβάσεις ήπιες αλλά σημαίνουσες, και η ατμόσφαιρα στοχευμένη. Το εύρημα της βιντεο-μαρτυρίας, που εμφανίζεται σε κομβική στιγμή, είναι εξαιρετικά εύστοχο. Το πραγματικό πρόσωπο μιας γυναίκας Ρομά υπενθυμίζει ότι τα βιώματα αυτά δεν είναι θεατρικές επινοήσεις αλλά πραγματικές ζωές.
Η σκηνογραφία και ενδυματολογία της Έλλης Ναλμπάντη είναι λιτή αλλά εύγλωττη. Με λίγα, ευέλικτα στοιχεία δημιουργεί έναν χώρο που μεταμορφώνεται, άλλοτε καταυλισμός, άλλοτε σχολικό περιβάλλον, άλλοτε ένα μεταβατικό «ενδιάμεσο» όπου οι γυναίκες συναντούν τα όνειρα ή τους φόβους τους. Τα κοστούμια λειτουργούν ως ενδείξεις ταυτότητας αλλά και ως εργαλεία μεταμόρφωσης.
Οι φωτισμοί της Βασιλείας Κλήμη προσθέτουν ένα ακόμη επίπεδο στην παράσταση. Με απαλές, στοχευμένες διακυμάνσεις, ορίζουν τις συναισθηματικές μεταβάσεις, διαχωρίζουν τους χώρους και υπογραμμίζουν τη διαφορά ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό. Σε στιγμές ημιαφάνειας, οι ηθοποιοί μοιάζουν να κινούνται μέσα σε μνήμη ή όνειρο· σε άλλες, το φως γίνεται κοφτερό, αποκαλυπτικό.
Η μουσική σύνθεση και επιμέλεια του Κώστα Βαπορίδη λειτουργεί ως παλμός της παράστασης. Δεν σκεπάζει τον λόγο αλλά τον συνοδεύει, δημιουργώντας ένα ηχητικό τοπίο που συνομιλεί με τις αφηγήσεις και ανοίγει συναισθηματικούς διαδρόμους.
Η κίνηση της Μελίνας Σιδηροπούλου επιτρέπει στις ηθοποιούς να περνούν από ρόλο σε ρόλο με ροή και φυσικότητα. Οι μεταμορφώσεις, οι σωματικές αλλαγές, οι ομαδικές συνθέσεις δημιουργούν μια συλλογική σωματικότητα που ενισχύει την αφήγηση.
Οι πέντε ερμηνεύτριες —Αδριανή Λιάτα, Θεοδώρα Χατζηαναστάσογλου, Φρόσω Χατζηγεωργιάδου, Μελίνα Σιδηροπούλου, Εύη Ρέμπα— λειτουργούν με αξιοθαύμαστη χημεία. Κάθε μία διαθέτει διακριτό ύφος, όμως επί σκηνής σχηματίζουν ένα σώμα που κινείται συλλογικά, με εμπιστοσύνη και συντονισμό. Η μία ενισχύει την άλλη, δημιουργώντας μια πολυφωνική αφήγηση που αναδεικνύει τον πυρήνα του έργου.
Ωστόσο, στα αρνητικά (-) σημεία, που αλλοίωσαν το δουλεμένο αποτέλεσμα, εντάσσεται το γεγονός πως το πρώτο μισό της παράστασης παρουσιάζει έναν έντονο διδακτισμό. Το κείμενο, επιθυμώντας να μεταφέρει καθαρά τα δεδομένα, γίνεται σε κάποιες στιγμές υπερβολικά άμεσο, περιορίζοντας τη θεατρικότητα. Καθώς η παράσταση προχωρά, αυτό εξομαλύνεται. Το δεύτερο μέρος βρίσκει πιο αρμονική ισορροπία ανάμεσα στο ντοκουμέντο και την καλλιτεχνική έκφραση.
Συνολικά (=), το No Woman’s Land είναι μια παράσταση τίμια, ευαίσθητη και αναγκαία. Με λιτότητα και σεβασμό, δημιουργεί ένα θέατρο που δεν εκβιάζει τη συγκίνηση αλλά την επιτρέπει. Δεν διεκδικεί να διδάξει, διεκδικεί να ακουστεί. Και αυτό, σε μια εποχή όπου οι σιωπές συχνά μένουν στη σκιά, είναι από μόνο του μια ουσιαστική θεατρική πράξη.
Βαθμολογία: 6,2/10
H βραβευμένη στα 14α ΘΒΘ παράσταση «Νo woman’s land» στο θέατρο Μετροπόλιταν










