Είδε η Άννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Μέσα από την ιστορία του Οιδίποδα, του τραγικότερου όλων των χαρακτήρων της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, ο Γιάννης Χουβαρδάς, επέλεξε να γιορτάσει τα 50 του χρόνια ενασχόλησης με το θέατρο, διασκευάζοντας, μεταφράζοντας και σκηνοθετώντας ο ίδιος, μια σύμμειξη των δύο έργων του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ».
Το έργο του, με τίτλο «ΟΙΔΙΠΟΥΣ – Η ιστορία μιας μεταμόρφωσης: από το σκοτάδι στο φως», φιλοξενήθηκε για δύο παραστάσεις, στις 4 και 5 Σεπτεμβρίου, στο θέατρο Δάσους Θεσσαλονίκης στα πλαίσια του 11ου Φεστιβάλ Δάσους, που διοργάνωσε και φέτος με επιτυχία το ΚΘΒΕ.
Ο μύθος είναι γνωστός: Ο Οιδίποδας ήταν γιος του Λάιου, του βασιλιά της Θήβας, και της Ιοκάστης. Πριν τη γέννηση του ο πατέρας του είχε λάβει ένα χρησμό σύμφωνα με τον οποίο, ο γιος που θα αποκτούσε θα τον σκότωνε. Όταν η γυναίκα του έφερε στον κόσμο ένα αγόρι, του έδεσαν τους αστραγάλους (εξού και το όνομά του: οίδημα=πρήξιμο + πους=πόδι) και τον άφησαν στον Κιθαιρώνα για να πεθάνει. Το παιδί όμως επέζησε και κατέληξε να μεγαλώσει στο παλάτι της Κορίνθου ως νόμιμος διάδοχος του θρόνου. Άντρας πια, αναζητώντας τις ρίζες του, ζητά και αυτός χρησμό από το μαντείο των Δελφών και μαθαίνει ότι η μοίρα του είναι να σκοτώσει τον πατέρα του και να παντρευτεί την ίδια του τη μάνα. Συγκλονισμένος από την τρομερή αποκάλυψη κατευθύνεται προς την Κόρινθο όπου, χωρίς να το γνωρίζει, δολοφονεί τον αληθινό του πατέρα, γίνεται βασιλιάς και παντρεύεται την βασίλισσα – μητέρα του. Πατροκτόνος και αιμομίκτης, εν αγνοία του, αποκτάτέσσερα παιδιά -αδέλφια του ταυτόχρονα- επιβεβαιώνοντας τους χρησμούς και κερδίζοντας δίκαια τον τίτλο του τραγικότερου όλων…
Στην ενδιαφέρουσα διασκευή (+) που παρακολουθήσαμε, επιχειρείται μια κατάδυση στο άδυτο του Σοφόκλειου μύθου, όχι για να παρουσιαστεί η ιστορία αυτή καθ’ εαυτή (την οποία άλλωστε όλοι γνωρίζουν), αλλά για να έλθουν στο φως, μέσω μιας βαθύτερης προσέγγισης του πολύπαθου χαρακτήρα, τα συναισθήματα και οι μύχιες σκέψεις του λίγο πριν το τέλος. Ο Οιδίπους γνωρίζει την αλήθεια. Έχει αποδεχθεί την μοίρα του. Έχει βιώσει την απόλυτη πτώση και οδεύει προς το θάνατο. Οι δαίμονές του συνεχίζουν και τον κατατρέχουν και να τον γεμίζουν ερωτήματα που προσπαθεί απελπισμένα να απαντήσει. Γιατί τον βασανίζουν με αυτό τον τρόπο οι θεοί; Γιατίνα γεννηθεί αφού έμελλε να πάθει όσα έπαθε; Γιατί τόση δυστυχία σε αυτόν;
Ο Γιάννης Χουβαρδάς συνενώνει (παρεμβάλλοντας με τον δέοντα σεβασμό και δικά του κείμενα) τις δύο τραγωδίες και σκηνοθετεί ευρηματικά το δημιούργημά του ως ένα διαρκές παιχνίδι αναδρομών. Ξεκινά από το τέλος του Οιδίποδα, όπως περιγράφεται στον «Οιδίποδα επί Κολονώ», συνεχίζει με σκηνές του «Οιδίποδα Τύραννου» και με συνεχείς εναλλαγές ανάμεσα στα δύο έργα πλάθει ένα υπαρξιακό ταξίδι αναζήτησης της αλήθειας και της κατανόησης του ασύλληπτου. Το ύφος της παράστασης είναι σοβαρό, σκοτεινό, όπως η ψυχή του ήρωα, και παραπέμπει στο σύγχρονο, διατηρώντας όμως την αίσθηση του παρελθοντικού και ταυτόχρονα του άχρονου. Ο συμβολισμός είναι διάχυτος σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, σε κάθε κίνηση και σε κάθε γωνιά της πάντα γεμάτης σκηνής. Η δράση είναι πολυεπίπεδη. Τα μάτια του θεατή συλλαμβάνουν συνεχώς μικρά συμβολικά δρώμενα που συνυπάρχουν με τα κυρίαρχα γεγονότα. Στην παράσταση κυριαρχεί το θρησκευτικό στοιχείο, με συνεχείς αναφορές σε λατρευτικές τελετές, ενώ ακόμη και αυτούσιες φράσεις της ορθόδοξης θείας λειτουργίας ακούγονται πλεγμένες με τα αρχαία χορικά. Η όλη παρουσίαση διακατέχεται από μια ιδιαίτερη αισθητική, που δεν παραπέμπει σε αρχαία τραγωδία καθώς ενέχει έναν ευρωπαϊκό αέρα με στοιχεία βικτωριανής εποχής. Αξιομνημόνευτη η τολμηρή ερωτική σκηνή του Οιδίποδα με την Ιοκάστη πάνω στον παγωμένο τάφο, σε μια προσπάθεια του παράταιρου ζευγαριού, να ξορκίσουν με το πάθος τους, το κακό που τους πλησιάζει.
Τη σκηνοθετική γραμμή υπηρετεί πιστά το μακάβριο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη με τους μαρμάρινους τάφους να δεσπόζουν στην σκηνή. Ο θάνατος είναι μέρος του έργου και οι τάφοι φιλοξενούν τις μαύρες αναμνήσεις, τα τελετουργικά, τις συγκρούσεις των μελών της μιαρής οικογένειας. Συμβατά είναι και τα σκοτεινά, αυστηρά κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, που προβάλλουν τον θρησκευτικό χαρακτήρα του έργου, ενώ οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου εντείνουν το σκιερό και άχρονο περιβάλλον που οραματίστηκε ο σκηνοθέτης ως χώρο δράσης του έργου του.
Τις δυτικοευρωπαϊκές επιρροές της παράστασης αναδεικνύει η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου ο οποίος ζωντανά, μέσω ενός εκκλησιαστικού οργάνου στην άκρη της σκηνής, διοχετεύει στην ατμόσφαιρα ένα αίσθημα δέους και μυστηρίου. Νότες βαθιές και δυσαρμονικές που δημιουργούν ανησυχία και σηματοδοτούν την παρουσία του κακού.
Ζωή στο όλο εγχείρημα έδωσαν οι πολύ καλές ερμηνείες του πρωταγωνιστών, που αφουγκράστηκαν πλήρως το πνεύμα του σκηνοθέτη και ταξίδεψαν το κοινό στον αμαρτωλό οίκο του Οιδίποδα. Με διπλές ερμηνείες ο καθένας (εκτός της Καραμπέτη), ερμήνευσαν αδιάκριτα γυναικείους και ανδρικούς ρόλους σε μια παράσταση που όλοι είναι ίσοι απέναντι στη μοίρα και τον θάνατο.
Ο Νίκος Καραθάνος εντυπωσίασε ως Οιδίποδας, σε μια διττή, βαθιά συναισθηματική ερμηνεία, άλλοτε δυναμικός και αποφασισμένος, ένας παθιασμένος εραστής και τυραννικός πατέρας (Οιδίπους Τύραννος) και άλλοτε εντελώς καταβεβλημένος, παραδομένος στη μοίρα (Οιδίπους επί Κολωνώ).
Στον ρόλο του Κρέοντα, η Καριοφυλλιά Καραμπέτη, επιβλητική και εντυπωσιακή, όπως πάντα, ερμήνευσε με αυστηρότητα και δυναμισμό τον χαρακτήρα του αμφιλεγόμενης ηθικής άρχοντα. Απολαυστική η σκηνή της συνομιλίας με την με τον Οιδίποδα, από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης.
Εξαιρετική η Στεφανία Γουλιώτη στον ρόλο της Ιοκάστης. Μια παρουσία έντονη και δυναμική αλλά και απίστευτα τραγική. Μοναδική η στιγμή που συνειδητοποιεί την αλήθεια και προσπαθεί απεγνωσμένα να ξεφύγει από τη δυσβάστακτη μοίρα της. Πολύ καλή και στον ρόλο του Θησέα.
Πολύ καλή εμφάνιση από τον Ορέστη Χαλκιά τόσο στον ρόλο της Αντιγόνης, όσο και στον ρόλο του Τειρεσία.
Ο Κωνσταντίνος Μπιμπής απέδωσε με δυναμισμό τον ρόλο του Πολυνείκη και την σκηνή της σύγκρουσής του με τον πατέρα του.
Η Πηνελόπη Τσιλίκα ερμήνευσε με ευαισθησία τον χαρακτήρα της Ισμήνης, της αθώας κόρης που στηρίζει τον αμαρτωλό πατέρα της μέχρι το τέλος.
Ως αρχαιοφύλακας (χαρακτήρας που ο σκηνοθέτης πρόσθεσε στο έργο) ο Νίκος Χατζόπουλος είχε μια δυναμική, αυστηρή παρουσία και συνέδραμε την εξέλιξη της υπόθεσης.
Ο χορός της παράστασης, αποτελούμενος από τους Γιάννη Κότσιφα, Έκτορα Λυγίζου, Πολυξένη Παπακωνσταντίνου και Θεόβη Στύλλου, υπό την κινησιολογική καθοδήγηση της Ερμίρας Γκόρο, διαφορετικός απ’ ότι έχουμε συνηθίσει στις τραγωδίες(όχι τόσο ως συλλογικό όργανο αλλά ως μεμονωμένοι χαρακτήρες), εμπλούτισε με τη σειρά του την ένταση και την τραγικότητα της ιστορίας.
Και κάποιες παρατηρήσεις (-). Παρακολουθήσαμε μια διαφορετική εκδοχή της γνωστής αρχαίας τραγωδίας που εστιάζει στο ψυχολογικό χάος που κυριεύει το πνεύμα του βασικού ήρωα τον οποίο και ακολουθούμε στον δρόμο προς την κάθαρση. Αυτή, άλλωστε, είθισται να είναι και η κατάληξη στο συγκεκριμένο θεατρικό είδος. Στην προκειμένη περίπτωση η σύμμειξη των δύο έργων στέρησε τον θεατή από το αίσθηματης κάθαρσης, καθώς η κορύφωση του δράματος γίνεται στη μέση περίπου του έργου και οι συνεχείς αναδρομές απλά επαναλαμβάνουν τόσο το τραγικό γεγονός(που ήδη όμως γνωρίζουμε όλοι), όσοκαι τα ερωτήματα που βασανίζουν τον Οιδίποδα. Οι συνεχείς επαναλήψεις, των τελευταίων δεκαπέντε περίπου λεπτών, θα μπορούσαν να παραληφθούν χωρίς να στερήσουν κάτι ουσιώδες από την δίωρη σχεδόν παράσταση. Επιπλέον, ο συνδυασμός τόσο διαφορετικών στοιχείων (θρησκευτικό, βικτωριανό, εκκλησιαστική μουσική κλπ), όσο κι αν θεωρηθεί ευρηματικός, στέρησε το έργο από μια ξεκάθαρη ταυτότητα. Οι αρχαίες τραγωδίες, ναι μεν επιδέχονται σύγχρονες προσεγγίσεις, όλοι όμως οι συνδυασμοί δεν είναι πάντα πλήρως λειτουργικοί…
Συμπερασματικά (=): Παρακολουθήσαμε μια ενδιαφέρουσα, παρά τις ενστάσεις μας, διασκευή των δύο γνωστών τραγωδιών, βαθιά υπαρξιακή, που εστιάζει στο υποσυνείδητο των ηρώων ακολουθώντας τους στην πορεία τους προς το φως…
Βαθμολογία: 6,8/10