Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου
Φωτογραφίες Ευτυχία Πλαζουμίτη.
Η φήμη του καταξιωμένου έργου – κυρίως μέσω της ομώνυμης βραβευμένης ταινίας- προηγούνταν της παράστασης. ‘Ένα δυνατό ψυχολογικό θρίλερ με ιδιαίτερους χαρακτήρες που λειτουργούν ως πρόκληση για το ζευγάρι των ηθοποιών, αλλά και ένα βαθύ υπόβαθρο αναφορικά με τη συγγραφική τέχνη «εκ των έσω». Είτε είχε δει κάποιος την ταινία είτε όχι, έτρεφε εξίσου μεγάλες προσδοκίες για το θεατρικό αποτέλεσμα ως μια καινούργια δημιουργία και εντελώς διαφορετική εμπειρία. Ο λόγος για την παράσταση «MISERY» του Στήβεν Κιγκ, σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Αυλαία – με αρκετή είναι αλήθεια καθυστέρηση λόγω τεχνικού προβλήματος και χωρίς ακόμα να γνωρίζουμε τη διάρκεια, καθότι ακολουθούσε Θεατρική Κουλτουροβραδιά με συζήτηση, για την οποία θα αναφερθούμε ξεχωριστά…

Η πλοκή διαδραματίζεται σε μια ερημική τοποθεσία του Κολοράντο, όπου ο συγγραφέας Πωλ Σέλντον προτιμά να αποσύρεται για τη συγγραφή των μυθιστορημάτων του και τη μοιραία μέρα θα υποστεί ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα… στην περιοχή θα βρεθεί, καθόλου τυχαία καθώς τον παρακολουθεί, η φανατική «νάμπερ ουάν» θαυμάστριά του Αννυ Γουίλκς, η οποία θα μεταφέρει στο σπίτι της και θα περιθάλψει το ίνδαλμά της, με σκοπό να μην τον αποχωριστεί ποτέ, κρατώντας τον εγκλωβισμένο κι εκμεταλλευόμενη την ανημποριά του. Στο διάστημα αυτό, διαβάζοντας το τελευταίο του έργο, θα ανακαλύψει ότι ο συγγραφέας «σκοτώνει» την λατρεμένη της ηρωίδα την Μίζερυ, προκειμένου να στραφεί σε άλλο λογοτεχνικό είδος, γεγονός που τη σοκάρει σε βαθμό παραφροσύνης. Τον εκβιάζει να «επαναφέρει στη ζωή» τη Μίζερυ και υπό τις απειλές της ο Πωλ αναγκάζεται να γράψει ένα νέο μυθιστόρημα «ζωντανεύοντάς» την, καθώς από αυτό εξαρτάται η ζωή του, ενώ ανάμεσά τους χτίζεται μια αρρωστημένη σχέση αλληλοεξάρτησης μέχρι τη δραματική κορύφωση…

Ένα σπουδαίο έργο (+) με εξαιρετική δομή και περιεχόμενο, που κερδίζει τον θεατή σε πολλά επίπεδα, καθώς διερευνά με ακρίβεια χειρούργου την δυνατή αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ανθρώπων με ιδιαίτερο ψυχισμό και κάτω από εντελώς απρόβλεπτες συνθήκες. Ο συγγραφέας ως δημιουργός φανταστικών ηρώων, μέσα από μια τραυματική – ακραία εμπειρία αιχμαλωσίας και με διακύβευμα την ίδια τη ζωή του, θα διαπιστώσει πόσο «πραγματικές» διαστάσεις μπορεί να πάρει ένας φανταστικός ήρωας και πόσο καταλυτικά μπορεί να επηρεάσει σαν υπαρκτό πρόσωπο, έναν φανατικό αναγνώστη… όπου εν προκειμένω η Άννυ «οικειοποιείται» την ηρωίδα Μίζερυ θεωρώντας την «κτήμα» της με δικαιώματα ζωής και θανάτου, αναγκάζοντας τον δημιουργό της να υπακούσει…. Στην αρρωστημένη σχέση που δομείται κλιμακωτά από τη λατρεία μέχρι τη βία και τον φόνο, προβάλλεται η αθέατη πλευρά στην καλλιτεχνική δημιουργία της συγγραφής, ταυτόχρονα με την αγωνία θρίλερ για τις απρόβλεπτες έως σοκαριστικές εξελίξεις, σε ένα έργο εμπνευσμένο, τεχνικά άρτιο, με βαθύ υπόβαθρο που δεν ξεχνιέται εύκολα…

Η μεταφορά στο σανίδι υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Τάκη Τζαμαργιά, ευτύχησε σε πολλά σημεία, πλην κάποιων «αλλά» που θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Ως σύνολο εκτιμήσαμε την κατάλληλη σκοτεινή ατμόσφαιρα με τα μυστηριώδη υπονοούμενα, το αρρωστημένο κλίμα παρακμής στο απομονωμένο σπίτι, καθώς και την σωστή κλιμάκωση του συναισθήματος από τους δύο ήρωες, μεταβαίνοντας σταδιακά επίπεδα μέχρι την τραγική κορύφωση και το απρόβλεπτο φινάλε, όπου αποδίδεται συμβολικά και εύστοχα η ουσία του έργου, με τον συγγραφέα- ήρωα να «απολογείται» ως φωνή του πραγματικού συγγραφέα και κάθε συγγραφέα για τις δημιουργίες του. Παρότι ο ρυθμός έπασχε, εντούτοις εντοπίσαμε ομαλή- φυσιολογική ροή των εξελίξεων με αληθοφάνεια, εισπράξαμε σε ένα βαθμό την αγωνία για το «μετά» ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος της εντονότερης δράσης, μοιραστήκαμε το συναίσθημα εκατέρωθεν, εκτιμήσαμε την σκηνική οικονομία σε ένα άκρως λειτουργικό σκηνικό, μιλώντας για μια σκηνοθεσία λιτή και συμβατική, ωστόσο ουσιαστική.

Στον τομέα της υποκριτικής, η Ρένη Πιττακή στο ιδιαίτερο και απαιτητικό ρόλο της Άννυ Γουίλκς, απέδωσε μια ερμηνεία εξαιρετικά δουλεμένη στις λεπτομέρειες και με χαρακτηριστικό στίγμα από μια έμπειρη καταξιωμένη ηθοποιό, όμως θεωρούμε ότι ελαφρώς «διέφυγε» η στόχευση, καθώς στην ηρωίδα της υπερτερούσε το χαριτωμένο στοιχείο έναντι του διαταραγμένου, με αποτέλεσμα να εισπράξουμε μια Άννυ περισσότερο συμπαθή παρά «φοβιστική».
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος ως Πωλ Σέλντον ενσάρκωσε τον συγγραφέα και το δράμα του με τρόπο δωρικό, ακριβή, ισορροπημένο, πειστικό – πέραν μιας ένστασης παρακάτω, με επιπλέον δυσκολία να διεκπεραιώσει τον ρόλο του όντας σε όλη τη διάρκεια καθηλωμένος είτε σε κρεβάτι είτε σε αναπηρικό καρότσι.
Ο Δημήτρης Καραμπέτσης στον μικρό, αλλά κομβικό για την εξέλιξη ρόλο του αστυνομικού, με τη συμπαθέστατη παρουσία του υπήρξε ρεαλιστικός, φυσικότατος, άμεσος, αποτελεσματικός.
Ένα εξαιρετικά λειτουργικό, ατμοσφαιρικό και καλαίσθητο σκηνικό πλαισίωσε τη δράση και υπηρέτησε άψογα τις σκηνοθετικές απαιτήσεις και κάτι αντίστοιχο θα σχολιάζαμε για τους θαυμάσιους φωτισμούς που συμμετείχαν ενεργά στη δημιουργία μυστηριώδους, σκοτεινής ατμόσφαιρας. Κατάλληλα και πειστικά για την περίσταση θα χαρακτηρίζαμε τα κοστούμια (της Άννυ βασικά), το ίδιο και η υποβλητική μουσική με τις προσεκτικές επιλογές για το κλίμα θρίλερ, που όμως θεωρούμε ότι μπορούσε να συμβάλλει σε περισσότερα κομβικά σημεία.

Περνώντας στα «αλλά» (-), το πρώτο και βασικό αφορά στην τρίωρη διάρκεια της παράστασης που από ένα σημείο κούρασε και ιδιαίτερα στο πρώτο μεγαλύτερο μέρος, το περισσότερο «διαλογικό», ενώ το δεύτερο ως εντονότερα «δραστικό» κράτησε το ενδιαφέρον. Γεγονός που αποδίδουμε σε ένα χαλαρό ρυθμό τραβηγμένων παύσεων και νεκρών χρόνων στη δράση, τα οποία κάλλιστα μπορούσαν να «συμπυκνωθούν» σε ένα πιο σφιχτά δεμένο σύνολο. Η δεύτερη ένσταση αφορά σε μια γενικότερη υποτονικότητα που διακρίναμε για τα δεδομένα ενός έργου – θρίλερ με έντονο σασπένς, με συνέπεια σε κάποια σημεία η αγωνία να υποχωρεί και η εξέλιξη να μοιάζει προβλέψιμη. Στα πλαίσια δε αυτού του μειονεκτήματος, υπήρξαν στιγμές ιδιαίτερης έντασης και τραγικότητας – είτε ψυχολογικά είτε σωματικά – που η υποτονική τους, σχεδόν επίπεδη απόδοση, στέρησε τον ρεαλισμό και το βάθος του συναισθήματος και εδώ αναφέρεται η ένσταση στο ρόλο του Πωλ, προφανώς ακολουθώντας σκηνοθετικές οδηγίες. Πέραν τούτων, είναι αλήθεια ότι θα εκτιμούσαμε μια δόση ευρηματικότητας και σύγχρονης οπτικής, σε μια σκηνοθεσία λιγότερο συμβατική.
Εν κατακλείδι (=) και παρά τις ενστάσεις, παρακολουθήσαμε μια παράσταση προσεγμένη στο σύνολό της που σέβεται τον θεατή, βασισμένη σε ένα έργο εξαιρετικό με δυνατό περιεχόμενο, και αν αυτά τα «αλλά» είχαν αποφευχθεί, θα νιώθαμε ακόμα πιο ευτυχείς ως θεατές…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6 ΣΤΑ 10
.
ΘΕΑΤΡΟ ΑΥΛΑΙΑ
«MISERY» του Στίβεν Κινγκ.
Η κινηματογραφική εκδοχή του “Misery” με πρωταγωνιστές την Ρένη Πιττακή και τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο. Σκηνοθεσία του Τάκη Τζαμαργιά.
Παραστάσεις: Δευτέρα 24, Τρίτη 25, Τετάρτη 26, Πέμπτη 27, Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου, ώρα: 21:00
.
-k-
.

Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 20/9/2018 έως 20/05/2019 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 9α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2019 που θα πραγματοποιηθούν τέλη Μαίου 2019 – Πληροφορίες για τα 9α ΘΒΘ θα βρείτε ΕΔΩ – Facebook pages ΕΔΩ
.
Δείτε & αυτά:
Φωτογραφικό υλικό