Είδε η Αννια Κανακάρη αι σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Στα πλαίσια της καλοκαιρινής περιοδείας του παρακολουθήσαμε στο θέατρο Δάσους τον «Άμλετ», ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και του παγκοσμίου θεάτρου γενικότερα, σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη, με τον Αναστάση Ροϊλό στον ομώνυμο ρόλο.
Υπόθεση
Ο βασιλιάς της Δανίας δολοφονείται από τον αδελφό του Κλαύδιο, ο οποίος σφετεριζόμενος τον θρόνο παντρεύεται τη βασίλισσα Γερτρούδη. Ο νεαρός πρίγκηπας Άμλετ, αισθάνεται οργισμένος από την συμπεριφορά του θείου του και απογοητευμένος από την απόφαση της μητέρας του να παντρευτεί τον αδερφό του άντρα της και μάλιστα σε διάστημα ενός μόλις μήνα από τον θάνατό του. Ένα βράδυ, το φάντασμα του νεκρού βασιλιά εμφανίζεται στον Άμλετ και του αποκαλύπτει την αλήθεια: «Πρέπει να ξέρεις ότι το φίδι πού δάγκωσε τον πατέρα σου πήρε μετά και φόρεσε το στέμμα του…». Ο Άμλετ, συντετριμμένος, αποφασίζει να αποκαλύψει την ενοχή του Κλαύδιου, ενώ, μέχρι να καταστρώσει το σχέδιό του, παριστάνει τον… τρελό, για να μην κινήσει υποψίες. Ο Πολώνιος, έμπιστος σύμβουλος του βασιλιά, αποδίδει αρχικά την περίεργη συμπεριφορά του πρίγκηπα στον έρωτα του για την κόρη του, την Οφηλία, γρήγορα όμως αντιλαμβάνεται πως κάτι άλλο έχει κυριεύσει το μυαλό του. Ο Άμλετ ετοιμάζει μια θεατρική παράσταση με σκοπό να αποκαλύψει τον αληθινό δολοφόνο, καταλήγει όμως να σκοτώσει, από λάθος, τον Πολώνιο. Ο Λαέρτης, γιος του Πολώνιου, ορκίζεται να βρει τον δολοφόνο του πατέρα του, ενώ η Οφηλία, σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση λόγω του πένθους και της απόρριψης του Άμλετ, αυτοκτονεί. Ο Κλαύδιος χρησιμοποιεί τον Λαέρτη για να εξοντώσει τον Άμλετ σε μια στημένη μονομαχία, νικητής της οποίας χρίζεται ο… θάνατος που σφραγίζει πανηγυρικά το τέλος της τραγικής αυτής ιστορίας…
Ο Σαίξπηρ έγραψε τον Άμλετ πριν από τετρακόσια και πλέον χρόνια όταν στην πολιτική κατάσταση της πατρίδας του κυριαρχούσαν στην διαδοχή της εξουσίας ο φθόνος, η ανηθικότητα και η βία. Μέσα από το έργο του εκφράζει την δική του άποψη για την διαφθορά και την πολιτική σήψη και ταυτόχρονα απευθύνεται στο ταλαιπωρημένο, από τα όσα συμβαίνουν, κοινό της εποχής του προσφέροντας τηδική του εκδοχή περί απόδοσης δικαιοσύνης. Πραγματεύεται την δολιότητα, την ασυδοσία, τον φόνο, ως ζητήματα που διαχρονικά ταλανίζουν το ανθρώπινο γένος και μέσα από τον ήρωά του θέτει, όπως και οι αρχαιοελληνικές τραγωδίες, θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τη ζωή, τον θάνατο, την σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης, τον έρωτα, την δύναμη, τις ανθρώπινες σχέσεις.
«Να ζει κανείς; Να αντέχει σωπαίνοντας μια μοίρα που τον ταπεινώνει ή να μη ζει;».
Πρόκειται για ένα έργο που δέχεται πολλαπλές αναγνώσεις, ανάλογα με την οπτική του κάθε σκηνοθέτη και προσφέρεται για σύγχρονες αποδόσεις καθώς τα διαχρονικά νοήματά του, δίνουν τροφή για φιλοσοφικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς.
Η παράσταση που παρακολουθήσαμε είχε αναμφίβολα αρκετά θετικά (+) στοιχεία:
Η επιμελημένη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, προσεγμένα ποιητική, με σεβασμό στο πρωτότυπο κείμενο και τον εννοιολογικό του προσδιορισμό μετέφερε επιτυχώς την δραματικότητα της ιστορίας, τα αγωνιώδη ερωτήματα του πρίγκηπα, την ευαισθησία, την ένταση, το σκωπτικό χιούμορ, το πάθος, την εκκωφαντική του θλίψη.
Ο σκηνοθέτης, Θέμης Μουμουλίδης, αντιμετώπισε το έργο με μια μοντέρνα ματιά και έχτισε μια γενικά αξιόλογη παράσταση, σύγχρονη και προσιτή στο κοινό. Ενσάρκωσε επί σκηνής το σπουδαίο σαιξπηρικό έργο με σεβασμό στα βασικά δομικά στοιχεία του και επικοινώνησε σε ικανοποιητικό βαθμό την δραματικότητα του(κάποιες αντιρρήσεις ως προς το θέμα αυτό θα αναφερθούν στην συνέχεια). Η ατμόσφαιρα που δημιούργησε, περιέβαλε επιτυχώς την πλοκή και ανέδειξε τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των χαρακτήρων συνδυάζοντας τον πλούτο του λογοτεχνικού κειμένου με την εικόνα. Στην δική του διάσταση του εμβληματικού αυτού δράματος, σε έναν σκοτεινό – ζοφερό κόσμο που κυριαρχεί η μέθη του πλούτου, το προσωπικό συμφέρον και η αλαζονεία του ισχυρού, ο κεντρικός ήρωας ψυχορραγεί σε μια αέναη –άνιση- μάχη, προσπαθώντας να αποκαταστήσει το αίσθημα δικαίου που τον διακατέχει. Ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τη βασιλική αυλή σάπια, διεφθαρμένη και μιαρή κάτι που γίνεται αντιληπτό ακόμα και μέσα από τις εκφράσεις και την ιδιαίτερη κινησιολογία των πρωταγωνιστών που αποπνέουνμια αίσθηση φαιδρότητας και ηθικής παρακμής. Ο κόσμος που μας μεταφέρει στη σκηνή είναι καταδικασμένος και αυτό ο σκηνοθέτης το καθιστά σαφές σε όλη τη διάρκεια της παράστασης με μια περιρρέουσα αίσθηση απαισιοδοξίας ότι όλα καταλήγουν σε ένα κοινωνικό και υπαρξιακό αδιέξοδο.
Ο Άμλετ του Θέμη Μουμουλίδη είναι σκοτεινός, ανήσυχος, πληγωμένος. Ακόμη και οι ελάχιστες κωμικές αντιδράσεις του μοιάζουν ψήγματα παραλογισμού και ειρωνείας καθώς τίποτα δεν μπορεί να απαλύνει τις πληγές του. Τον χαρακτηρίζει το πάθος και ο αυθορμητισμός της νεότητας αλλά και μια βαθιά ωριμότητα που τον οδηγεί σε υψηλούς φιλοσοφικούς στοχασμούς. Απομονωμένος, αδυνατεί να χαρεί τον έρωτα και μόνη του χαρά είναι η επικοινωνία με το φάντασμα του πατέρα του σε στιγμές που σπάζουν το φράγμα του υπερφυσικού.
Ο Αναστάσης Ροϊλός έδωσε σάρκα και οστά σε αυτόν τον πολύπλοκο χαρακτήρα με σοβαρότητα και προσήλωση αναδεικνύοντας το πολύπλευρο ταλέντο του. Απέδωσε με επιτυχία τις συναισθηματικές μεταπτώσεις του ήρωα, εμφανιζόμενος άλλοτε μυστηριώδης, σαρκαστικός και αινιγματικός(λιγότερο ίσως εύθραυστος απ’ ότι θα περιμέναμε σε ορισμένες σκηνές) και άλλοτε αμείλικτος, να φλερτάρει με τον θάνατο που τον περιβάλει. Με άριστο έλεγχο των κινήσεών του, καθαρή άρθρωση και εξαιρετική έκφραση μας χάρισε μια σημαντική, αν και όχι συγκλονιστική, ερμηνεία σε έναν ομολογουμένως δύσκολο ρόλο.
Στον ρόλο του Κλαύδιου ο Μιχάλης Συριόπουλος είχε μια επίσης πολύ καλή εμφάνιση. Απέδωσε με έκδηλη εκφραστικότητα, καθαρότητα, σαφήνεια και παραστατικότητα τον ανήθικο σφετεριστή, που δεν δίστασε να σκοτώσει τον αδελφό του για να πάρει την εξουσία. Αυτάρεσκος και επιβλητικός, με σωστή κίνηση και σταθερή φωνή κατορθώνει να αποδώσει με πειστικότητα τον χαρακτήρα του και να γίνει επιτυχημένα αντιπαθητικός.
Η ταλαντούχα Ιωάννα Παππά στον ρόλο της Γερτρούδης είχε γενικά μια καλή εμφάνιση, αρκετά «άχρωμη» όμως στο μεγαλύτερο μέρος της. Ερμηνευτικά δεν κατόρθωσε να συγκινήσει με την υποτιθέμενη απελπισία της γυναίκας που εξαπατήθηκε να παντρευτεί τον δολοφόνο του άντρα της, ούτε και να προσδιορίσει σαφώς την θέση της στην όλη ιστορία. Δεν έπεισε για το αν τελικά είναι και αυτή θύμα του Κλαύδιου, αλλά ούτε και για το αντίθετο, κάτι βέβαια που μπορεί να οφείλεται σε συγκεκριμένες σκηνοθετικές οδηγίες και όχι σε αδυναμία της ιδίας.
Πολύ καλή εμφάνιση από την Τζένη Καζάκου, στον ρόλο της Οφηλίας. Ιδιαίτερα εκφραστική καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης, ξεχώρισε με την ευγένεια και την ωριμότητα που εξέπεμπε παρά το νεαρό της ηλικίας της. Ερμήνευσε πειστικά την εύθραυστη ψυχολογικά, γεμάτη αγνότητα και καλοσύνη κόρη που υπό το βάρος των περιστάσεων δεν άντεξε και αυτοκτόνησε.
Πολύ καλή η εμφάνιση του Θοδωρή Σκυφτούλη στον ρόλο του Πολώνιου. Υποδύεται με φυσικότητα και σοβαρότητα τον μηχανορράφο συμβουλάτορα που θέλει να γνωρίζει και να κατευθύνει τα πάντα.
Πολύ καλές ερμηνείες και από τα λοιπά μέλη του θιάσου τον Θανάση Δόβρα, τη Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, τον Άρη Νίνικα και τον Δημήτρη Αποστολόπουλο στους λοιπούς ρόλους.
Το λειτουργικό σκηνικό της Μικαέλα Λιακατά, εντυπωσιακό μέσα στην λιτή μονοχρωμία του και επιβλητικό ταυτόχρονα, δημιούργησε έναν πολυεπίπεδο χώρο δράσης για τους πρωταγωνιστές του έργου, με πολλαπλά σημεία εισόδου και δυνατότητα μεταφοράς της δράσης σε διάφορα σημεία της όλης κατασκευής. Η γκρίζα πρόσοψη του κάστρου της Δανίας, άψυχη και σκοτεινή, όπως και όλη η ατμόσφαιρα του έργου, χωρίς να παραπέμπει σε κάποια συγκεκριμένη εποχή, προσέδωσε έναν σύγχρονο αέρα στην παράσταση, μηδενίζοντας την έννοια του χρόνου. Ενδιαφέρουσα η εμφάνιση του φαντάσματος του βασιλιά μέσω βιντεοπροβολής, συμβατή με την όλη αισθητική της παράστασης, όπως και οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου, που σε συνδυασμό με την πρωτότυπη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου υπογράμμισαν τις συναισθηματικές εντάσεις και ψυχικές μεταπτώσεις των πρωταγωνιστών.
Αξιόλογη υπήρξε η ενδυματολογική προσέγγιση της Βασιλικής Σύρμα, που έδωσε χαρακτήρα στην παράσταση. Εύστοχη επιλογή η πολυτελής αμφίεση των μελών της βασιλικής οικογένειας σε αντίθεση με την πιο casual εμφάνιση του αντιδραστικού Άμλετ. Εντυπωσιακή η Ιωάννα Παππά στο μπορντώ φόρεμα της, νεανική εμφάνιση για την Οφήλια, ενώ κυριαρχούσε ασφαλώς το μαύρο χρώμα, κυρίως στα κοστούμια των ανδρών, με εξαίρεση τον έντονα «χρωματισμένο» Πολώνιο.
Στα αρνητικά (-) στοιχεία της παράστασης θα αναφέραμε τα εξής: Ενώ το έργο έγινε παγκοσμίως γνωστό για τον ιδιαίτερα δραματικό χαρακτήρα του βασικού ήρωα και ενώ καταβλήθηκε μια αξιόλογη ερμηνευτικά προσπάθεια από τον Αναστάση Ροϊλό στην απόδοσή του, εντούτοις το μέγεθος της ψυχολογικής συντριβής του ήρωα δεν έφθασε ολοκληρωτικά στο κοινό. Παρά το πετυχημένο ομολογουμένως στήσιμο της όλης παράστασης, που υπήρξε αξιόλογη από άποψη σκηνικού, μουσικής, κοστουμιών και τις φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών, η όλη απόδοση της ιστορίας, η οπτική μέσω της οποίας παρουσιάστηκε έμοιαζε επίπεδη και ως κάποιο βαθμό επιφανειακή. Το σπουδαίο αυτό κατά τα άλλα έργο, με τον τρόπο που αποδόθηκε, ενώ μετέφερε ως ένα βαθμό τις ψυχολογικές αναζητήσεις και τα αδιέξοδα των χαρακτήρων, δυστυχώς δεν μας συγκλόνισε. Όχι τουλάχιστον όσο προσδοκούσαμε από μια τόσο σπουδαία παραγωγή.
Συμπερασματικά (=) θα λέγαμε ότι παρακολουθήσαμε μια σύγχρονη απόδοση του κορυφαίου αυτού δράματος, γεμάτη ακραία συναισθήματα και δυνατές εσωτερικές συγκρούσεις ενός ανθρώπου που πήρε στους ώμους του την ευθύνη να διορθώσει έναν κόσμο αθεράπευτα διαβρωμένο, να αποδώσει δικαιοσύνη εκεί που το δίκιο αποτελούσε μια έννοια ξεχασμένη για τα καλά…
Βαθμολογία: 6,6/10
Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ