.
Οι «τηλεκριτικές» που εγκαινίασε η Κουλτουρόσουπα, ένεκα ανυπαρξίας κάθε θεατρικής δραστηριότητας λόγω πανδημίας, σαφώς και δεν αποτελούν «φυσιολογικές» κριτικές (πως θα γινόταν άλλωστε καθώς το θέατρο αποτελεί ένα ζωντανό πυρήνα αλληλεπίδρασης), αλλά μια διαφορετική θεατρική οπτική. Με αυτά τα κριτήρια κρίνουμε και τις παραστάσεις που παρακολουθούμε από τον καναπέ όσο #Μένουμε_σπίτι
“Κ”
Η παράσταση «Αφορμή… Τρωάδες» είναι βασισμένη στην γνωστή τραγωδία του Ευριπίδη «Τρωάδες», η οποία περιγράφει την τύχη των γυναικών της Τροίας μετά το τέλος του τρωικού πολέμου και τον αντίκτυπο αυτού πάνω τους. Η παράσταση δεν επιδιώκει την αυτοτελή παρουσίαση του κειμένου του Ευριπίδη, αλλά αντίθετα αφορμώμενη από αυτό και διατηρώντας τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά της πλοκής του, επιδιώκει να επεκτείνει ένα βήμα παρακάτω το κείμενο και να το συνδέσει με το σήμερα και την κακοποίηση, που βιώνουν ορισμένες γυναίκες. Στο επίκεντρο τίθενται τρείς φιγούρες: η Εκάβη, αλλά και δύο άλλες γυναίκες, οι οποίες εκπροσωπούν μία πλειάδα γυναικείων χαρακτήρων, που βίωσαν την απώλεια, την αιχμαλωσία, τον ξεριζωμό, τον φόβο και τον θάνατο.
Αρχικά, ως προς τα θετικά χαρακτηριστικά της παράστασης εντάσσεται το κείμενο, το οποίο σε πρώτο πλάνο αποτελεί μία επιτυχή προσαρμογή της Πένυς Φυλακτάκη ενός αρχαίου κειμένου. Οι πολλαπλές επαναλήψεις, τόσο μερών του κειμένου, όσο και μεμονωμένων φράσεων από τις πρωταγωνίστριες με την παράλληλη δημιουργία ηχούς, η απομόνωση ρήσεων, καθώς και η σύμπλεξη σε ορισμένα σημεία νεοελληνικού και αρχαίου κειμένου αποτέλεσε έναν επιτυχή τρόπο για να παρουσιαστεί με σύγχρονη ματιά ένα διαχρονικό κείμενο, και ως εκ τούτου να το καταστήσει προσιτό και προσβάσιμο. Το κείμενο δεν μένει μόνο στην αλληλεπίδραση των τριών γυναικών μεταξύ τους, καθώς πέρα από τις κοινές τους στιγμές, δημιουργεί και ορισμένα σημεία μονολόγων, που εμπλουτίζουν τη ροή της αφήγησης και της εμβάθυνσης των χαρακτήρων και των απεικονιζόμενων κρίσιμων φιγούρων. Οι τρείς πρωταγωνίστριες αναπαριστούν έναν κεντρικό ρόλο αυτόν της γυναίκας και παράλληλα περισσότερες προσδιοριστικές ιδιότητες αυτού, της μάνας, της συζύγου, της κόρης, της αδερφής.
Η σκηνοθεσία του Τάσου Αλατζά σε αντίθεση με το πλούσιο περιεχόμενο του κειμένου κινείται –και ορθώς- σε λιτά πλαίσια. Χωρίς υπερβολές, χωρίς τεχνάσματα, χωρίς περαιτέρω στοιχεία δίνει βάση στις ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστριών, στις οποίες επιδιώκει να δώσει βαρύτητα και υπόσταση.
Καίριο ρόλο στην ενίσχυση της σκηνοθεσίας διαδραματίζουν ο σχεδιασμός του σκηνικού και οι φωτισμοί. Ως προς τον σχεδιασμό του σκηνικού του Τάσου Αλατζά αυτό θέτει στο επίκεντρο ένα κρεβάτι πάνω στο οποίο ερμηνεύουν οι πρωταγωνίστριες. Το κρεβάτι οριοθετεί και διαμορφώνει τον χώρο, καθώς κατά την διάρκεια της παράστασης αυτό περιστρέφεται, αλλάζει θέση και μεταβάλλει την θέση των ηρωίδων. Η επιλογή του κρεβατιού μας αναγάγει στην ιδιωτικότητα των εμπειριών και των βιωμάτων των πρωταγωνιστριών, ενώ ο σχεδιασμός του κεφαλαριού του κρεβατιού παρέπεμπε σε σίδερα φυλακής, θέλοντας να υπογραμμίσει σε ευρύτερο πια επίπεδο την αιχμαλωσία, που βιώνουν οι γυναίκες από τον κοινωνικό τους χώρο. Δεξιά και αριστερά της σκηνής υπήρχαν δύο μεγάλες κουρτίνες, οι οποίες διαμόρφωναν έναν καλαίσθητο, αλλά συνάμα κλειστοφοβικό χώρο, που παρέπεμπε σε μία φυλακή πολυτελείας.
.
.
Παράλληλα, οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη ήταν ιδιαίτερα επιτυχείς και κυρίως ανανεωτικοί της σκηνοθεσίας. Με συνεχείς εναλλαγές κατάφεραν να αξιοποιήσουν όλο το μέρος του σκηνικού, δημιουργώντας έναν ιδιαίτερο φωτισμό μπροστά και πίσω από τις κουρτίνες και πάνω στο κρεβάτι, που άλλοτε ήταν ζεστός και συμπονετικός, και άλλοτε ψυχρός και απόμακρος. Οι φωτισμοί κατάφεραν να μετουσιώσουν των ψυχισμό των ηρωίδων και να δρομολογήσουν την αφήγηση, συνοδεύοντας κάθε σκηνή και δημιουργώντας συνεχώς μία διαβάθμιση, ανάλογη της πορείας του κειμένου.
Οι ηχητικές επιλογές της Μαρίας Βουμβάκη, καθώς και ηενδυματολογία της Βασιλικής Σύρμα ήταν απλοϊκές με την επιλογή ενός συγκεκριμένου ήχου για την εναλλαγή των σκηνών και μαύρων ρούχων και μαντίλων, που υπογράμμιζαν το πένθος και την θλίψη.
Ως προς τις πρωταγωνίστριες αξίζει να σημειώσουμε σε γενικό επίπεδο, πως ήταν άρρηκτα συγχρονισμένες μεταξύ τους, με σωστή διαχείριση άρθρωσης και αναπνοών. Η Νεκταρία Γιαννουδάκηκατάφερε να εντυπωσιάσει στον ρόλο της Εκάβης, διατηρώντας μία ισορροπημένη απόδοση με λιγοστές αποκλίσεις. Η Γιάννα Ζιάννη ιδιαίτερα εκφραστική διατήρησε χαμηλούς τόνους στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, προσφέροντας μία μετρημένη ερμηνεία στον άξιο αναφοράς μονόλογό της. Τέλος, η Ασπασία Μηλιαράκη ήταν αρκετά καλή, αν και σε ορισμένα σημεία αλληλεπίδρασης με τις άλλες δύο συμπρωταγωνίστριές της υπερέβαλε.
.
.
Από την παράσταση, όμως, δεν έλειψαν και ορισμένες αρνητικές επιλογές, που στάθηκαν εμπόδιο στην ως προς όλα τα στοιχεία προσεγμένη απόδοση. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το κείμενο φάνηκε τελικά να μην επιτυγχάνει τον στόχο, που αρχικά είχε θέσει. Η αφορμή ήταν επιτυχής, αλλά όχι και το αποτέλεσμα, καθώς δεν φάνηκε να πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω στο να θίξει με άμεσο τρόπο σύγχρονες μορφές βίας και κακοποίησης. Καθόλη τη διάρκεια της παράστασης αναζητείται μία στιγμή έκρηξης του κειμένου, το οποίο τελικά παραμένει μονάχα σε θρηνητικά επίπεδα, που ασκούν μία πρόσκαιρη κριτική. Η εναλλαγή σε σημεία του κειμένου ηχητικά εκφράσεων σε διάφορες γλώσσες δεν φάνηκε αρκετή για να πετύχει τον παραπάνω στόχο.Ως προς αυτήν την συνθήκη, λοιπόν, παρουσιάζεται μία ημιτέλεια αυτού.
Ακριβώς αυτή η αδυναμία φάνηκε και στην σκηνοθεσία, καθώς η ίδια είχε έναν ενιαίο ρυθμό. Αναλυτικότερα, δεν φάνηκε να υπάρχει αρχή, μέση και τέλος στην αφήγηση, αλλά η ένταση της αρχής διατηρήθηκε με τον ίδιο ρυθμό σε όλη την έκταση της παράστασης. Το γεγονός αυτό συνέβαλε κάπως αρνητικά στο να επέλθει ολοκληρωτικά η κάθαρση στο τέλος του έργου, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σε σημεία μία μονοτονία.
Συνολικά, θα λέγαμε, πως πρόκειται για μία παράσταση, η οποία καταφέρνει να καταστήσει προσιτό στο κοινό ένα αρχαίο κείμενο, αξιοποιώντας την διαχρονική του υφή και επιδιώκοντας να δώσει σύγχρονες προεκτάσεις, χωρίς ωστόσο να τα καταφέρνει στον απαιτούμενο βαθμό.
Τηλε-Βαθμολογία:
6/10
.
.
Ιδού και η παράσταση προσβάσιμη έως 30 Απριλίου 2020.
Φωτογραφικό υλικό