«Μια ζωή θέατρο» με γλυκόπικρη γεύση «εκ των έσω»… Είδαμε στο θέατρο «Τ» & Σχολιάζουμε [+Βίντεο αυλαίας]
Ομολογούμε ότι για τη συγκεκριμένη παράσταση ένα… κράτημα στην έκφραση γνώμης το έχουμε. Κι αυτό γιατί φρόντισε η ίδια δια στόματος του συγγραφέα της – πολύ ευφυώς!- να περιλάβει πρώτη τους κριτικούς και μεταξύ μας, σε γενικές γραμμές δεν είχε καθόλου άδικο. Οπότε μετά από αυτό, ακουμπάς το πληκτρολόγιο μετά… φόβου ψυχής, ξέροντας ότι η όποια κριτική για την παράσταση έχει κριθεί από την ίδια εκ των προτέρων και μάλλον όχι πολύ… αγαπησιάρικα! Πάντα βέβαια με τη γλώσσα του χιούμορ που μπορεί να εκφράζει «ανώδυνα» τις πιο σκληρές αλήθειες. Ο λόγος για την παράσταση «Μια ζωή θέατρο» του Ντέιβιντ Μάμετ σε σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαϊτζή που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Τ. Και θα επιχειρήσουμε κ. Μάμετ το «τόλμημα», υπολογίζοντας στο χιούμορ και την κατανόηση σας…
«Μια ζωή θέατρο» σημαίνει ό,τι ακριβώς αναφέρει ο τίτλος. Ένα έργο που πραγματεύεται τη ζωή και τις σχέσεις δύο θεατρίνων πάνω και πίσω από τη σκηνή, του βετεράνου Ρόμπερτ και του ανερχόμενου Τζον. Όπου ο πρώτος, ποτισμένος μέχρι το μεδούλι από το θέατρο που αντιπροσωπεύει όλη του τη ζωή, προσπαθεί να μυήσει τον νεώτερο συνάδελφο στο πάθος του γι αυτό, αλλά η ανταπόκριση είναι μάλλον απογοητευτική. Η γενιά του Τζον έχει πλέον άλλους κώδικες κι όταν οι «όροι» αντιστραφούν και ο ανερχόμενος φτάσει στην καταξίωση, ενώ ο βετεράνος μοιάζει παροπλισμένος, θα έρθει στην επιφάνεια η πικρή γεύση ενός κόσμου εξωτερικά φανταχτερού. Στη διάρκεια όλης αυτής της διαδικασίας και μέσα από κοινές πρόβες, στιγμές διαφόρων παραστάσεων, το μοίρασμα του καμαρινιού, οι μεταξύ τους σχέσεις θα περάσουν πολλά στάδια και ανατροπές, αποκαλύπτοντας τον αθέατο κόσμο του παρασκηνίου με όσα απρόοπτα, ευτράπελα, συγκινητικά, μικρόψυχα ή ματαιόδοξα μπορούν να συμβούν πίσω από τα φώτα αλλά και μπροστά από αυτά…
Είναι γεγονός ότι θαυμάσαμε (+) την έξυπνη συγγραφική ιδέα του Ντέιβιντ Μάμετ, παρόλο που η σχετική με το θέατρο και τα παρασκήνια θεματολογία, εντάσσοντας «παράσταση μέσα στην παράσταση» έχει εμπνεύσει αρκετούς συγγραφείς. Εδώ όμως εστιάζει πολύ επιτυχημένα στις σχέσεις δύο ηθοποιών, όπως αυτές διαμορφώνονται κάτω από ειδικές συνθήκες– με τον ένα καταξιωμένο και τον άλλο ανερχόμενο- προκειμένου να δώσει ανάγλυφα όλες τις αποχρώσεις του ψυχισμού και των δύο μέσα από τη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα, ενώ η ανατροπή συνθηκών στην εξέλιξη, προσφέρει πεδίο για επιπλέον ανάπτυξη συναισθημάτων. Ο τρόπος της σταδιακής αντίστροφης μετάβασης, με την άνοδο του νέου και την πτώση του παλιού, αποδόθηκε φυσικότατα- σχεδόν ανεπαίσθητα χωρίς κραυγαλέες ανατροπές και η ισορροπημένη μείξη «γλυκού» και «πικρού» σε όλη τη διαδρομή υπήρξε παρούσα, άλλοτε με χιούμορ, λογής «μπηχτές» και ποικίλα ευτράπελα κι άλλοτε με συγκινητικά φορτισμένα στιγμιότυπα, αναμνήσεις, συναισθηματικά ξεσπάσματα. Αναμφίβολα μια ιδιαίτερα ευαίσθητη ματιά γνώστη στα «εσώτερα» του θεατρικού κόσμου, απλά με μικρές αδυναμίες κατά τη γνώμη μας, που θα αναφέρουμε στη συνέχεια…
Στο κεφάλαιο «ερμηνείες», μόνο τα καλύτερα έχουμε να πούμε για την απόδοση τόσο του Στάθη Μαυρόπουλου στο ρόλο του βετεράνου Ρόμπερτ, όσο και του Πέτρου Μαλιάρα στο ρόλο του ανερχόμενου Τζον. Ισοδύναμοι επί σκηνής, έπεισαν απόλυτα για κάθε συναισθηματική φάση που βίωναν, ακολουθώντας αντίστροφές διαδρομές. Ο Σ, Μαυρόπουλος ξεκινώντας με την έπαρση του καταξιωμένου για να καταλήξει στην πίκρα της πτώσης και της μοναξιάς και ο Π. Μαλιάρας ξεκινώντας από τη συστολή του καινούργιου για να βιώσει τελικά τη ματαιοδοξία της επιτυχίας. Και οι δύο υπηρέτησαν με ακρίβεια τους σύνθετους ρόλους τους με τη μεγάλη συναισθηματική γκάμα, χάρη στην εκφραστικότητα, το εύστοχο χιούμορ, τη φυσικότητα, τη σκηνική άνεση, τον δουλεμένο λόγο και κίνηση, εξίσου αποτελεσματικοί στις κωμικές και συγκινητικές στιγμές, με αξιοθαύμαστη αίσθηση του μέτρου.
Το ρεαλιστικό σκηνικό απέδωσε λιτά, αφαιρετικά και με τις σωστές λεπτομέρειες το χώρο των παρασκηνίων και καμαρινιών ως πειστική θεατρική αίσθηση, καθώς επίσης και τα εύστοχα κοστούμια- είτε καθημερινά πίσω από τα φώτα αποδίδοντας επιτυχημένα το διαφορετικό «στάτους», είτε πολλά θεατρικά από ρόλους παραστάσεων. Εξαιρετικοί οι φωτισμοί με ευφάνταστα παιχνιδίσματα δημιούργησαν ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα, ενώ η καλή μουσική θεωρούμε ότι μπορούσε να συμμετέχει πιο ενεργά.
Η σκηνοθεσία της Γλυκερίας Καλαϊτζή, είναι αλήθεια ότι μας δίχασε, παρότι διακρίναμε τις χαρακτηριστικές εμπνευσμένες πινελιές της ταλαντούχας δημιουργού. Αυτά τα μικρά, ευφυή, απρόβλεπτα ευρήματα που υπογραμμίζουν το θεαματικό κομμάτι και την ατμόσφαιρα της παράστασης. Όμορφες καλαίσθητες προβολές, ευφάνταστοι «καλλιτεχνικοί» φωτισμοί, μελετημένη κινησιολογία, συχνές εναλλαγές, αξιοποίηση χωροταξικά όλων των δυνατοτήτων, συνέβαλαν σε ένα αποτέλεσμα που επιπλέον διέθετε ισορροπία, αυθεντικότητα, τρυφερότητα, σαν τη σκηνή των αναμνήσεων με προσωπικό στίγμα και συγκινητικές αναφορές σε παλιότερες παραστάσεις (πχ. «Το σώσε») της Πειραματικής Σκηνής. Αναδεικνύοντας σκηνοθετικά το δυνατό σημείο του έργου, ήτοι τον εύστοχο συνδυασμό κωμικότητας και συναισθήματος– ενίοτε στα όρια του τραγικού και αποδίδοντας με εξαιρετική φυσικότητα και αληθοφάνεια τις σταδιακές μεταπτώσεις/ αλλαγές σχέσεων μεταξύ των ηρώων, με ένα απρόσμενο, ευφάνταστο φινάλε που κέρδισε τις εντυπώσεις.
Όμως αυτό που μας έλειψε (–) συνολικά σε σκηνοθετικό επίπεδο ήταν ο σφιχτός ρυθμός, εξαιτίας αρκετών παύσεων που έμοιαζαν ως αμήχανες στιγμές και έκοβαν αναιτιολόγητα τη ροή ή εξαιτίας χαλαρού δεσίματος στις αλλαγές των σκηνών, όπου κάποιες- για παράδειγμα η σκηνή των αναμνήσεων που προαναφέραμε ή κάποιες σκηνές από παραστάσεις, έμοιαζαν περίπου «εμβόλιμες» ή «ξεκρέμαστες» χωρίς γερή συνάφεια με το σύνολο ως «πριν» και «μετά». Επίσης θεωρούμε ότι η συχνή απεύθυνση του Ρόμπερτ στο κοινό ενώ βρισκόταν στο καμαρίνι, δεν μπορούσε να ενταχθεί οργανικά στη ροή της παράστασης, φαντάζοντας ως «ξένο σώμα» που τον έβγαζε εκτός ρόλου και κλίματος και χωρίς εμφανή σκοπιμότητα. Τέλος ως αδύναμο σημείο εντοπίσαμε τη μη αληθοφανή αντίδραση των ηθοποιών στο ακαριαίο κατέβασμα μιας παράστασης και την άμεση αντικατάστασή της.
Οι παρατηρήσεις μας σε επίπεδο κειμένου -με την γοητευτική κατά τα άλλα συγγραφική ιδέα- αφορούν σε μια έλλειψη συνοχής στην πλοκή και ένα όχι γερό δέσιμο «δομικά» στην αλληλουχία των σκηνών και κλιμάκωση της εξέλιξης, επηρεάζοντας πιθανόν και τη σκηνοθεσία. Επίσης θεωρούμε ότι η συχνή αναφορά κοινών τσιτάτων για το θέατρο από τον βετεράνο, φτώχυνε τη δύναμη του έργου και αποδυνάμωσε τον λόγο, εκπίπτοντας σε γνωστά κλισέ που ήταν περιττά, καθώς όλα μπορούσαν να αναδειχθούν με θεατρικότητα μέσα από την πλοκή.
Κλείνοντας (=) θα εστιάσουμε ωστόσο στα σημαντικά θετικά μιας ενδιαφέρουσας παράστασης, που μέσα από δύο θαυμάσιες ερμηνείες, έδωσε αποκαλυπτικά και τρυφερά όλη τη γλυκόπικρη γεύση από τα αθέατα του θεατρικού κόσμου…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
6 ΣΤΑ 10
ΑΝΑΛΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ [ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΩΣ ΚΥΡΙΑΚΗ 29/1]
——————————————————————————————————————————–
#Κουλτουρόσουπα #kulturosupa #Θεατρομανία #ΕίδαμεΚαιΣχολιάζουμε #ΠίτσαΣτασινοπούλου #ΘέατροΤ #ΜιαΖωήΘέατρο #ΝτέιβιντΜάμετ #ΓλυκερίαΚαλαϊτζή #ΣτάθηςΜαυρόπουλος #ΠέτροςΜαλιάρας
Φωτογραφικό υλικό